Χαιρετίσματα από την Στουτγάρδη… αρχές του 1960… (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

/

Η Νέλλη νιόπαντρη με τον Νικόλα, ήτανε αποφασισμένοι να φύγουνε για την Γερμανία, ύστερα από χρόνια στα χωράφια της Πιερίας, όπου δουλέψανε χωρίς να μπορούν να βάλουνε μια δραχμή στον κουμπαρά τους…

΄Ετσι μίαν λίαν πρωϊαν βρεθήκανε στον σταθμό των τραίνων μαζί με άλλους μετανάστες που υπέγραφαν τα συμφωνητικά για να δουλέψουνε στις φάμπρικες της ξανααναστημένης χώρας, μετά τον β΄παγκόσμιο πόλεμο. Πειθαρχικοί, υπεύθυνοι, αποφασισμένοι, οι Γερμανοί ξαναρχίζανε να «κτίζουνε» την πατρίδα τους καλώντας από τα νότια βαλκάνια, την Ιταλία και όπου αλλού, εργατικό δυναμικό για να βάλουν μπρος τις μηχανές της παραγωγής…

Ωραίο το σπιτάκι που τους παραχωρήσανε, με όλα τα κομφόρ, ζεστό για το χειμώνα, μέσα σε έλατα πανύψηλα και πρασινάδες… τόσο μακρυά από τις κερασιές, τις ροδακινιές, τα αγριολούλουδα, θες χαμομήλια, θες θυμάρια, θες άγριες μολόχες, τσουκνίδες και μέλισσες να ρουφούν το νέκταρ της ελληνικής φύσης.

Τέλος πάντων όταν πηγαίνεις σε μιαν άλλη χώρα, τα βάζεις αυτά στην μπάντα, μαζί με τα πρόσωπα που έμειναν εκεί, μάνα, πατέρα, αδέλφια, πεθερικά, φίλους, και γείτονες… Η πιο μεγάλη στέρηση είναι το παιδί που αφήνεις στα χέρια των γιαγιάδων και των παππούδων, για νάχεις εσύ χρόνο για δουλειά, να κινείσαι απερίσπαστα, απ΄ το σπίτι στη φάμπρικα – χαρτοβιομηχανία, όπου παράγεις και συ με την δική σου συμμετοχή, το χαρτί της αλληλογραφίας, της χαρτοπετσέτας, το χαρτί της τουαλέτας, τα χοντρά χαρτόνια για την κατασκευή των κιβωτίων μεταφοράς, των διαφόρων προϊόντων κλπ. Το παιδί όμως θα μεγαλώνει αλλού, σαν παιδί θα ξεχνά τα πρόσωπα που τον γεννήσανε, κι όταν περάσει ο χρόνος και η Νέλλη με τον άντρα της πάρουνε για λίγο το δρόμο για το χωριό τους, το μικρό δεν τους αναγνωρίζει, είναι διστακτικό, προτιμά να κρύβεται στην αγκαλιά της γιαγιάς…

΄Εγινε το νούμερο οκτώ και η Νέλλη όπως λέει και το τραγούδι… μιλά σύντομα με γερμανούς, ιταλούς, σλάβους και έλληνες εργάτες και εργάτριες, στο ωριαίο διάλλειμα και ύστερα ξανά δίπλα στις μηχανές που ταϊζονται με καύσιμα και ταϊζουν κι εσένα στη συνέχεια και χιλιάδες μετανάστες που φθάσανε εδώ, για να εξοικομήσουνε το κάτι τις, αφού η φτωχή τους πατρίδα, η τόσο όμορφη, η τόσο γαλανόπρεπη με τον ουρανό της, δεν ήταν ικανή για να τους θρέψει και για να βάλουνε ένα κεραμίδι πάνω απ΄ το κεφάλι τους, να τους δώσει τη σιγουριά του νοικοκύρη, καθώς όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει κατοχή και πείνα, τι εμφύλιος και μίση, εξορίες και χαφιεδισμοί. Μια χώρα εξαντλημένη από τα παθήματά της και τις επιβολές των ισχυρών που τη θέλανε στα μέτρα τους…

΄Ετσι κόλησαν επτά χρόνια εργασίας στη χώρα αυτή, που δυνάμωνε οικονομικά, χάρη στις πλάτες των μεταναστών που κινούσαν την πελώρια μηχανή της παραγωγής, με αφεντικά που σε πλήρωναν καλά, και απαιτούσαν εν τω δικαίω να κάνεις κι εσύ σωστά τη δουλειά σου, για να παίρνεις την αμοιβή σου…

Γέμισε ο κουμπαράς κι ο λογαριασμός της Τράπεζας κι ο καθένας με τα λίγα ή τα πολλά έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού με τα τραίνα που θα τον αφήνανε πάλι στη Θεσσαλονίκη τη φτωχομάνα που δέχονταν ξανά τα παιδιά από τα ξένα.

Κι έτσι πετραδάκι πετραδάκι κτίζανε τα μικρά σπιτάκια τους μέσα στα χωράφια και τις ράχες της μακεδονικής γης, με τον κήπο, την αποθήκη, φυτεύοντας κερασιές, κυδωνιές, ροδακινιές, μέσα και έξω στις απέραντες και γόνιμες πεδιάδες, πλάϊ στην Βεργίνα, τον Κολινδρό, το Λιτόχωρο, δίπλα στον μεγαλοπρεπή και περήφανο ΄Ολυμπο, που κουβαλούσε ακόμα στις πλαγιές του, τα έργα και τα πάθη των Ολύμπιων θεών, μαζί με το θυμάρι, τη ρίγανη, τα γάργαρα ρυάκια, την πανίδα και την χλωρίδα, την ελληνική χώρα…

Τα παιδιά ξαναγύριζαν στην αγκαλιά των δικών τους, έπαιρναν το δρόμο για το σχολείο, την προκοπή, τα καρπερά χωράφια… και η ζωή συνεχίζονταν εδώ, με τα λίγα ή τα πολλά, αλλά όλα στον τόπο σου είναι ανεκτά, οι μικροπρέπειες, οι μικροψυχίες, τα κουτσομπολιά που σε σακατεύουν, οι ζήλιες, οι μοχθηρίες όσων βλέπουν τους άλλους να έχουνε προκόψει με την προσπάθεια που κατέβαλαν για να φθάσουνε με τέτοιο τρόπο σε ένα νέο τρόπο ζωής, με τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, κουζίνες ηλεκτρικές, πλυντήρια, ψυγεία άρτι αφιχθέντα από τη Siemens, την Bosh, την Aege και ένα σωρό άλλες φίρμες.

Με το γαλάζιο τ΄ ουρανού, την αύρα της θάλασσας, την αγάπη των παιδιών, όλα τα στραβά ξεχνιούνται. Μένει ο απόηχος των τραίνων, της καθημερινής τότε ζωής, απ΄ το σπίτι στη δουλειά, απ΄ τη δουλειά στο σπίτι, οι φίλες γερμανίδες και ιταλίδες που δουλεύανε μαζί σου στις νεφοσκεπείς πολιτείες μέρες δίχως ήλιο, την ώρα που εκείνος δεν άφηνε παρά για λίγο τα σουλάτσα του πάνω από την Μεσόγειο, κάνοντας συντροφιά με τους στερημένους.

Η Νέλλη ζεί και τα σκέπτεται συχνά όλα αυτά… ΄Εχει το σπιτάκι της, τα παιδιά της, τον γέρο και ιδιότροπο σύζυγο που τον αντέχει – προσόν αυτό των ελληνίδων να κάνουνε ισόβια υπομονή για το καλό όλων. Και η ζωή να συνεχίζεται, να πλάθουν τα χέρια της πίτες και τα ντόπια φαγητά, να κεντά, να διορθώνει τα παλιά φορέματα σε καινούρια, να γελά ή να μελαγχολεί κάπου κάπου, νάχει φίλες που την αγαπούνε και την βγάζουνε από την καθημερινή μελαγχολία, μια βόλτα εδώ ή εκεί, ένα μπάνιο στις ακρογιαλιές της Πιερίας, είναι το καλύτερο γιατρικό για όσα την ζορίζουνε, διότι είναι άνθρωπος με ψυχή η Νέλλη, που τα δαμάζει με τον τρόπο της…

Νέα μέρα ξημερώνει, ο ήλιος ξαναμπαίνει στο ρόλο του, φωτίζει από ταχιά ταχιά τους πρόσκαιρους ανθρώπους αυτού του τόπου όσο κι αν οι ισχυροί της γης «μισούν» και «επιδιώκουν» να τους μαυρίζουν την ψυχή, καθώς τα δελτία των ειδήσεων με την άδεια των πεφωτισμένων μας δίνουνε αναφορά νύχτα και μέρα κατά που να γείρουμε να ξεκουραστούμε από όσα συμβαίνουνε στη Μεσόγειο που επι χρόνια ένωνε λαούς και πολιτισμούς αιώνων…

Νέλλη σ΄ ευχαριστώ για την καλή σου καρδιά , την φιλοξενία, την τάση να ξεχνάς τα δύσκολα και να θυμάσαι τις μέρες και τις νύχτες πούζησες στη Στουτγάρδη… διότι αυτή σούδωσε το ταξίδι για την Ιθάκη…-έστω και προβηματικό – που την ξαναβρήκες… έχοντας αποκτήσεις τα δώρα του ταξιδιού… Καλή συνέχεια, κάθε μέρα είναι μοναδική, καθημερινό δώρο από τον δημιουργό.

Υ.Γ.

Η μετανάστευση των δικών μας ανθρώπων που ξεκίνησε μετά το 1949 – 1950 κι έπειτα, «σημάδεψε» όσους αφήσανε τον τόπο, το χωράφι, το παιδί,τα παιδιά για να δουλεύουνε ολημερίς ή σε βάρδιες…

«Τι είναι η πατρίδα μας», μην είναι τ΄ άσπαρτα ψηλά βουνά, μην είναι ο ήλιος της που χρυσολάμπει;

Είναι κι αυτά, είναι κι άλλα τόσα… πικρά και θαμένα, που η ψυχή των δικών μας κουβάλησε από καταβολής κόσμου. Μια ελπίδα έμενε πάντα κι από κει ξεκινούσαν και πάλι να κτίζουν, να δουλεύουν στα ξένα, να σκαλίζουν τη γη όσοι μείναν εδώ έχοντας μια κόττα, μια γελάδα, ένα αρνάκι ,δύο κουνέλια, κάνα ψάρι που και που. Για τους ορεινούς υπήρχαν για να ζήσουνε τα όσπρια και τα λαχανικά της γης τους. Βάζοντας στη λήθη όλα τα στραβά, τον χαφιεδισμό, την εξορία, και άλλα πολλά… παράγωγα του μίσους… Κι απ΄ την άλλη μεριά να ξέρεις πως το «αγαπάτε αλλήλους» είναι ίαση, ή οι στίχοι «έχε το νου σου στο παιδί»… που μας θυμίζει το τραγούδι… να μας θυμίζει πως υπάρχει ελπίδα…

΄Εχουμε το νου μας στα παιδιά, τα εδώ, και κείνα πού ΄ριξαν μαύρη πέτρα και φύγανε για να βρούν δουλειά σε ξένα μέρη…

Μα τα παιδιά ζούν σε άλλη χρονική περίοδο όπου βασιλεύει η απάθεια, η αδιαφορία, ο ωχαδελφισμός, πράγματα που τα βρήκαμε κι εμείς στο δρόμο μας…και τα προσπεράσαμε ζαλισμένοι από τα αγαθά του καταναλωτισμού…

ΚΑΙ ΙΔΟΥ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΜΑΣ…

Μπορεί όμως νάρθει η ώρα όπου θα γυρίσει σελίδα η ζωή και ο τροχός και όλα θα ξαναβρούν την ισορροπία τους. Κάτι ξέρανε και οι γείτονες Ρωμαίοι… όταν γράφανε Dum spiro spero – Εφ΄ όσον ζω ελπίζω…

Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση

Προηγούμενο Άρθρο

11η Σεπτεμβρίου: Η μέρα που άλλαξε τον κόσμο (Φωτ. και Βίντεο)

Επόμενο Άρθρο

Νέα ανακοίνωση: Μέχρι 20 Σεπτεμβρίου οι εγγραφές στις ΕΠΑ.Σ. του ΟΑΕΔ Καστοριάς

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ