Έφυγε σε ηλικία 95 ετών ο γνωστός κι αγαπημένος Ιεροψάλτης Ηρακλής Παπαγερμανός
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Όταν μεγαλώσει λίγο ακόμα ο μονάκριβος υιός μου, θα του διηγηθώ μια ιστορία αληθινή. Κάποτε, μια μέρα που ήταν η γιορτή του δικού μου Πατέρα, πλησίασα τον Αρχιεπίσκοπο Δημήτριο και του είπα: «Σεβασμιότατε, σήμερα μαζί με τους 40 μάρτυρες γιορτάζει και ο κ. Ηρακλής Παπαγερμανός».
Ο Σεβάσμιος Γέρων με κοίταξε με πατρικό ύφος και μου είπε τα εξής: «Ο κύριος Ηρακλής είναι μάρτυρας».
Έφυγα χαρούμενος και συνάμα περήφανος. Από τότε και για χρόνια στριφογύριζε στο μυαλό μου η λέξη «μάρτυρας».
Την ιστορία αυτή την είπα, την ίδια ημέρα και στον Πατέρα μου. Χαμογέλασε, αλλά δεν κατάλαβα αν γνώριζε την στιγμή εκείνη, ότι στο μυαλό μου του είχα ήδη αποδώσει το “φωτοστέφανο των μαρτύρων”. Και έτσι πρέπει να είναι.

Ο Ηρακλής δεν ήταν απλά γενναίος. Ήταν ο ήρωας πέρα από τον μύθο.
Ήταν Iούλιος του 1969, όταν πρωτοήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την ημέρα που στην ιστορία αυτής της χώρας καταγράφηκε ένας ακόμη άθλος. Τότε που ο πρώτος Αμερικανός Αστροναύτης πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι.
Από τότε άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά το αμερικανικό όνειρο για τον Ηρακλή. Έτσι και μέσα σε διάστημα δύο δεκαετιών αποβιβάστηκε στην Αμερική όλη η οικογένεια.
Αρχικά τα δυο πρώτα αδέρφια για, σπουδές και στην συνέχεια τα δυο τελευταία μαζί και η μητέρα τους.
Στην αρχή για τον ίδιο η ζωή ήταν δύσκολη. Εργάστηκε ως σερβιτόρος στην Βιρτζίνια
Μετά από λίγους μήνες κατευθύνθηκε προς τη Νέα Υόρκη όπου υπήρχε μεγαλύτερη ελληνική παροικία και ανάμεσα της, έντονο το στοιχείο της γούνας, της τέχνης που ήξερε καλά.

Και πάλι έχοντας αφήσει πίσω του σύζυγο και παιδιά έπρεπε να μοιράζεται τον χρόνο του μεταξύ Νέας Υόρκης και Καστοριάς. Έφτασε στο σημείο να πηγαινοέρχεται λες και ήταν ένα τοπικό ταξίδι και όχι υπερατλαντικό.
Ωστόσο τα κατάφερε.
Ήμουν μαθητής ακόμα στο γυμνάσιο όταν περνώντας έξω από ένα εργαστήριο γουναρικών με σταμάτησε ο ιδιοκτήτης για να μου πει ότι «ο Πατέρας σου είναι ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους στον κόσμο». Απόρησα. Δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε;
Ένα διάστημα η γούνα είχε τέτοια άνοδο σε παγκόσμιο επίπεδο που ακόμα και τα αποκόμματα, δηλαδή τα κομμάτια που έπεφταν κάτω, στην διαδικασία παραγωγής ήταν πολύτιμα. Ο Μπαμπάς μου τα μάζευε τα έκανε μια μεγάλη “μπάλα” και τα εστελνε στη Νεα Υόρκη, όπου ξαναέμπαιναν στην παραγωγή.
Αυτό δεν κράτησε για πολύ ωστόσο και πάλι ένιωσα περήφανος για εκείνον.
Επίσης την δεκαετία του ’70 είχε ανοίξει μαζί με τον Κουνιάδο, κατάστημα ηλεκτρικών ειδών στην Βέροια.
Τα πρώτα βήματα
Κάποτε, όταν μεγάλωνε πήγε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μαθήματα στην γεωπονική σχολή. Λίγο αργότερα υπηρέτησε ως κηπουρός στα Ανάκτορα και συγκεκριμένα υπό την αιγίδα του Μέγα Αυλάρχη. Εκείνος μάλιστα του είχε ζητήσει να παραμείνει στην Αθήνα.
Ωστόσο φαίνεται ότι προτίμησε να γυρίσει στην Καστοριά και συγκεκριμένα στην Κορησό, όπου εργάστηκε πάλι ως κηπουρός στο «Σπίτι του Παιδιού».
Παράλληλα ανέπτυξε δράση στο κατηχητικό και διετέλεσε και δάσκαλος Κατηχητικού στην Καστοριά.
Κάποια στιγμή μάλιστα οι δρόμοι του διασταυρώθηκαν με σημαντικές προσωπικότητες της Εκκλησίας, αφού δυο λαϊκοί ακόμα υπηρέτες της, ο Αλβανίας Αναστάσιος και ο πρώην Αμερικής Δημήτριος επισκεπτόταν συχνά την Καστοριά, ως αντιπρόσωποι της «Ζωής».
Εκείνα τα νεανικά χρόνια φαίνεται ότι είχε τέτοια πολύπλευρη κοινωνική δράση που αρκετές δεκαετίες αργότερα σε διάφορα σημεία του πλανήτη υπήρχαν άτομα που τον είχαν ζήσει από κοντά.
Άτομα από την Κορησό από τα άλλα χωριά του Νομού Καστοριάς και άλλοι νεότεροι του που θυμόταν την παρουσία του στο κατηχητικό και την επίδραση που είχαν στην ζωή τους, τα λόγια του.
Ήταν συγκινητικό, όταν αυτά τα άτομα πολλές φορές με σταματούσαν στον δρόμο για να ρωτήσουν: «τι κάνει ο κ. ΗΡΑΚΛΗΣ;»
Ένιωθες τότε ικανοποίηση ότι αυτά, τα εφόδια, που σου έδωσε ο Πατέρας σου, τα είχε μεταδώσει και σε άλλα άτομα και αυτά με την σειρά τους στα παιδιά και στους συνανθρώπους τους.
Όταν τελικά ήρθε στην Αμερική κι έχοντας δουλέψει σκληρά και αφού απέκτησε λίγα χρήματα, κατάφερε να εκπληρώσει κι άλλο ένα όνειρο.
Αγόρασε μερικά μελίσσια, λίγες κυψέλες στην αρχή, που φαίνεται ότι ήταν και το χόμπι του. Μόνο που εκείνος το είδε ως επένδυση στην Πατρίδα. Αλλά, το μελίσσι μεγάλωσε και έπρεπε να το φροντίζει μεταφέροντας του πότε από εδώ και πότε από εκεί, σε όλη την Ελλάδα.
Θυμάμαι κυρίως την εποχή που πολλές από τις μέλισσες πέθαναν, όταν συνέβη κάποιο περιστατικό με χημικά σε περιοχή που υπήρχε βαριά βιομηχανία.
Τότε, το ατύχημα αυτό τον στεναχώρησε πολύ.
Δεν το έβαλε όμως κάτω και ότι απέμεινε από τις 90 και πλέον κυψέλες τις μετέφερε στην περιοχή κοντά στην Βέροια όπου ζούσαμε τότε, σε ένα χωριό που ήταν γνωστό ως «Γεωργιανοί».
Παρά τον φυσιολογικό μου φόβο, πήγαινα και βοηθούσα στη περιποίηση των κυψελών. Κρατούσα το ειδικό καπνιστήρι και φορούσα το καπέλο που είχε ένα, δίχτυ για την προστασία του προσώπου.
Αργότερα όταν μετακομίσαμε πάλι στην Καστοριά, οι κυψέλες, όσες απέμειναν, έφυγαν μαζί μας.
Αυτό ήταν ένα κομμάτι από τις δραστηριότητες ενός Πατέρα που δεν φοβήθηκε ποτέ να κάνει ο,τι δουλειά περνούσε από το χέρι του.
Όταν εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός ήρθαμε στην Αμερική για σπουδές εκείνος νοίκιασε ένα μαγαζί στην φημισμένη μαρκέτα της γούνας και στρώθηκε στην δουλειά.
Όμως τις Κυριακές και τις γιορτές δεν σκέφτηκε ποτέ να αναπαυτεί.
Ήταν ο ψάλτης στην Εκκλησία, πότε στους Τρεις Ιεράρχες, πότε στον Άγιο Ελευθέριο, πότε στον Άγιο Κωνσταντίνο και Ελένης στο Τζάκσον Χάιτς.
Μετά από χρόνια η Κοινότητα του Αγίου Νικολάου στο Φλάσινγκ, του έδωσε την ευκαιρία να την υπηρετήσει και ως νεωκόρος, αλλά και ως ιεροψάλτης τις καθημερινές. Εκεί υπηρέτησε επίσης και ως φύλακας στο σχολείο.
Την αγάπη και την αφοσίωσή του στην Εκκλησία την μετέδωσε φυσικά και στα παιδιά του.
Ήταν ωστόσο η αγάπη του κόσμου και τα λόγια που μας μετέφεραν για τον κ. Ηρακλή που πραγματικά μας έδιναν φτερά σαν οικογένεια για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες.
Εκείνος ποτέ δεν πτοήθηκε. Ποτέ δεν δίστασε και πάντα έτρεχε για να μεταδώσει την αγάπη και τον λόγο του Θεού.
Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι πρωτοστάτησε για θέματα που σήμερα θεωρούνται ως δεδομένα, όπως η ίδρυση γυναικείας μονής στην Πενσιλβάνια, με τις ευλογίες του Μακαριστού Πατρός Εφραίμ της Αριζόνας.
Όταν μάλιστα τότε οι προσπάθειες μιας μικρής αδελφότητας συνάντησαν την άρνηση (αρχικά) της Αρχιεπισκοπής, εκείνος μαζί με τους αδελφούς συνεργάτες του της Χριστιανικής Αδελφότητας ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Και βέβαια ήταν μέλος του ιστορικού συλλόγου Καστοριέων «Ομόνοια».
Οικογενειακή κατάσταση
Ο Ηρακλής ήταν το πέμπτο παιδί μιας πολύτεκνης Οικογένειας που έζησε και μεγάλωσε σε μια παραμεθόριο περιοχή, δίπλα ακριβώς από την Αλβανία. Το χωριό που έζησαν λεγόταν “Άγιος Δημήτριος” και βρισκόταν μια ανάσα από τα σύνορα.
Γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1930. Η μητέρα του λεγόταν Ιωάννα και ο Πατερας του Σταύρος. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το χωριό καταστράφηκε και η οικογένεια βρέθηκε στην Ιεροπηγή Καστοριάς και αργότερα στην Καστοριά.
Ο παππούς του ήταν Ιερέας και τον είχε χειροτονήσει ο Μακαριστός Μητροπολίτης Καστοριάς, ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
Ο πατέρας του ήταν ο Σταύρος Παπαγερμανός υπηρέτησε στο Στρατό ως αξιωματικός και μάλιστα παρασημοφορήθηκε για την ανδρεία του.
Ο ίδιος υπηρέτησε στον στρατό ως Λοκατζής, στις διαβιβάσεις και μάλιστα στην διάρκεια μιας τακτικής εκπαίδευσης στα χιόνια, έπεσε σε χαράδρα με αποτέλεσμα να μεταφερθεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο και να κινδυνεύει να χάσει την ζωή του.
Ο ίδιος, έλεγε ότι τότε τον «έσωσε ο Aγιος Δημήτριος». Ήταν, όπως έλεγε, ο φρουρός Άγιος, της Οικογένειας.
Η παρακαταθήκη που αφήνει σε μας τα παιδιά του είναι βαριά.
Σίγουρα θα περάσει στο πάνθεο της Οικογενειακής Ιστορίας, όχι μόνο σαν καλός Πατέρας, αλλά σαν ένα ενεργό άτομο μιας κοινωνίας όπου καθημερινά βρίσκονται υπό διωγμό τα ιδανικά της πίστης, καθώς και τα ιδανικά της οικογένειας και της Πατρίδας.
Είχε γνωρίσει δυο Πατρίδες και τις αγάπησε και πρόσφερε και στις δυο. Ήταν όπως μας είπαν άλλοι, γιατί σε μας δεν το έλεγε, ο άνθρωπος της προσφοράς. Ακούραστος και γεμάτος ενέργεια, έτοιμος να προσφέρει την βοήθεια του, όπου του την ζητούσαν.
Ο κ. Ηρακλής ήταν δραστήριος και ενεργός πολίτης ακόμα και μετά την συνταξιοδότησή του.
Σε ότι αφορά την αγάπη του για την Ελλάδα, καλύτερα από μένα μπορούν να μιλήσουν όσοι τον γνώρισαν στο σχολείο του Αγίου Νικολάου όπου διετέλεσε φύλακας. Είχε μέσα στην καρδιά του την αγάπη για την παράδοση και συχνά το κέφι της δημοτικής μουσικής τον παρέσερνε στο χορό, ως πρωτοχορευτη.
Δεν υπήρχε μέρα που δεν θα πήγαινε στην Εκκλησία και δεν θα πρόσφερε τον χρόνο του, σε όποια κοινότητα του το ζητούσαν. Τελευταία κι αφού είχε μετακομίσει στο Λονγκ Άϊλαντ επισκεπτόταν πιο τακτικά το ναό της Αναστάσεως στο Brookville.
Eκει, βοηθούσε και πάλι στο ψαλτήρι και τις καθημερινές και τις Κυριακές.
Και όταν πρωτοήρθε, θυμούνται οι φίλοι του, έμενε στην περιοχή του Ουάσιγκτον Χάιτς. Κάθε Κυριακή αφιέρωνε τον χρόνο του και επισκεπτόταν Ομογενείς ασθενείς στα νοσοκομεία.
Πολλές φορές του ζητούσαν να πάει και σε άλλες κοινότητες και να καλύψει τα κενά. Έτσι πήγαινε και στην Αγία Τριάδα στο Χίκσβιλ αλλά και στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Πορτ Ουάσινγκτον.
O κ. Ηρακλής είχε παντρευτεί την Βασιλική Καραβασίλη το γένος Μαυροπούλου και είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι.
Η σύζυγός του Βασιλική διαγνώστηκε με καρκίνο λίγο μετά την άφιξή της στην Αμερική και μετά τον θάνατό της αναγκάστηκε να μεγαλώσει τα δυο από τα τέσσερα παιδιά μόνος του.
Η οικογένεια αρχικά είχε εγκατασταθεί στην Αστόρια και στη συνέχεια στο Φλάσινγκ.
Ο κ. Ηρακλής Αντιμετώπισε την επάρατο ασθένεια με την οποία διαγνώστηκε, πολύ πρόσφατα, με υπομονή και καρτερικότητα, όπως αρμόζει σε έναν μάρτυρα.
Ας είναι ελαφρό το χώμα που θα τον σκεπάσει.