Αν δεν διαβάζαμε τις παλιές εφημερίδες και ειδικά τα λαογραφικά του συμπολίτη μας Απόστολου Σαχίνη, δεν θα τα μαθαίναμε όλα αυτά ποτέ…
Ο εκλεκτός, ο ευαίσθητος και παρατηρητικός, προικισμένος στα πολιτιστικά προπάντων και πολύ διαβαστερός δημότης, έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει στα φύλλα των παλαιών τοπικών εφημερίδων, ενδιαφέροντα άρθρα αφιερωμένα στην καταγωγή των ντόπιων παραδοσιακών μεταμφιέσεων. Τα ονομάζανε και καρναβάλια του Προδρόμου, όπως και Ραγκουτσάρια του Βάκου, (Βάκχου – παρόνομα του Διόνυσου θεού του κρασιού). ΄Ένα από τα κείμενα αυτά είναι δημοσιευμένα στην εφημαρίδα «Φωνή» εκδότης της οποίας ήταν ο κ. Γεώργιος Ιατρού.
΄Ολος ο Γενάρης του 1968 αφιερώθηκε από τον εκδότη στο αφιέρωμα αυτό των μεταμφιέσεων όπου αναφέρονται δυο σημαντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κάτω από συνθήκες καταπίεσης και έλλειψης της ελευθερίας, το πρώτο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το δεύτερο στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής.
Στα 1906 εξακολουθούσαν να φθάνουν εδώ από τα νότια και ελεύθερα μέρη της Ελλάδας εθελοντές, αποφασισμένοι μαζί με τους ντόπιους αγωνιστές να ελευθερώσουν κάθε σπιθαμή της Μακεδονικής γης.
΄Ετσι στις 6 του Ιανουαρίου και μετά την τελετή του Αγιασμού των υδάτων, σαν ξημέρωσεν του Προδρόμου – όπως αναφέρει ο Λούδης Σαχίνης- οι «ζωντανοί» συμπολίτες, που είχαν κληρονομήσει την πανάρχαια συνήθεια κι αψηφώντας τον τουρκικό νόμο (είχαν ήδη γίνει πολλές αιματοχυσίες και αρκετοί τούρκοι είχαν εξοντωθεί, από επικηρυγμένους που μπλέκονταν μέσα στους μεταμφιεσμένους ραγκουτσάρηδες), έφτασαν στην Χριστιανική συνοικία του Ντολτσού, φκιασμένοι με τις λέραβες φουστανέλες τους, τις μπαρμπαρούσες (καλύμματα για το κεφάλι – συνήθως μαύρου χρώματος, με κόκκινο σταυρό στο μέτωπο), τα μαντύα τους (τα επανωφόρια τα οποία προέρχονταν από τη συνεχή εξέλιξη μέσα στο χρόνο του αρχαίου μανδύα) στολισμένα τα τσιαπράζια (τ΄ ασημικά εξαρτήματα), τις ντίζκες με τις φούντες τους, δηλαδή τις καλτσοδέτες που εφαρμόζονταν μεταξύ γάμπας και γόνατου. Τα «απέθατα» ήταν τα γερά τους τσαρούχια.
΄Ηταν συνήθεια παλιά από την παραμονή των Χριστουγέννων την νύχτα της Πρωτοχρονιάς, καθώς και κατά τις 6, 7 Ιανουαρίου να παίζονται στις τρανές πλατείες της σκλαβωμένης πατρίδας, ιστορικά επεισόδια από τις ένδοξες μάχες των αγωνιστών του 1821, που… έφθαναν ως τ΄ αυτιά τους από στόμα σε στόμα.
Την συγκεκριμένη μέρα του Αη – Γιαννιού του 1906 οι δικοί μας είχαν επιλέξει να παίξουν στον Ντουλτσό το θέμα «η μάχη του Καραϊσκάκη…» Αρχηγός των Καστοριανών Ραγκουτσάρηδων ήταν ο Αργύρης Κόκκος. ΄Εγκαιρα αντιλήφθηκε τους «τζιανταρμάδες» να φτάνουν σε λίγο εκεί και τότε φώναξε δυνατά.
-η πολιτσία έφτακεν…
Οι φκιασμένοι πρόφτασαν να εξαφανιστούν από την πλατεία κι έτσι οι χωροφύλακες την βρήκαν ήσυχη, από τους ανθρώπους αυτούς που καταπατούσαν το νόμο.
Το ίδιο απόγευμα (κι αφού πέρασαν οι ώρες που δεν φάνηκεν κανείς εκεί να «ενοχλήσει» την πολιτσία), νάσου και καταφθάνουν από το Απόζαρι κάμποσοι λεβέντες κι όλοι τους ντυμένοι με στολές της μπάντας του ελληνικού ναυτικού. Η ομάδα αυτή συνοδεύονταν από τον δικηγόρο Σωτηράκη Τουτουντζή που ήταν ντυμένος ναύαρχος και από τον Λεωνίδα Μαυροβίτη, τραπεζίτη και κατόπιν Δημάρχου της πόλης, με την στολή του πλοιάρχου. ΄Ολοι εν σώματι πέρασαν από τα στενά σοκάκια και βγήκαν από τη γωνία του αρχοντικού Πουλιόπουλου και ξεχύθηκαν στην πλατεία.
Σε λίγο γιάτοι οι τζιανταρμάδες – χωροφύλακες και πάλε, που μάθανε τι γένουνταν… Τους πιάνουν, τους πααίνουν στο δικαστήριο, τους βάνουν πρόστιμο μια χρυσή λίρα. Ο τραπεζίτης πλερώνει και φεύγουνε όλοι ελεύθεροι και … ωραίοι. Κι όπως σημειώνει ο Λ. Σαχίνης, ο αρθρογράφος επι λέξει , «οι Τούρκοι έκαμαν αβαρία. Τους διέκρινε πάντοτε η σύνεση και υπεχώρησαν, για να μην έχουν να αντιμετωπίσουν, άλλα χειρότερα και ασύμφορα γι αυτούς»…
Μια δεύτερη αντίδραση – σε ώρες μεταμφίεσης- γίνηκε μέσα στα δύσκολα, τα πικρά, τα θανατερά χρόνια της Γερμανικής κατοχής. Παρά τη θλίψη, υπήρχαν σπίθες χαράς, που παρέμεναν μέσα στα ταλαιπωρημένα, πεινασμένα, νεανικά κορμιά, μαθημένα να τηρούν το έθιμο.
Οι δικοί μας έφτασαν ως το γραφείο του γερμανού Φρούραρχου, για να του ζητήσουνε την άδεια, να γιορτάσουνε το αντέτι. Τους επιτράπηκε αυτό υπο τον όρο ότι δεν θα διαταραχθεί η τάξη. Την μέρα του Αη – Γιαννιού, βάλανε όλοι τα δυνατά τους να γιορτάσουνε, δίχως να τηρήσουν την υπόσχεση, ως φαίνεται, πούδωσαν στον γερμανό αξιωματικό. Μέρα Προδρόμου με τα βγελιά, τα νταούλια και ντυμένοι με την έμπνευση της στιγμής, φκιάστηκαν μ΄ ότι βρήκαν στα σαντούκια τους, βγήκαν στους δρόμους και ντύθκαν και με φουστανέλες λερωμένες, και μαντύα και απέθατα (τσαρούχια)
Σύμφωνα με τις συνήθειες των καιρών όλες οι λαϊκές μπάντες έρχονταν σε συνεννόηση να παίζουν μαζί μ΄ άλλα κι ένα συγκεκριμένο σκοπό. Αυτό ήταν το «τραγούδι της χρονιάς».
Εκείνο που διαλέξανε τη μέρα εκείνη του Προδρόμου ήταν το σουλιώτικο δημοτικό τραγούδι:
«έχετε γεια βρυσούλες,
λόγγοι βουνά ραχούλες»
«στη στεριά δε ζει το ψάρι
κι ούτε ο ΄Ελλην στην στεριά»…
΄Εγινε χαλασμός… κι όλες οι μπάντες να το παίζουν ταυτόχρονα… Ανάμεσα στους εορτάζοντες βρίσκονταν η λεβέντισα Ελευθερία του Μπάστα που χόρευε και τραγουδούσε… Μάλλον τ΄ αυτιά του φρούραρχου «έβγαλαν φωτιές». Ναι μεν εξοργίσθηκε, αλλά «φρονίμως ποιών» κατά τον αρθρογράφο, «το αντιπαρέρχεται εν σιγή»…
΄Όλα αυτά τα αντέτια κι οι συνήθειες των τελευταίων ημερών του δωδεκαήμερου, ξεκίνησαν από πολύ παλιά… σε περίοδο χειμωνιάτικη, σε παλιό μήνα με το όνομα Ποσειδώνας – ανάμεσα στις δικές μας τωρινές μέρες του παλιού χρόνου και τις πρώτες του νέου.
Θίασοι και θίασοι μεταμφιεσμένων πέρασαν, χόρεψαν, ήπιαν. Μεταφέροντας στη ράχη γαϊδάρου το ξόανο – ένα ξύλινο κατασκεύασμα- που μέσα στη κοιλιά του, υπήρχε ένα βαρελάκι γεμάτο κρασάκι. Και πάλι κύλησε ο καιρός, έφτασαν και οι Ρωμιοί με τα δικά τους, άφησαν κι αυτοί τ΄ αχνάρια τους… πέρασε κι άλλος χρόνος, πολύς χρόνος και στα μεσαιωνικά χρόνια – όπως μας τα γράφει ο λαογράφος- συγγραφέας Α. Σαχίνης, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, οι παρέες των φκιασμένων που αντάμωναν σε σταυροδρόμια, δεν έκαμναν πίσω, κι υπήρχε πολύς εγωισμός κι απ΄ τις δυο πλευρές με αποτέλεσμα να εμπλακούν, να χυθεί αίμα κι οι δικοί τους, επειδή δεν τους έθαβαν οι ιερείς να τους παραχώνουν επι τόπου…
Και πάλι χρόνος κύλησε… μέσα στον εικοστό αιώνα, πολλά αλλάξανε κι αλλάζουν λίγο λίγο… και έτσι θα συμβαίνει στη ροή του χρόνου θέλουμε δεν θέλουμε…
Αυτά μάθαμε από τη μελέτη του Α. Σαχίνη ο οποίος τελειώνοντας συμπληρώνει τα εξής:
«Αν η Καστοριά χάσει το έθιμό της, θα στερηθεί, μεγάλων ηθικών και πνευματικών αγαθών, που το παρελθόν της της τα κληροδότησε… Διότι ο λαός της εξακολουθεί να αγαπά τα έθιμά του… που είναι η ψυχική τροφή του…
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση
(Η φωτο, από το φωτογραφικό Λεύκωμα της ΔΗ.Π.Ε.ΚΑ – επί Δημαρχίας Γιάννη Χ. Τσαμίση – ¨Η Καστοριά του χθές και του σήμερα»)