Η Τριτοβάθμια μας εξίσωση: Τι πανεπιστήμια θέλουμε; (Γράφει ο Αργύρης Σακαλής)

Πρόσφατα υπήρξε μια αναζωπύρωση γύρω από θέματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εν προκειμένω, περιστατικά βιας εκδηλώθηκαν στη Νομική Σχολή Αθηνών, με τη μετέπειτα συζήτηση να κατευθύνεται σε προτάσεις για διαγραφές («αιωνίων» και μη) φοιτητών και γενικότερες παρεμβάσεις στο πανεπιστημιακό περιβάλλον. Κάπως προβλέψιμα, αναλωθήκαμε εκ του προχείρου σε μια αντιπαράθεση που περισσότερο φέρνει σε πόλεμο χαρακωμάτων, χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση.

Οι ερώτησεις που οφείλουμε να επανεξετάζουμε ανά διαστήματα είναι πιθανά κοινότοπες μα συνάμα θεμελιακές. Τι πανεπιστήμια θέλουμε; Που και πώς πρέπει να λειτουργούν οι ανώτατες και επαγγελματικές σχολές της χώρας; Γιατί εστιάζουμε πρωταρχικά σε ζητήματα ποσότητας παρά ποιότητας; Και αν στη θεωρία θαρρούμε πως γνωρίζουμε τις απαντήσεις, στην πράξη είναι φανερό πως προτιμάμε εύκολες λύσεις παρά να στραφούμε ενάντια σε στρεβλές πρακτικές.

Τις επόμενες μέρες αρχίζει η διαδικασία των πανελληνίων εξετάσεων. Χιλιάδες μαθητές θα εισαχθούν σε διάφορες πανεπιστημιακές και επαγγελματικές σχολές που βρίσκονται διασκορπισμένες σε αστικά και ημι-αστικά κέντρα της επικράτειας. Το ερώτημα που πιθανά – θα έπρεπε – να τους απασχολεί είναι: «Το να σπουδάσω σε αυτή τη σχολή, σε αυτή τη πόλη, είναι καλή ιδέα;». Η κυνική πραγματικότητα είναι πως δεν έχουμε απτά στοιχεία για το κατά πόσο ποιοτική – ή μη – είναι η τριτοβάθμια μας εκπαίδευση, ειδικά σε σχολές και τμήματα μικρότερων περιφερειακών πανεπιστημίων.

Ειναι κοινό μυστικό ότι η ίδρυση ή «προσωρινή» μετακίνηση μιας σχολής αποτελεί μόνιμη διεκδίκηση της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας. Πίσω από έναν μανδύα «προσωπικής ολοκλήρωσης» που προσφέρουν οι ανώτατες σπουδές, εύκολα διακρίνει κανείς μια απλουστευτική προσέγγιση για «περιφερειακή ανάπτυξη». Κάθε σχολή ή τμήμα φέρνει μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες άτομα στη πόλη, και αυτά φέρνουν μαζί τους και μια μη αμελητέα κατανάλωση αγαθών, υπηρεσιών μα και καταλυμάτων. Συνεπώς, και να «μείνουν και λίγο παραπάνω» η λογική είναι πως «δεν κοστίζουν κάτι» στο κράτος – ίσα ίσα τροφοδοτούν και τη τοπική κοινωνία.

Αυτή η λογική, δηλαδή πως οι «αιώνιοι» φοιτητές έχουν μηδενικό κόστος για την ανώτατη εκπαίδευση, μεταφέρεται και στα ιδρύματα των μεγάλων αστικών κέντρων. Κάθε προσπάθεια εξομάλυνσης της μέσης διάρκειας των ακαδημαϊκών σπουδών, προσκρούει πάνω στην ίδια επιχειρηματολογία, διανθισμένης παράλληλα είτε με κατηγορίες για ενταντικοποίηση σπουδών είτε με υπαινιγμούς για σχέδιο υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδεσης με αλλότριους σκοπούς. Η τραγική ειρωνία είναι πως ένας από τους λόγους που η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας βρίσκεται στη παρούσα κατάσταση είναι μια κυρίαρχη λογική ήσσονος προσπάθειας – η οποία με την σειρα της αντανακλάται και στην ύπαρξη «αιωνίων» φοιτητών.

Για να πούμε τα πράγματα απλά και ας θεωρηθούν ωμά. Έχουμε περισσότερα πανεπιστήμια και τμήματα από όσα χρειάζεται η χώρα – κυρίως γιατί τα χρησιμοποιήσαμε σαν εργαλείο περιφερειακής ανάπτυξης που βασίζεται στην κατανάλωση και όχι στην καινοτομία και προστιθέμενη αξία που μπορούν να παράξουν οι απόφοιτοι. Έχουμε «αιώνιους» φοιτητές γιατί δεν μας ενδιαφέρει η ποιότητα αλλά η ποσότητα των σπουδών – είτε αυτή μετριέται σε χρόνια είτε σε φυσικές παρουσίες ανά την επικράτεια. Χαιρόμαστε για το ότι ενίοτε κάποια πανεπιστήμια ή επι μέρους τμήματα φιγουράρουν μέσα στα πρώτα 300 ή 500, αντί να έχουμε συνεπή και αδιαμφισβήτητη παρουσία στα πρώτα εκατό– όπως άλλες μικρές χώρες. Και το μόνο πράγμα που προσφέρει στους φοιτητές η ευκαιρία να παραμείνουν «αιώνιοι», δεν είναι μια βαθύτερη «προσωπική ολοκλήρωση» αλλά η αργοπορημένη είσοδος τους στην αγορά εργασίας ή σε μεταπτυχιακές σπουδές.

Ένα από τα κριτήρια που – καλώς ή κακώς – χρησιμοποιείται διεθνώς για να αξιολογήσει την ποιότητα των πανεπιστημίων, είναι τα ποσοστά των αποφοίτων σε σχέση με όσους εγγράφηκαν, το λεγόμενο ποσοστό ολοκλήρωσης. Ένα ακόμα κριτήριο είναι η αναλογία καθηγητών με φοιτητές, με την λογική ότι αν υπάρχουν λίγοι καθηγητές για πολλούς φοιτητές τότε χειροτερεύει η ακαδημαϊκή εμπειρία. Τα πανεπιστήμια μας έχουν αυστηρά κριτήρια για το ποιος εισάγεται σε αυτά – τις πανελλήνιες εξετάσεις. Το ζητούμενο λοιπόν είναι παρόμοια αυστηρά κριτήρια να ενσωματωθούν σε κάθε κομμάτι της λειτουργίας των πανεπιστημίων, κοινώς ποιος μπαίνει, για πόσο χρόνο και τι κάνει σε κάθε χώρο ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος –σαν επισκέπτης ή φοιτητής ή εργαζόμενος.

Προτεινόμενες ιδέες και απόψεις για το πως μπορούμε να λύσουμε την περίπλοκη εξίσωση που λέγεται τριτοβάθμια εκπαίδευση έχουν γραφτεί επανειλημμένως, χωρίς καν να προσπαθούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να τολμήσουν να προτείνουν όσα γνωρίζουμε ότι λειτουργούν σε άλλες χώρες. Ο στόχος θα ήταν η μετατροπή των πανεπιστημίων από εργαλεία πρόσκαιρης κατανάλωσης σε νησίδες ανάπτυξης και αξιοποίησης ανθρώπινου κεφαλαίου, δημιουργώντας ολοκληρωμένα άτομα και θέτοντας τις βάσεις για περαιτέρω ευημερία όλης της κοινωνίας.

Εν κατακλείδι, τα πανεπιστήμια μας θα επωφελούνταν από ένα πλαίσιο στο οποίο το κράτος θα συνδύαζε ποινές και ανταμοιβές. Θα έδινε πραγματική αυτονομία στη λήψη αποφάσεων και μακροχρόνιων στρατηγικών – ενώ από την άλλη θα έθετε αυστηρά κριτήρια χρηματοδότησης και φοίτησης. Μια τέτοια λογική ίσως να φαίνεται υπερβολικά αυστηρή και διάτρητη σε πιθανές απόπειρες κομματικής εκμετάλλευσης. Το ζητούμενο είναι πως μόνο μια βαθιά αλλαγή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί να μας δώσει κάποιες πιθανότητες να αντισταθούμε στον ορυμαγδό αλλαγών που ήδη μεταβάλουν τις ζωές μας ταχύτητα – και θα είναι ακόμα πιο έντονες για τους απογόνους μας.

Ο Αργύρης Σακαλής έχει σπουδάσει Οικονομικά
Και είναι ερευνητής στο Durham University

Προηγούμενο Άρθρο

Ο Δήμος Άργους Ορεστικού δίπλα στη νέα γενιά, μέσα από τη δράση «Συνοδηγοί για μια μέρα» (φωτογραφίες)

Επόμενο Άρθρο

Το Σάββατο η Εκδήλωση του Κέντρου Συμβουλευτικής Γυναικών Δήμου Καστοριάς: «Ο τόπος μας μέσα από το βίωμα των γυναικών που τον κατοίκησαν»

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ