fonikastorias.gr: Περιμένοντας τον ξενιτεμένο… (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Μπα… έκαμεν απορημένη η κυρά Τσιουτσούλα…χάραξεν και του μνελό μου ντιπ γιε ντιπ γίνκεν… κι ηγώ απού ήλεγα αγιαντράς ξημερώνει, δεν αδουκήθκα να κάμω ψα σιμίτια … γιε του αντέτι.

΄Εβαλεν του σιάλι της και κίνησεν όξου γιε την αυλή, ενώ η εγγονούλα της την ακολούθησε…

Την πήρεν ου κατάψυχος, πάγουσαν τα χέρια της, σφάλισε γλήγουρα την πορτοπούλα και σέφκεν στου χαγιάτι.

΄Εβαλεν του ζυμουτάρι, ψίχα χλιαρό νερό, λίγον τριμμένο βασιλικόν, ψίχα μαγιά και προυζύμι, άλας, τα ζύμουσεν με τ΄ αλεύρι – δυο τρια απλόχερα χράστηκαν, και την άφκεν σκεπασμένη, στο τζάκι του καθημερινού. Από κοντά το μικρό κορίτσι έπαιρνε τα πρώτα μαθήματα απ΄την Τσιουτσιούλα.

-΄Ελα σιμά μου, τζιούφκα μου, άμα φουσκώσει του ζυμάρι θα το πλάσουμε και θα τα ρίξουμε στουν φούρνο, με σουσάμι απού πάνω. ΄Αϊντε φέρε λίγα ρουσκάδια και πελεκούδια να χειρίσουμε να τουν ανάψουμε.

Απέρασεν ώρα ώσπου να χουνέψει η φουτιά, να γένει η χόβολη.

– Αύριγιο έχουμε πρώτη του μήνα. ΄Ηρθεν η ώρα να σέβει ου τελευταίος μήνας, μας καρτερούν πουλλές δουλειέςς με την μάνα σου, αμά όπου να σε προυστάξουμε να βουηθάς, άμα σκουλάσεις απού τα μαθήματά σου. Ου μπάμπας σου απού μας έγραψεν, θα νάρθει απού τη Λειψία. Μας έγραψεν ότι των Αρχαγγέλων έγινεν τρανό παζάρι, πούλησε τις σιλβόγουνες και τους σαμαροπατσιάδες απού είχεν… Ποιος ξέρει τι θα μας φέρει απ΄ικεί. Τώρα απού φτάνει του τραίνο ως του Σόροβιτς- Αμύνταιον, θα νάρθει γληγουρώτερα, αμά κι άδειος νάρθει, καλώς νάρθει…Μπέλκι να φτάκει μέχρι να κάμουμε και τη γουρουνοχαρά…

………………………………………

Λίγες μέρες αργότερα…..

Και στο σπιτικό του Απόζαρι άρχεψαν οι ετοιμασίες για το δωδεκαήμερο, τίναξαν με την Κατίγκω την γυναίκα απού τις βοηθούσεν στις βαρειές δουλειές, τις κροσάτες κατακόκκινεςς βελέντζες τους.

΄Εστρουσαν το κιλίμι, το γιορτινό, με τα κλεισουριώτικα σχέδια. Σκούρο μπλέ με κόκκινους ρόμβους και λευκή γαρνιτούρα ολόγυρα. ΄Ηφεραν και το μαγκάλι που τους ήφερεν ου Τσιόλκας πρόπερσυ απού την Κωνσταντινούπολη.

Το γιορτινό τζιακλούκι «σφράγισε» πάνω στο τζάκι, στο χειμωνιάτικο δωμάτιο. Το μαγκάλι είχε και καπάκι για να το σκεπάζουν.

– Καλάϊσα! Είπεν η Τσιουτσιούλα (ζεστάθηκα μέχρι λιποθυμίας) τ΄ άναψάμε ιψές και πυρώθκαμε έναν γκερεμέν…

Στους τοίχους του καθημερινού κρέμονταν οι φωτογραφίες, τα πεθερικά της Τσιουτσιούλας. Σαν να μην είχαν φύγει ποτέ για τον άλλο κόσμο… Και οι δυο με τα νειάτα τους, με τα καλά τους ρούχα, το σοβαρό αγέλαστο πρόσωπο, πόζαραν κάποτε στον φωτογράφο τον Λεωνίδα Παπάζογλου, με τ΄ αντερί, το φέσι, τα γιμιτιά, το κοντέσι, το ταφταδένιο φόρεμα, τις λίρες αράδα στο στήθος…

Ο Τσιόλης έκοψε εισιτήριο από τη Λειψία για τη Βιέννη, κι από κει νέο εισιτήριο για την Θεσσαλονίκη. Φόρτωσε τα σεντόνι με τα δώρα και γέμισε την ξύλινη βαλίτσα με τις αλλαξιές και τα καινούρια φράγκικα κοστούμια.

Εκείνες τις μέρες τα βαγόνια των τραίνων ήταν φίσκα από κόσμο κι άκουγες πολλές γλώσσες, γερμανικά, σλάβικα, ντοπιολαλιά, αυστριακά, εβραϊκά και ελληνοκαστοριανά! Εκεί αντάμωσε με τον Χριστόδουλο και τον Μενέλαο, που επέστρεφαν για τις γιορτές του δωδεκαήμερου.

Μπήκανε στο ίδιο βαγόνι, αποχαιρετώντας τα μέρη της ξενητιάς, περνώντας και κάνοντας σύντομες στάσεις Γκράτς, Μαρίμπορ, Ζάγκρεπ, Βελιγράδι, Πρίστινα, Σκόπια, Γευγελή, Θεσσαλονίκη. Κόσμος πολύς κι εκεί… Το τραίνο για το Σόροβιτς – Αμύνταιον έφευγε σε δυο ώρες κι ένας σύντομος καφές στο καφενείον «Η ωραία Ελλάς» έως ότου ξεκινήσουνε για παραπέρα.

Καστοριά 12 Δεκεμβρίου 1920, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνα επι κυβερνήσεως Δ. Ράλλη με βασιλιά τον Κωνσταντίνο ΙΒ.

Σε ώρες χειμώνα η Τσιουτσιούλα πυρώνει τα ροζιασμένα της χέρια, δίπλα στο τζάκι που τρώει τα ξύλα λαίμαργα και δίνει ζεστασιά και θαλπωρή στο καθημερινό οντά. Μαζεύει τα εγγόνια ολόγυρά της… κι αρχινάει:

-Ιδέτε, ιδέτε απου του παραθύρι που τηράει κατά τουν ΄Αη Σουτήρα, ου βουριάς ήφερεν κύμα και κάμνει τα καράβια να πααίνουν πέρα δώθε.

– Πες μας γιαγιά τι γιορτάζουμε σήμερα;

– Ιδέτε μπέτσκες μου, ικεί μέσ΄ στα νερά, τηράτε ένα τρανό σουκάκι απού γένεται απ΄ τ΄αφρισμένα κύματα; Με δρόμον δεν σας ουμοιάζει;

Ημάς έτσι μας ήλεγαν όντας είμουστουν μικρά…Είναι ου δρόμος του ΄Αη Σπυρίδουνα, μεγάλη η χάρη Του, γιατί έζησε κι ιδώ, για ταύτο ου ΄Αγιος φτάνει κάθα χρόνον στη γιορτή του, γιε να γιουρτάσει με τους κόσμους μας…

Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά απέρασεν του πρωϊνό και το σπίτι ησύχασεν, έως ότου το μικρότερο αγγόνι άκουσεν απ΄ τη νιάνια του το τραγουδάκι, λίγο πριν το βάλουν γιε νάνι.

Πάλαμάκια παίξετε

και ου Τσιόλης έρχεται

θα μας φέρει κάτι τι

τσιουκαλάτα στου χαρτί…

Η διαδρομή με το τραίνο από τη Σαλονίκη ως το Σόροβιτς – Αμύνταιον πέρασε χωρίς πολλές κουβέντες, όμως του καθενός η καρδιά χτυπούσε ακανόνιστα, όσο πλησιάζανε στα γνώριμα μέρη. Με ψιλόβροχο η μέρα και που και που με ψιλόχιονο πούδειχνε πως ο χειμώνας είχε βάλει το ποδάρι του για καλά. ΄Εφθασαν στο σταθμό. Απ΄ τα παραθύρια των βαγονιών διέκριναν τα μουλάρια να τους περιμένουνε για το Μαύροβο. Ξαναφορτώθηκαν οι βαριές αποσκευές στα καπούλια τους, αλλά το μπαούλο που έφερνε ο Τσιόλης τ΄ άφησε στην εταιρεία «Βέργος Σιάνος και Κοέν» που ήταν οι πρώτοι μουλαράδες που αγόρασαν φορτηγό για να μεταφέρονται τ΄ αγαθά των ταξιδιωτών ως το Μαύροβο.

Καβάλησε το καστανόχρωμο άλογο και με συντροφιά τους δύο άλλους συντοπίτες, τον Βαγγέλη και τον Κάλλη κίνησαν για τον τελικό προορισμό. Οι κυρατζήδες στη διαδρομή τους λέγανε για τις αναδουλειές, ήταν σκεπτικοί, έπρεπε να πάρουν αποφάσεις, όπως εκείνοι που αφήσανε τα ζώα και βρήκανε το φορτηγό, να συνεχίσουνε αλλιώς το επάγγελμα του μεταφορέα.

Κατά το μεσημέρι η πυκνή ομίχλη τους τύλιξε για τα καλά, πέρασαν κάτω από την αθέατη Νέβεσκα – Νυμφαίον, πήραν την ανηφόρα διαβαίνοντας το Λέχοβο και συνέχισαν το ταξίδι νιώθοντας πως κάπου απέναντι τα θαμπά σπιτικά της Κλεισούρας με τις λαμπούσκες τους, θα τους βοηθούσανε να βρουν τη θέση Νταούλι, εκεί όπου δύο φορές ακούγονταν το «νταούλι» που προσανατόλιζε τα καραβάνια κι όσους πήραν λάθος δρόμο.

Προτίμησαν όμως λόγω του ότι η μέρα και το φως της ήταν πια λειψό, να κατέβουν ως το χάνι της Μόκραινης – Βαρικού, και να διανυκτερεύσουν.

Το επόμενο πρωϊ ένας κατήφορος από τα ψηλά του ένδοξου βλαχοχωριού την Κλεισούρα, τους απόμεινε και καθώς έστρωνε κάπως ο καιρός, νάσου από μακριά «η λίμνη με τα ψάρια κι ο ταμπαχανές με τα ψηλά λευκάδια…».

Η αραιή ομίχλη έσμιγε με τα σύννεφα και ανάμεσά τους υπήρχαν οι άνθρωποι που τους περιμένανε, οι μανάδες, οι γυναίκες, οι κόρες κι οι γυιοί, οι νιάνιες κι οι πάπποι του πατρικού σπιτιού.

Βάδιζαν προς την όχθη του Μαυρόβου περνώντας δίπλα από την τρανή λεύκα, όπου γίνονταν οι αποχαιρετισμοί των ξενιτεμένων σαν ήταν να φύγουν στα ξένα.

Τρείς γκιμιτζήδες, ένας από τους Καλλινικαίους, ο Γιάννης ο Ντούρος κι ο τρίτος ο Θωμάς της Νάσαινας του Πάπου, περίμεναν να πάρουν τους πελάτες, τον έναν για την αβγατή του Ντολτσού, τον άλλο για την αβγατή του Βουρντούχα (απόζαρι), τον τρίτο για τα Πετσιά.

Μεσημέρι 12 Δεκεμβρίου ημέρα Πέμπτη του σωτήριου έτους 1920, κι ο Τσιόλης με τον Γιάννη τον Ντούρο, που έλαμνε λεβέντικα, έφθαναν στον ΄Αη Σωτήρα. Λίγα μέτρα μεσολαβούσαν απ΄ την αβγατή και το σπιτικό τους σιμά στου Μαντζούρα.

΄Επιακαν γη, το καράβι ζγκάλωσεν, κατέβασαν την ξύλινη βαλίτσα. Ο Ντούρος πήρε τον παρά του, κι ο Τσιόλης έκαμε ακόμη λίγα λεπτά της ώρας να φτάσει στον κήπο, να περάσει μέσα, να ειδεί την κερασιά, την κυδωνιά, την καϊσιά δίχως φυλλώματα και παραδίπλα μεσ΄ στην αποθήκη ξέκρινε το ολόπαχο γουρούνι που έτρωγε λαίμαργα το καλαμπούκι.

Τούριξε μια σύντομη ματιά, χαμογέλασε…και ύστερα χτύπησε το τσιουκαλίδι…

fonikastorias.gr: (Φωτογραφία Αρχείο StudioTsolis – από το φωτογραφικό λεύκωμα «Η Καστοριά του χθές και του σήμερα» της Δημοτικής Πολιτ. Επιχείρησης Καστοριάς).

Προηγούμενο Άρθρο

Κατά πλειοψηφία, εγκρίθηκε, η πρόταση της Περιφερειακής Αρχής, περί μη αποδοχής του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, όπως αυτό επικαιροποιήθηκε

Επόμενο Άρθρο

Ο Ζήσης Τζηκαλάγιας στη Βουλή:Είμαστε έτοιμοι στην Καστοριά με τον Δήμο να υποδεχθούμε Πειραματικό Δημοτικό και Νηπιαγωγείο,Πρότυπο ΕΠΑΛ και Παράρτημα του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ