Όνειρο Θερινής νυκτός (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Η κυρά Λένκω και η κυρά Τσιουτσιούλα, γιαγιάδες, τρανούτσικες και ζωηρές , οι έσχατες της γενιάς τους, βρεθήκανε μετά από καιρό και μετά τον σκληρό αποκλεισμό εξαιτίας του κορωνοϊού. Πίνοντας έναν στούρνον καφέν, λέγοντας τα δικά τους η μία στην άλλη, συνήθως τα περί υγείας, και ύστερα σύμφωνα με όσα ακούγανε στην τηλεόραση και το «ράδιο αρβύλα», που είχε κι είχε άσουτα και παρλακά μαντάτα. Η κουβέντα λοιπόν κινούνταν πάνω στην καθημερινότητα και την επικαιρότητα, έχοντας τ΄ ακουστικά τους οπωσδήποτε στ΄ αυτιά…

-΄Ετσι απου λες Λένκω μου, πέρασάμε τουν χειμώνα, κλείστηκάμε σαν τα πουντίκια, και τώρα που τα μέτρα μπίτισάνε είπα να κάμω κούτσα κούτσα έναν τσιούτσκανο περίπατον σιμά στην γειτουνιά μου, επειδή μπιζέρισα ν΄ ακούγω και να τηρώ τα χαμπέρια από όλον τουν κόσμο…

Τι σιανιάσματα είναι αυτά πάλε, χαλάστηκαν οι Ρώσοι με τους Ουκρανούς, έβαλαν τα όπλα, πάησαν τα χουράφια, τα στάρια, τα καλαμπούκια… όλα φουτιά και τσιαράνι γένκαν. Παρβατώ κατά τον ανήφορο και κόβουνται απού την ταραχή τα πουδάρια μου… Νουγάς τι είδαν τα τζίβια μου; ΄Εκουψαν τα δέντρα, απού να τους κόψει η λιάντρα. Ποιοι τα έκαμαν αυτά δεν νουγώ να σε ειπώ, σιγύστακα όσο να ειπείς, έβαλα τις φουνές και κάτι τουρίστες τις άκουγαν… «Να όψεσθε εν ημέρα κρίσεως» είπα.

-Τσιουτσιούλα μου  κι ιγώ τά ειδα απρουχτές πάϊσα να πουτίσω στην αυλή τις γλάστρες μου… «το σκουλαρίκι μου», και δυο γλαστρόπλα, με σπαράγγι του ένα και με γαρίφαλλα του άλλο απού τουν παλιόν τουν σπόρον, κι όπως εσύ παρλακώθκες έτσι κι ηγώ τάχασα όντας είδα μπρουστά μου τα δεντρόπλα κουρεμένα άγαρμπα λες κι ου κουρέας βαστούσεν γουμαροψάλιδο… ου άχραστος… γιαζίκ να τουν γένει… Με του μνελό μου πήρα μιαν απόφασιν να πάρω κόλλα και μολύβι και να τουν ξεχέσω απού έβαλεν του χέρι του και τα άφκεν όλα γκουλιουφάρια…

-Θα ειπούμε τις αγγουνές μας καλύτερα να τα περάσουν στου φέης μπουκ. Νουγάς τι είναι;

-Ισύ που νουγάς ειπέ με τι να κάμω.

-Γράψε ότι σε κόφτει δώκε το στις αγγουνές σου κι ικείνες θα του βάλουν στου λαπ-τοπ κι όλος ου ντουνιάς θα του διαβάσει…

 ΄Ετσι η κάθε μια έγραψε στον ή στους άγνωστους «εκτελεστές» όπως ένοιωθεν, η μια με τρόπο γλυκό ,η άλλη πάλε τσιούτσκα πιπεριά σωστή, τους είπεν τα δικά της.

Το γράμμα της κυρά Λένκως είχεν ως εξής: «Ιγώ η κυρά Λένκω θέλω να με ειπείτε γιτί κλάδεψάτε έτσι τα δέντρα μας…Ημείς τράνεψάμε με αυτά, σαν άνθρουποι είναι τα, πότε φουρούν χειμωνιάτικα, πότε καλοκαιρινά, κι ειμείς τα πότιζάμε και γίνκαν αψηλά, μαζί με την βρουχή απού έπεφτεν. Τα παιδόπλα μας πάλε τα κουνούσαμε, έφκιανάμε με τα σκοινιά κούνιες, τα έρριχνάμε στα γερά τα κλαδιά και με τα μαξουλάρια μας τα βάναμε να κάθουνται στα μάλακα. Μια μέρα ήρθαν δάσκαλοι και δασκάλες εκδρουμή και έκατσάνε απού κάτου και παράδειχναν στα παιδόπλα απού του σκουλειό, πόσα καλά δέχουμέστε απου  ουξυγόνο, απ΄ την ισκιά τους και ημείς και τα πουλιά απού είναι του σπίτι τους. Γιτί μπρε μπέτσκες μου μας τα έκουψάτε έτσι; Ειπέ τε μας…η κυρά Λένκω του Τσιόλη η μάνα και της Ρίγκως…»

Το άλλο γράμμα της Τσιουτσιούλας έγραφεν τα παρακάτω: «Ιγώ σας λέγω χουρίς αντρουπές ότι μας σίγυσάτε τόσο πουλύ απού ήβγαλα μπάπκα στουν λαιμό. ΄Ακουτε τα δικά μου, να μην κουντέψετε απ΄ ιδώ ξανά. Τι διάτανον σας έκαμαν μπρέ ουρσούζηδες και τα βάλατε με τα δέντρα; Τη μαμάνα μου όταν την έπιαναν οι διαβόλοι έλεγεν βαριά λόγια απού τάμαθα και ήρθεν η ώρα να σας στουλίσω. Απού που ν΄ αρχέψω κι απού που ν μπιτίσω; Μπρε αναγκεμένοι, μπρε σινικουκέφαλοι, κούτκοι, παραλλάγματα, μπαμπαρόκοι, ασόϊστοι, ιγώ η Τσιουτσιούλα , θα γένω βρουκόλακας, θα βγαίνω νύχτα και μέρα, θα τρουγιουρνώ, και άμα σας ιδεί του ένα του μάτι μου, γιτί απ΄ τ΄ άλλο έχω καταράχτην, θα βάνω τις φουνές να σας ειδούν κι οι γείτονες και όλοι μαζί να σας ξουρνιάσουμε.

Τα ΄γραψα και δεν αλλάζω γνώμη Τσιουτσιούλα η μάνα του Ντούλη και της Θεοδότας.

Υ.Γ. Ημείς γέρασάμε, αμά του μνελό μας είναι στα σουστά του… κι έχουμε στις Βρυξέλλες τα άλλα μας τα αγγόνια απού θα τα μαρτυρήσουν ικεί και στους «πράσινους» στη Γερμανία…»

Οι δυο φιλενάδες είχαν πάρει το μεσημεριανό τους ύπνο κι είδαν το ίδιο όνειρο, λίγες ώρες πριν το ρολόϊ χτυπήσει δώδεκα μεσάνυχτα κι ακολουθήσουν μετά οι μικρές ώρες, όπου τρανοί, τσιούτσιανοι, ονειροπαρμένοι και συνετοί, ρομαντικά πλάσματα και αγριάνθρωποι μοιράζονται κάτι λίγες ώρες από τον απέραντο χρόνο για να ξεκουράσουν σώμα και ψυχή… ως το επόμενο πρωϊνό.

Οι γερασμένοι άνθρωποι λένε οι κακές οι γλώσσες πως βλέπουν όνειρα με διάρκεια κι ανάλογα ξυπνούν άλλοτε χαρούμενοι, άλλοτε πάλι ταραγμένοι, ενώ το όνειρο δεν έχει ακόμη τελειώσει. Είδαν ότι είδαν και ο ύπνος τους ξαναβάζει στους παραμυθένιους του δρόμους να δούν ότι περίσσεψε.

-Μπα είπεν η κυρά Τσιουτσιούλα, σιγύστηκα απ΄του όνειρο κι ήμουν με τη Λένκω και φώναζάμε, ως του τσαρσί ακούστηκάμε.

Ας πάνω ψα να πιω έναν καφέν, να με ουρμηνέψει του όνειρο, σάματι νουγάει πιο πουλλά απ΄ ιμένα. ΄Εχει τουν ονειρουκρίτη πρώτον και καλύτερον βουηθόν…

Προηγούμενο Άρθρο

Οι ΦΠ Καστοριάς αποχαιρέτησαν το καλοκαίρι με μουσική βραδιά στον χώρο του Προφήτη Ηλία (φωτογραφίες)

Επόμενο Άρθρο

Πολύ καλό ξεκίνημα για τα κορίτσια του Ναυτικού Ομίλου Καστοριάς στο Βαλκανικό πρωτάθλημα κωπηλασίας (φωτο)

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ