Εμείς που είμαστε «περαστικοί» από αυτόν τον ντουνιά απομακρυνόμαστε από τις ιστορικές επετείους. Τυπικά όλα γιορτάζονται, όπως με την γιορτή του ΄Αη Μηνά και την απελευθέρωση της Καστοριάς και των χωριών, καθώς και του ΄Αργους Ορεστικού- Χρούπιστας, τις ομιλίες στη Μητρόπολη και τα σχολεία.
Ψάχνουμε για κάτι ζωντανό που να βοηθήσει και μας τους μεγάλους αλλά κυρίως τα παιδιά… συνεχιστές των ιστορικών γεγονότων και των εκπαιδευτικών που μπορούν να συμβάλλουν σε μια θεατρική αναπαράσταση.
Ο συγγραφέας και ποιητής, μάρτυρας των συμβάντων Αργύριος Παπαδίσκος με το πόνημά του « Η ΧΑΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ» περιμένει κάποιοι από μας να το κάνουν πράξη και να αναβλύσει ο αγώνας, το όνειρο, ο πατριωτισμός που βίωναν οι κάτοικοι εκείνων των καιρών.
Στο φύλλο της Φωνής διαβάζουμε αποσπάσματα από το φθινόπωρο του 1912 και μοιάζει σαν να είμαστε και εμείς εκεί ως θεατές, ως πρώην ραγιάδες κι ελεύθεροι, μετά από 527 χρόνια οθωμανικής κατοχής.
Ανάμεσα στα πρόσωπα που ο συγγραφέας απαριθμεί είναι άνθρωποι επιφανείς αλλά και της καθημερινής ζωής όπως:
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Ιωακείμ Λεπτίδης
Ο Δήμαρχος Καστοριάς Κωνσταντίνος Γούσης
Οσμάν Εφέντης Αστυνόμος Καστοριάς
Αμπτουλάχ Ταχυδρομικός διανομέας
Ανδρόνικος γραμματέας Μητροπόλεως
Μεμέτ Πασάς στρατιωτικός διοικητής
Μουφτής θρησκευτικός διοικητής
Σουκρής υπασπιστής του Πασά και Αλή Τσαούς σαλπιγκτής του πασά
Γιώργης, Κατίγκω, Βασίλης,Αθηνά, Ελενίτσα, Σοφία, Θωμάς, Τσιόλκας, Κώτσιος, Παναγιώτης, Σωτήρης, Δημογέροντες και σχολικοί έφοροι.
Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα του έργου του Α. Παπαδίσκου όπου περιγράφονται οι πρώτες ώρες της ελευθερίας κι ο ερχομός των νικητών.
Γιώργης : Έτσι λέγω κι εγώ Κατίγκω (προς τον Βασίλη) Ισύ τι λες Βασίλη; Κάμε του σταυρό σου παιδί μου να γένη αυτό του χαϊρλήδικο να μας έρθη και νύφη με τη λευτεριά στου σπίτι μας.΄Αϊντε τι συλλουγιέσαι;
Βασίλης:… (Σιωπά και διαρκώς ελαφρά σκυφτός βλέπει χαμηλά)
Γιώργης: ΄Ε! ρε τι τσιμπούσι και τι χουροί θα γένουν στου σπίτι μας! Θ΄ αδουκηθώ τα νειάτα μου και στου χουρό που θα τραβήξω στου δουξάτο μας θα τσακίσω κανά σανίδι. Τι λες ρε Κατίνκω;
Κατίνκω: Τι να ειπώ Γιώργη; ΄Ας βγάλη τουν καλό λόγο του παιδί μας κι ιγώ θα γένω κουρμπάνι. Να (δείχνει προσεκτικά προς τις δύο συμμαθήτριες της Αθηνάς). Οι τσιούπες εδώ είναι Βασίλη μου. Απού τις δυό είχα βάλλει απού καιρόν στου νου μου να πάρουμε νύφη. Τάλεγάμε με τουν Πατέρα σου
Γιώργης: ΄Αντε Βασίλη μου, άντε παιδί μου, ειπέ έναν τέτοιον λόγον να πετάξουμε απού την χαρά μας. Γεράματα έχουμε… ποιος ξέρει… ζούμε ή πεθαίνουμε.΄Αν πάλε έχεις αλλού μεράκι, αν έχεις καμμιά τσιούπω σεβντάν στην Αμερική ειπέ μας , γονήδες είμεστε, δέναι ντρουπής πράμματα.
Βασίλης: (συνεσταλμένος) Πατέρα! … ΄Αν είχα τέτοιο πράμμα στο νού μου θα σας ρωτούσα εσάς πρώτα.
Γιώργης: ΄Ακου να σ΄ ειπώ γυιόκα μου. Οι παππούδες μας έλεγαν μια κουβέντα «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο».
Κατίνκω: Και τι παπούτσι! (Ενώ τον χαϊδεύει ελαφρά στην πλάτη δείχνοντάς τον τα κορίτσια προς το παράθυρο). Λουστρίνι, γιαλιστερο, μερακλίδικο… ειπέ ποια σ΄ αρέσει.
Γιώργης: Να μη μας χαλάσης του χατούρι παιδί μου.
Βασίλης: (σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά) Πατέρα! Δεν είναι καιρός! Σε τρείς μέρες φεύγω… (Γυρίζει προς τα κορίτσια συνεσταλμένος)
Γιώργης και Κατίνκω: (συγκινημένοι) Φεύγεις;!
Βασίλης:Ναι! Η άδειά μου είναι για τρείς μέρες να μείνω κοντά σας. Ο πόλεμος δεν τέλεψεν. Κι άλλα σκλαβωμένα αδέρφια μας καρτερούν τη Λευτεριά. Πάμε για την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο και τα Γιάννενα, να πέση πρώτα το Μπιζάνι. Το χατούρι σας είναι τρανό αλλά σήμερα το χατούρι της Πατρίδος είναι τρανήτερο…
Γιώργης: (συγκινημέος τον αγκαλιάζει) Δίκηο έχεις παιδί μου! Τρανό δίκηο. Κι ιγώ αν ήμουν στη θέση σου έτσι θάκαμνα. Και μ ΄ όλα τα γεράματα το λέει η καρδιά μου. Κι αν τούλεγαν και τα κότσια μου… Τι λες Κατίνκω;
Κατίνκω: Τι να σ΄ ειπώ μπρέ Γιώργη. Με φαίνεται πως ακόμα με τ΄ αρνιά κουρεύεσαι. Δεν χόρτασες απού τέτοια στα νειάτα σου;
Γιώργης: Η μάνα σου Βασίλη τ΄ αθυμιέται ακόμα. Τότε κατά το 1878 ήταν η μυστική εταιρία (προς την Κατίνκω) πως την ήλλεγαν ρε γυναίκα;
Κατίνκω: Φιλική Εταιρία, που την ήλεγεν ου Βασίλης ου Ρατζής ου ωρολογάς κι ου αδαρφός του ου Νικόλας που έφυγαν στη Λάρισα να μη τους πιάκουν οι Τούρκοι.
Γιώργης: Α Μπράβο! Φιλική Εταιρία , που σχεδίαζε να κάμομε επανάστασι στη Μακεδονία. Απού τους πρώτους που φρόντιζαν ιδώ ήταν ου Αναστάσης ου Πηχιών και ου Σιώμος ου γιατρός, απού τους έπιακαν οι τούρκοι και τους έστειλαν σουργκούνι στου Γιεμένι. Αθυμιέσαι ρε Κατίνκω που μας έδιναν γράμματα με του Λιώλη του Σκαπέρδα κι έφευγάμε νύχτα απού κρυφά γιέ τη Σιάτσιστα και τη Νάουσα και έφερνάμε απ΄ ικεί πέρα τα μαντάτα;
Κατίνκω: ‘Αμ δε θυμιούμαι; Σάματι μ’ άφκες τότε να χαρώ νειάτα; Όλο χάνουσουν από την Καστουργιά και ζούσα με τουν πάγο στην καρδιά να μη σε πιάκουν οι Τούρκοι. Τώρα, Γιώργη, δε σε χράζουνται τέτοια μαμπέτια στα γεράματα…νισάφι πειά!
Γιώργης: Η καρδιά μου δεν γέρασεν, Κατίνκω. Και σήμερα νάταν καμπούλι αν δεν είχα λαγκαγμένο του πουδάρι μου έχω γκαϊρέτι να πάρω τουφέκι.
Κατίνκω: Αμ, είδες γέροντα ζουρλόν θάρρετα απού τα νειάτα του, ήλεγεν η σκουρεμένη η μάννα μου. Άειντε τώρα να πάμε με του παιδί μας στουν άλλο τουν ουντά, γιατί η καρδιά μου μαζώχτηκε κουβάρι, σαν άκουσα πως φεύγει ου Βασίλης μας πάλε.
Γιώργης: Πάμε, Κατίνκω, πάμε Βασίλη μου, να μας παραδείξης γιέ την Αμερική, γιέ τον πόλεμο και γιε τουν Αλέξη μας χαμπέρια.
Κατίνκω: Έλα, Βασίλη μου, (ξεκινούν) έλα να βγάλης τα γημνιά σου απού λασπώθκαν απού τις μπλιάτσκες, ν’ αλλάξης τα τσιουράπια σου απού τάχεις λούτσα, να σε δώκω καινούργια απού τάπλεξα πρίν τουν Αϊδημήτρη, σαν να μ’ έδειχνε η καρδιά μου που θα χραστούν.
Βασίλης: Πάμε να σας χορτάσω πρίν φύγω.
Γιώργης: και να κόψης σαν όταν ήσουν τσιούτσιανος σταφύλια απού τα κρεμαστάρια μας λιτσιτσίνες και της γίδας του βυζί.
Κατίνκω: (προς την Αθηνά, ενώ ρίχνουν τα άνθη και ακούονται κωδωνοκρουσίες και τραγούδια στρατιωτών). Αθηνά, ημείς θα σέβουμε στουν ουντά με τουν πατέρα σου και του Βασίλη να του χαρούμε, γιτί…(συγκινείται, φεύγουν).
Αθηνά: Καλά, μάννα μου, θάρθω σε λίγο και θα πάμε όλοι μαζύ στη δοξολογία της Μητροπόλεως (προς τας φίλας της δείχνοντας από το παράθυρο) Νά, νά, κυττάξτε, κορίτσια, εκεί κάτω! Βλέπετε; Ο Φεραίος ο γιατρός και ο Κοσμάς ο Φίλιος προσφωνούν τον Αρχηγό του Στρατού.
Ελενίτσα: Εκείνος φαίνεται να είναι ο Άρτης, που τον χαιρετάει ο Δήμαρχος, που φώναξε πρώτος «Ζήτω η Ελλάς!», «Ζήτω ο Άρτης ο ελευθερωτής μας!» και ο κόσμος όλος φώναξε. Πώς ριγώ από τη χαρά μου!…
Σοφία: Να και ο γυιός του Παντελή Τσαμίση ο Λεωνίδας που τον προσφέρει ανθοδέσμην και απαγγέλλει ποίημα. Χειροκροτούν όλοι. Και οι συμμαθήτριές μας είναι κάτω όλες. Θα τις κάνω νόημα ναρθούνε επάνω.
Ελενίτσα: Κυττάξτε! Όλος ο κόσμος της Καστοριάς μαζεύτηκε! Όλοι με ενθουσιασμό και πολλοί δακρυσμένοι αγκαλιάζουν και ασπάζονται τον Αρχηγό του Στρατού. Ελάτε να φωνάξωμε κι ημείς, (φωνάζουν) Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός! Ζήτω ο Άρτης! Να, μας άκουσε και μας χαιρετάει με το χέρι! Είδατε;
Αθηνά: Θεέ μου! Είναι αληθινά αυτά που κυττούμε; Μήπως είναι όνειρο; ΄Α όχι! Είναι πραγματικότης. Να, το Ιππικό εκεί περνάει με τη γαλανόλευκη μπροστά, σαν αυτές που ράψαμε κρυφά. Αλήθεια, τι τρόμους και τι νύχτες φρίκης περάσαμε! Και πάλι αναρωτιέμαι μήπως ονειρεύομαι;
Σοφία: Και βέβαια! Πώς να μη διερωτάται κανείς; Γεγονός ιστορικό. Υψίστης σημασίας. ΄Ονειρα και πόθοι των σκλάβων προγόνων μας, που πέρασαν τόσους αιώνας στην τούρκικη σκλαβιά, η σημερινή χαραυγή που μας έφερε την λευτεριά θέτει τέρμα (προς την Ελενίτσα που στέκεται σιωπηλή και σύννους με το χέρι στο μέτωπο). ΄Ελα Ελενίτσα, γιατί δεν μιλάς; Τι σκέπτεσαι; Τι βλέπεις; Οραματίζεσαι;
Ελενίτσα: Ναι, είναι αληθινά!
Αθηνά-Σοφία: Μα τι βλέπεις καλέ; ΄Ονειρο;
Ελενίτσα: (βλέπει έξω) Βλέπω τον Διάδοχό μας.
Αθηνά-Σοφία: Λοιπόν μίλα. Ελενίτσα τι βλέπεις;
Ελενίτσα: (βλέπουσα έξω) Βλέπω τον Στρατηλάτη, του ΄Εθνους το καμάρι, στ΄ αδάμαστό του άτι, πώς τρέχει καβαλλάρη. Τον βλέπω στ΄ άλογό του να μπαίνη στη φωτιά, να στέλνει τον στρατό του κι εδώ στην Καστοριά, της λευτεριάς να δώση στους σκλάβους τα καλά κι εδώ να στεφανώση το μνήμα του Μελά. Η δόξα και η Νίκη κρατούνται αγκαλιά, ξύπνα. Μελά γενναίε και ρίξε μια ματιά και κείνους πώχεις δίπλα αράδα ξαπλωμένους, που πέσαν για το ΄Εθνος μαζύ σου όλοι κεί και κείνους ξύπνησέ τους και πες στους δοξασμένους για την μεγάλη νίκη, την ιερά γιορτή. Η γαλανή σημαία κοντά σας κυματίζει κι ανάσταση γιορτάζουν οι πόλεις και χωριά ξύπνα ν΄ ακούσης. Παύλε η μούσα πως τονίζει στη Δόξα και στη Νίκη ύμνους στην Καστοριά!
Αθηνά- Σοφία: Μπράβο, μπράβο, Ελενίτσα, ωραία έμπνευσις, πολύ επίκαιρο (ζητούν να την συγχαρούν δια χειραψίας)
Ελενίτσα: Μη με διακόπτετε, δεν τελείωσα (έντονα). Χαρμόσυνα τα σήμαντρα κι οι κώδωνες χτυπούνε στις εκκλησιές της Καστοριάς και Ευαγγέλια χαράς γλυκά γλυκά σκορούνε στη Χ α ρ α υ γ ή τ η ς Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!
Και τώρα κορίτσια φωνάξτε τας συμμαθητρίας μας, που είναι κάτω , ως ελεύθερες πλέον Ελληνοπούλες και Ελληνόπουλα θα ψάλωμεν όλοι μαζύ τον ύμνον που μάθαμε στο κρυφό σχολειό (εισέρχονται μαθηταί, μαθήτριαι κλπ και ψάλλουν όλοι μαζύ τον Εθνικόν μας ΄Υμνον).
Επιμέλεια
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση

