Η Μπέρρυ Κασούτο – Ναχμία, με τον αριθμό στο αριστερό της μπράτσο 76859, γεννήθηκε στην Καστοριά, ζώντας με τον πατέρα της, τον παππού, την γιαγιά, τα έξη αδέλφια και τη δεύτερη μητέρα, στη μεριά της εβραϊκής συνοικίας.
Γυμνασιοκόριτσο, με φιλενάδες τη Θεανώ Κοβάτση και τις αδελφές της Ρίτσα, Μένη, Λούδα, περνούσαν όμορφα τις γιορτές και την «παταρίτσα». Κι όταν επέστρεφε στη σχολική ζωή είχε δίπλα της τα κείμενα του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Σοφοκλή, του Θουκιδίδη, του Σωκράτη… που συμβούλευε τους μαθητές του… «φροντίστε για την ψυχή σας».
΄Όπως όλοι οι κάτοικοι, άκουσε κι αυτή την καμπάνα της γειτονιάς της να χτυπά δυνατά…
«28η Οκτωβρίου 1940 ημέρα Δευτέρα
Πρωί, πολύ πρωί οι καμπάνες χτυπούσαν δυνατά! Συναγερμός… Γενική Επιστράτευση, φώναζαν όλοι. Ο Μεταξάς είπε ΟΧΙ στους Ιταλούς.
΄Ημουνα τελείως άπειρη σ΄ αυτό το ξαφνικό… Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω την πραγματικότητα… Που άραγε θα μ΄ οδηγούσε αυτή η ιστορία που θα διαγραφόταν απ΄ εκείνη τη στιγμή κι εμπρός; Είχα ακούσει ιστορίες πολέμους που διηγούνταν κάποιοι. Όμως αυτά συμβαίνουν στις ιστορίες, στις διηγήσεις στα βιβλία κι ανήκαν στο παρελθόν, στα χρόνια των παππούδων… δεν μπορεί να συμβαίνουν και τώρα, τόσο κοντά σ΄ εμένα. Μήπως θάτανε μόνο μια μικρή περιπέτεια που θα τέλειωνε γρήγορα; ΄Ετσι ήθελα να πιστέψω, αλλά τ΄ αεροπλάνα από πάνω μας δεν αστειεύονταν, ρίχναν κιόλας βόμβες! Τα παιδιά μας, οι στρατιώτες φεύγανε στο μέτωπο στην πρώτη γραμμή, οι νέοι, τ΄αδέλφια του μπαμπά και της μαμάς μου πολεμούσαν κιόλας τους Ιταλούς στην Αλβανία και πολεμούσαν τα καημένα γενναία! Ξεσηκωμός, φωνές, κίνδυνος από παντού. Πόλεμος… Πόλεμος… Να μαζέψουμε τα μικρά, τους γέρους, να φύγουμε στα χωριά… και ίσως σωθούμε απ΄ τους βομβαρδισμούς , έλεγε ο μπαμπάς μου.
Κουρνιασμένοι επι μέρες στο υπόγειο-καταφύγιο του μεγάλου θείου μου, όλη η οικογένεια κι όλη η γειτονιά μας, ο ένας πάνω στον άλλο κρυβόμασταν έτσι ώσπου να κοπάσουν οι αεροπορικές επιδρομές.
1η Νοεμβρίου, 3η Νοεμβρίου, ασταμάτητοι βομβαρδισμοί. Αλήθεια , πως βγήκαμε ζωντανοί όλοι μας; Αναλόγως είχε πολύ λίγα θύματα η Καστοριά τότε, θυμάμαι, λες και αστοχούσαν επίτηδες οι ιταλοί και οι βόμβες πέφτανε στη λίμνη. Κατά το σούρουπο της 3ης Νοεμβρίου, πριν καλά- καλά νυχτώσει, μας μάζεψε ο μπαμπάς με τη βοήθεια του άσπρου αλόγου του (δεν υπήρχαν τότε αυτοκίνητα) και το άσπρο όμορφο άλογό μας π΄ αγαπούσαμε πολύ μας έβγαλε παλληκαρίσια απ΄ το λιβάδι σ΄ ένα χωριό ψηλά για να ξεφύγουμε απ΄ τους βομβαρδισμούς. Στο χωριό, την ημερά την περνούσαμε έξω σε χαρακώματα. Το βράδυ ξαποστέναμε σ΄ ένα σπιτάκι που είχαμε νοικιάσει. Κι αυτό γινόταν κάθε μέρα επι 3-4 μήνες. Τρεχάματα, αγωνία, βόμβες… Οι στρατιώτες μας απομάκρυναν σταθερά τον κίνδυνο. Μπήκαν στην Αλβανία, φθάσανε στο Ελμπασάν… στην Κορυτσά. Καινούρια πατριωτικά τραγούδια βγαίναν τότε, που τραγούδαγε όλη η Ελλάδα! Η ηρωϊκή τραγουδίστρια του 1940 Σοφία Βέμπο, έτρεχε στην πρώτη γραμμή να εμψυχώσει με τη ζεστή φωνή της τους στρατιώτες μας λέγοντας:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά
που σκληρά πολεμάτε
πάνω στα βουνά.
Παιδιά στη γλυκειά Παναγιά
προσευχόμαστε όλοι
νά ΄ρθετε ξανά…
Τραγούδαγα κι εγώ θυμάμαι, πότε μ΄ ενθουσιασμό δυνατά, πότε τόλεγα σαν προσευχούλα από μέσα μου κρυφά με το βλέμμα στον ουρανό… παρακαλώντας για τους συγγενείς μας, τους γνωστούς μας και για όλα τα Ελληνόπουλα, τα παλληκάρια μας νάρθουνε σπίτια τους ξανά…
Μονομιάς όλα αναποδογύρισαν απότομα. Τα γεγονότα ακολούθησαν απροσδόκητα τόνα το άλλο μ΄ αυξανόμενο ρυθμό, προκαλώντας σύγχυση κι ανησυχία σ΄ όλη την Ελλάδα. Ο ενθουσιασμός και η υπερηφάνεια που νιώθαμε για τα παιδιά μας που πολεμούσαν δε θα διαρκέσει πολύ ακόμα. Οι Γερμανοί ξαφνικά μας επιτίθενται. Η Γερμανική μπότα έμπαινε γρήγορα- γρήγορα και σάρωνε όλη τη Μακεδονία. Συγκλονιστική μαύρη μέρα θυμάμαι, όταν τα «Στούκας» τα πολεμικά αεροπλάνα των Γερμανών , σφύριζαν στον αέρα, ξαμολώντας απ΄ όλες τις μεριές σαν βροχή τις βόμβες.. Δεν παίρναμε ανάσα! Κι ακόμα πιο συγκλονιστική στιγμή όταν μπαίναν αργότερα μέσα και τράνταζαν τα χωριά και τις πόλεις σαν να γινόταν σεισμός.»
——————————————
Με τα τραίνα του θανάτου (προορισμένα για ζώα) έφθασε στο ΄Αουσβιτς. Στο βιβλίο της «Κραυγή για το αύριο» (απ΄ όπου και το παραπάνω απόσπασμα) διηγείται όσα πέρασε κι όσα πέρασαν κι όλοι οι άλλοι … αθώοι, κι άλλων εθνοτήτων.
Μετά το 2013 δεν ξαναήλθε… άφησε όμως αυτή την κραυγή για το αύριο.
————————–
Ο Λυκούργος Σινόπουλος ήταν έφηβος και βοηθούσε τον πατέρα του ΄Ανθιμο στο καφενείο που είχε στη σημερινή οδό Ορεστειάδος παραλίμνια. Σαν πολεμικός ανταποκριτής στα δεκατέσσερά του χρόνια περιγράφει τις πρώτες μέρες που αλλάξανε με τα πολεμικά γεγονότα, και τον κόσμο που έμπαινε σε δύσκολα και τραγικά χρόνια.
Τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του με τίτλο- ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ Της ΠΙΑΤΣΑΣ (1937-1957), σημειώνοντας… «γράφω το βιβλίο αυτό από αγάπη και μόνο προς την αλήθεια και από αγάπη για την πατρίδα μου την Ελλάδα. ΄Εζησε μετά το τέλος του πολέμου, εργαζόμενος στη γούνα , στο Παρίσι, επιστρέφοντας στην πόλη όπου διδάχθηκε πολλά…
Το βιβλίο του θα το βρείτε στο «Μουσείο της Καστοριανής γυναίκας» που λειτουργεί με την φροντίδα και τον σεβασμό στην παράδοση από τον Προοδευτικό σύλλογο κυριών Καστοριάς»
———
«Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου το απόγευμα πέρασε ένα ιταλικό αεροπλάνο. Πιθανόν για λήψη φωτογραφιών και εξαφανίστηκε αμέσως. Το μαγαζί του Δημητρίου Γουδή επιτάχθηκε.
Ξημερώματα 28 Οκτωβρίου ακούστηκε η συνήθης οχλαγωγία που προκαλούσαν οι χωρικοί που έρχονταν για την αγορά. Ο πατέρας μου, εγώ κι ένας αδελφός μου κοιμόμασταν και κάποιος ενοχλητικός άνθρωπος τόλμησε και χτύπησε την πόρτα μας λέγοντας: «΄Ανθιμε σηκωθείτε, κηρύχτηκε πόλεμος». Ο πατέρας μου άρχισε να βρίζει, δεν ήθελεν ο μακαρίτης να ακούσει από αυτόν τον άνθρωπο την καταραμένη λέξη πόλεμος. Και από τότε άρχισε η τραγωδία του ελληνικού λαού εξαιτίας του φαμφαρόνη δικτάτορα της Ιταλίας Μουσολίνι. Εφημερίδες με μεγάλα γράμματα μας έκαναν γνωστό ότι σήμερα στις 3 το πρωϊ ξημερώματα 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Γκράτσι επέδωσε τελεσίγραφο στον ΄Ελληνα Πρωθυπουρργό Ιωάννη Μεταξά και ζητούσε να εισβάλουν τα ιταλικά στρατεύματα …
Στρατός κινείται με κατεύθυνση το μέτωπο προς Κρυσταλλοπηγή. ΄Εγινε επιστράτευση και μπροστά στο μαγαζί μας αποχαιρετισμός. Οι περισσότεροι παντρεμένοι. Ο μακαρίτης ο Απόστολος Τσιντζήφας επιστρατευμένος είχε μαζί του την αρμόνικα και ο αδελφός μου Λεωνίδας τη δική του. ΄Επαιζαν το «κορόϊδο Μουσολίνι». Τραγούδια, κλάματα, αποχαιρετισμοί, κερνούσαμε τσίπουρο και κάποιος απ΄ αυτούς που έφευγαν απευθυνόμενος στον πατέρα μου είπε «΄Ανθιμε μη φοβάστε θα τους σπάσουμε τα μούτρα τους μακαρονάδες. Δεν θα τους αφήσουμε νάρθουν να βιάσουν τις γυναίκες μας» Αυτός ήτο ο Θεόδωρος Κιρκινέσκας ο οποίος δεν επέστρεψε. Ακούω μια φράση από τον πατέρα μου «δεν μπορεί να γίνει αλλιώς με τέτοιον ενθουσιασμό. Ο στρατός μας θα νικήσει».
Από τους αποχαιρετισμούς των εφέδρων που έφευγαν δυστυχώς ήταν ορισμένοι που έβλεπαν για τελευταία φορά τους δικούς τους στην Καστοριά. ΄Οσα να πούμε πόλεμος είναι, τυχερά πράματα, και το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Ο ελληνικός λαός είναι ενωμένος ακόμη και κρατούμενοι στις φυλακές, που είναι εναντίον της 4ης Αυγούστου, ζητάνε να πάνε να πολεμήσουν εναντίον του Ιταλού φασίστα. Θυμάμαι εγώ και ο αδελφός μου ο Τάκης, καθαρίζαμε καθημερινώς δέκα με δεκαπέντε κιλά πρικιά μετρίου αναστήματος, τηγανίζαμε κι ένα κομμάτι ψωμί. Ζεστά ζεστά έπαιρναν οι περαστικοί στρατιώτες. ΄Ηταν Τετάρτη, δηλαδή τρεις μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου. Βρισκόμουν σε μια απόσταση περίπου τριακόσια μέτρα μακριά από το καφενείο και κάποια στιγμή ακούστηκε προς τον Απόσκεπο βρόντος αεροπλάνων. Τρία αεροπλάνα, ένα ιταλικό μπροστά κι ένα πίσω, στη μέση των τριών ένα δικό μας το οποίο έκανε ελιγμούς πάνω κάτω για να αποφύγει τα πυρά των εχθρικών. Στα μάτια μας μπροστά η αερομαχία εξελισσόταν τόσο σύντομα. Δυστυχώς το δικό μας κατερρίφθει . ΄Επεσε έξω από τη Βασιλειάδα στη θέση Προφήτης Ηλίας. Στο δικό μας αεροπλάνο επέβαιναν δύο άνδρες. Ο χειριστής αρχισμηνίας Τσάντας και ο παρατηρητής ανθυπολοχαγός Γιάνναρης Ευάγγελος, ο οποίος και υπέκυψε στα τραύματά του. ΄Ητο ο πρώτος πιλότος που έχασε τη ζωή του την Τρίτη ημέρα της κηρύξεως του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Συνέβη και κατιτίς στο καφενείο μας με κάποιον υπερέλληνα. Παρακαλάει τον Αριστομένη Γκαντάνη και του προσφέρει λίρες χρυσές για να τον μεταφέρει τον άνθρωπο αυτόν και την οικογένειά του στην Αθήνα, η οποία ήτο πόλη ανοχύρωτος και προστατευότανε από διεθνείς νόμους. Ο Γκαντάνης αντέδρασε και με τρόπο αρκετά δριμύ. ΄Εχω και εγώ δύο παιδιά και γυναίκα, ούτε καθόλου το σκέφτηκα να φύγω. Θα μείνω εδώ και θα προσπαθήσω για να προστατεύσω τους δικούς μου. Αυτό θα επαναληφθεί με τον ίδιο και αργότερα με την κήρυξη του ελληνογερμανικού πολέμου. Αυτός ο κύριος θα παίξει έναν αρκετά βρώμικο ρόλο, το ελάχιστο για δεκαπέντε χρόνια στον κύκλο της Καστοριάς και στη βρώμικη δυστυχώς κατάσταση που έμελλε να δημιουργηθεί στη χώρα μας. Δεν είναι μόνος του. Είναι αρκετοί άλλοι υπερπατριώτες. Αυτός όμως ήτο ο πιο βδελυρός και εκνευριστικός με μια κοιλιά με τζούπα.
Η Καστοριά πόλη πλησίον των συνόρων, έγινε έδρα Σώματος. Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας με διοικητή τον αντιστράτηγο αείμνηστο Ιωάννην Πιτσίκαν. Είναι εγκατεστημένος στη βίλα Τζίμη Λάκα με το επιτελείο του και δίπλα τα δύο αντιαεροπορικά πυροβόλα.
Ανάμεσα της εβδομάδας τρίβαμε τα μάτια μας, όταν είδαμε έξη ιταλικά αυτοκίνητα φορτηγά γεμάτα ιταλούς αιχμαλώτους που σταμάτησαν μπροστά στο καφενείο μας και ζητούσαν νερό προτείνοντας τα παγούρια τους. ΄Ακουα πίκολο. Ο Μπατρήνος άνοιξε την πόρτα της αποθήκης και όπως υπήρχε αμέσως η βρύση του μπαρμπα Μήτσιου Γουδή τους γέμιζα και τους έδιδα. Ακούω μια φωνή αγρίου «άστους να ψοφήσουν ρε». Ο Μιχάλης ο Πάντσιος έρχεται με σπρώχνει. «Ας τον Λυκούργο ήσυχο του λέγει ο Μπατρήνος. Μιχάλη είναι αιχμάλωτοι». Πιο γρουσούζη πελάτη δεν είχαμε. Δεν θα περάσει πολύς καιρός και θα τον συναντήσουμε σε άλλες γρουσουζιές αυτόν τον χοντροκομμένο άνθρωπο. Μέσα στο καφενείο έκαναν συζήτηση οι πελάτες και είχαν την απορία πως ο ιταλικός στρατός αιχμαλωτίζονταν κατά εκατοντάδες.
Δεύτερος βομβαρδισμός μετά από ολίγες ημέρες. Βρισκόμουνα στο παλιό Τσιφλίκι εκείνη την ημέρα. ΄Ένα σμήνος από έξη αεροπλάνα τα οποία έκαναν έναν γύρο μεμακρυσμένο από την πόλη. Αποφεύγοντας τα πυρά από τα αντιαεροπορικά, τα οποία ήταν μικρού βεληνεκούς. Κάνανε πως φύγανε μετά τον γύρο και αμέσως φάνηκαν πίσω από την ψαλίδα και πήραν τη ραχοκοκκαλιά της Καστοριάς. Βόμβες πέσανε στο φαρμακείο Γουλιοτίδη, απέναντι στο Παλλάδιο, πιο πάνω στην αγορά, το παλιό μας καφενείο και το σπίτι του Κουτσοκόλε. Υπήρχαν και θύματα πάλι. Χειμώνας σκληρός, σκληρότατος. Το να θυμάσαι τον στρατιώτη στο μέτωπο με μια κουβέρτας και τη χλαίνη του είναι κάτι που σε πληγώνει. Αργά το βράδυ ήρθαν λεωφορεία με τραυματίες από το μέτωπο. Δεν λησμονώ ανεβαίνοντας στα λεωφορεία εκείνη την μπόχα, τη μυρωδιά από ματωμένους επιδέσμους. Δώσαμε τσάι και κονιάκ και μερικοί άνδρες δεν μπορούσαν να κρατήσουν το κύπελλο στο χέρι ή το ποτήρι με το κονιάκ. Πιο πέρα στο κέντρο της αγοράς, στο φούρνο του Μπαρμπαδήμου του Παπαδόπουλου που είναι και παιδιά της ΕΟΝ καζάνι στον φούρνο από τσάι και διάφορα άλλα για τους τραυματίες.»

