Πριν εξήντα και κάτι χρόνια, ο μικρός μας πονεμένος τόπος, η Ελλάδα των σοφών, η Ελλάδα με το δημοκρατικό πνεύμα και των κατοπινών παραδόσεων, πριν εξήντα χρόνια και πως πέρασαν… άρχισε να αλλάζει, ύστερα από τα βάσανα των όποιων περιπετειών την βρήκανε ολομόναχη, πεινασμένη, στερημένη, λαβωμένη, έως ότου ξαναέστειλε πολλά από τα παιδιά της στα ξένα να προκόψουν και να βοηθήσουν την πατρίδα, να ξαναβρεί το βήμα της, ύστερα από τόσα και τόσα. Σαν έφταναν όμως οι γιορτές του δωδεκαήμερου ξεκινούσαν τα κάλαντα, να θυμίζουνε στον κόσμο πως «Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει». Κι αυτό γίνονταν κάθε φορά… ενώ η ζωή προχωρούσε με νέες ελπίδες και όνειρα… καθώς νέες μέρες ξημέρωναν και οι παλιές πικρίες, τα πένθη, περνούσαν και θεραπεύονταν οι πληγές από τα δεινά.
Αυτός ο τόπος η Ελλάδα των αρχαίων καιρών και των μετέπειτα παραδόσεων, άρχιζε λίγο λίγο να ξεχνά, να λησμονεί λίγο το λίγο πολλά από τα έθιμα του δωδεκαήμερου, με τα ιδιαίτερα κάλαντα κάθε τόπου και περιοχής μαζί με τις δοξασίες που επι αιώνες επαναλαμβάνονταν κάθε φορά όταν έφθανε κι ο τελευταίος μήνας του χρόνου σ΄ αυτό το μεσογειακό κομμάτι του πλανήτη, όπου οι δυσκολίες και οι υποταγές πλήγωναν τη μητέρα πατρίδα που άφηνε κάτι από τον παλιό κόσμο στον νέο που άλλαζε, διαλέγοντας νέους δρόμους στην πορεία της.
Τώρα πια εξήντα χρόνια μετά και κάτι, γιορτάζουμε το δωδεκαήμερο αλλιώς, με τα πρώτα ρεβεγιόν, τις φωτισμένες βιτρίνες και με τα νέα κάλαντα του δυτικού ημισφαιρίου. Οι παλιές οικογενειακές βεγγέρες ανήκουν στο παρελθόν και λίγο το λίγο παραδώσαμε άνευ όρων το άλλοτε γιορτινό δωδεκαήμερο με τους καλλικάντζαρους και τα χριστόψωμα, μπαίνοντας μέσα στο παγκόσμιο καταναλωτικό παιχνίδι που επιβάλλουν παντιοτρόπως οι έμποροι των εθνών. Στο σύνολό μας εμείς οι καθημερινοί άνθρωποι ακολουθούμε όλα όσα λάμπουν κι όλα όσα μας θαμπώνουν έστω και για δώδεκα μέρες, γιατί ύστερα η πραγματικότητα θα ξανάρθει κι όλοι θα επιστρέψουν στα πρώτερα καθήκοντα, τις αγωνίες, που μέσα στο διάλειμμα των ολίγων ημερών, μοιάζει σαν να κρύφτηκαν;… μα δεν έπαψαν να υπάρχουν….
Και η γη σαν ταλαίπωρη μάνα να κινείται, να αρρωσταίνει επειδή κάποια από τα παιδιά της έχουν ευθύνη για τις κλιματικές αλλαγές κι οφείλονται όντως λέμε στον ανθρώπινο παράγοντα. Μέσα στην τρέλα που επικρατεί, τις εμπόλεμες εστίες και την απληστία των ισχυρών, η γη στέκεται ανήμπορη να σταματήσει το κακό που την βρήκε έχοντας μια ελπίδα στα λιγοστά παιδιά της, αυτά που έχουν ιδανικά, ευαισθησία κι ας τα ειρωνεύονται οι σοβαροφανείς ταγοί όπου κι αν ζούν, γιατί όπου κι αν γεννηθήκανε αυτά τα παιδιά, τα λιγοστά, τα «ονειροπαρμένα» νοιάζονται για τα παλιά τραγούδια της πατρίδας τους, τα κάλαντα, τις γιορτές των αλλοτινών καιρών, με χορούς και τραγούδια διανθισμένα, που φανερώνουνε τις ομορφιές του πρότερου κόσμου , όπως τις ζήσανε κι αυτά κάποτε. ΄Ετσι αυτή η μαγεία των λιγοστών παιδιών στέκεται και θυμάται – όσο μπορεί να βαστήξει – αυτά που πέρασαν από το γιορτινό δωδεκαήμερο κι όταν τα γιορτάζουμε έτσι, νοιώθουμε πως αφήσανε στο νέο κόσμο μας τα «ακριβά αρώματά τους» πάνω στο νέο αιώνα που τρέχει με ταχύτητα φωτός, κι όπου μπορεί κάποιοι από εμάς να νοιώθουμε πως παγκοσμίως «διώκεται ο πολιτιστικός πατριωτισμός» διότι και εμείς έχουμε το ανάλογο μερίδιο ευθύνης σ΄ αυτό το θλιβερό κατόρθωμα, έχοντας ξεπουλήσει όσο όσο τον πολιτισμό μας, τις συνήθειές του, φέρνοντας στα σπίτια μας τα φανταχτερά τα εντυπωσιακά και άνευ ουσίας κατά βάθος στολίδια των ημερών.
Και τώρα πως θα «μπαλώσουμε» κάποιες δικές μας αξίες, όταν τα σημερινά παιδιά νομίζουν πως ο ΄Αη Βασίλης έρχεται με τα ελάφια του από το χωριό του το Ροβανιέμι της Λαπωνίας, ενώ ο δικός μας ξεκινά πάντα από τα βάθη της Καππαδοκίας κι έρχεται από την Καισαρεία; Τι κάνουνε γι αυτά οι εκπαιδευτικοί, οι άνθρωποι του πολιτισμού; Εμείς οι απλοί άνθρωποι νοιώθουμε αβοήθητοι κι ανήμποροι, γιατί σε λίγα χρόνια όλα αυτά θα γίνουν μια μακρινή ανάμνηση…
Ο κόσμος άλλαξε κατά πολύ και το δωδεκαήμερο έγινε ένα παγκόσμιο πανηγύρι, με μοναδικό κίνητρο το κέρδος, καθώς οι συνήθειες τόσων χρόνων έχουνε καταργηθεί και μπήκανε στο πατάρι της λησμονιάς. ΄Ισως εμείς οι μεγαλύτεροι να λέμε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, και ίσως οι σύλλογοί μας – τα ζωντανά κύτταρα – ενδέχεται να πάρουνε μια γενναία απόφαση, για να προσκαλέσουνε τους δημότες και τις δημότισσες μαζί με τα νέα παιδιά που μεγαλώνουνε εδώ για να τραγουδήσουμε τα δικά μας παραδοσιακά κόλιεντα, όπως τα κληρονομήσαμε, κι όπως τα έψαλλε ο παλιός κόσμος μέσα στη νύχτα, ξημερώνοντας, στις 23 του Δεκεμβρίου, σε τρείς μεριές της πόλης, όπως το θέλησε ο ανώνυμος στιχουργός
«΄Εβαλαν και διαλάλησαν
σε τρείς μεριές του Κάστρου
βρε στο Τσαρσί
βρε στο Ντουλτσό
βρε στη Μεγάλη Πόρτα (Πλατεία Δαβάκη)»
Θερμές ευχές, καλό και αυθεντικό δωδεκαήμερο!
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση
