Σε ένα κατάμεστο από θεατές (και τις τρεις μέρες) Πολιτιστικό Κέντρο, παρουσιάστηκε η θεατρική παράσταση «Αχ παλιομισοφόρια», από την Θεατρική Ομάδα Άργους Ορεστικού.
Πρόκειται για επιλογή – «πότ πουρί» σκηνών από κλασσικές ελληνικές ταινίες, ιδιαίτερά δημοφιλείς, που έχουν αντέξει στο χρόνο, και έχουν παιχτεί και ξαναπαιχτεί επί πολλές δεκαετίες, και τις οποίες το ελληνικό κοινό συνεχίζει να λατρεύει!
Κατ΄αρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, η σκηνοθέτης και ψυχή της Θεατρικής ομάδας Ρούλα Αποστολίδου, δεν «φοβήθηκε να αναμετρηθεί» με ένα πολύ δύσκολο θεατρικό είδος, όπως είναι το μιούζικαλ, (το οποίο απαιτεί από τους ηθοποιούς ένα συνδυασμό πολλών καλλιτεχνικών δεξιοτήτων όπως, τραγούδι, χορό – κίνηση και πρόζα),σκηνοθετώντας αποσπάσματα από δημοφιλείς κινηματογραφικές ταινίες, και τις αναπόφευκτες συγκρίσεις, που φυσικό είναι να προκύψουν στους θεατές της παράστασης, οι οποίοι έχουν έντονες συγκινήσεις από την παρακολούθηση αυτών των ταινιών.
Ακόμη οι ερασιτέχνες ηθοποιοί – μέλη της Ομάδας, αναμετρήθηκαν με ερμηνείες , οικείες μεν, κορυφαίων δε Ελλήνων ηθοποιών, οι οποίοι έλαμψαν τις μεταπολεμικές δεκαετίες και έχουν καταξιωθεί στην συνείδηση του κοινού, με τις κορυφαίες αυτές ερμηνείες τους.
Είχαν να υποστηρίξουν ένα απαιτητικό θεατρικό είδος, όπως είναι το μιούζικαλ, που απαιτεί από την ερμηνευτή ιδιαίτερα αυξημένες ικανότητες, χορού – φωνής και πρόζας, αλλά και σκληρή δουλειά και συντονισμό μεταξύ τους.
Ακόμη μία δυσκολία, προκύπτει από αυτή την επιλογή. Η σύνδεση αυτών των ανεξάρτητων μεταξύ τους, θεατρικών σκηνών, από διαφορετικά έργα, θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην δομή και τον ρυθμό της παράστασης.
Η Ρούλα Αποστολίδου, με ευρηματικό τρόπο, έλυσε ιδανικά αυτό το πρόβλημα, με όχημα και οδηγό τον Έρωτα. Τον «Έρωτα στον ελληνικό κινηματογράφο» και με οδηγό την εξαίρετη Ρένα Βασιλειάδου, όχι μόνο κατόρθωσε να μην κάνει « κοιλιά» η παράσταση σε αυτήν την μετάβαση , αλλά με αρμονία χάρη, απόλυτα φυσιολογικά, να περνά η μία σκηνή στην άλλη, με ταυτόχρονη μετατροπή του σκηνικού, ενταγμένη απόλυτα στην παράσταση.
Θαυμάσια η σκηνική επιμέλεια της παράστασης, και τα κοστούμια, ενώ η μουσική έπαιξε καθοριστικό ρόλο, με την επιλογή κλασσικών διαχρονικών κομματιών από το πλούσιο ρεπερτόριο που έχει γραφεί για τον ελληνικό κινηματογράφο, από κορυφαίους Έλληνες δημιουργούς, έδωσε πνοή, χρώμα και ρυθμό στην παράσταση.
Το μεγάλο θέμα – πρόκληση- με την ερμηνεία των ηθοποιών της παράστασης, έγκειται, κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, στην αποφυγή της εύκολης λύσης, της αντιγραφής δηλαδή των σημαντικών ερμηνειών των μεγάλων ηθοποιών, που ταυτίστηκαν με αυτά τα έργα. Θεωρώ ότι κάθε τέτοια απόπειρα, μπορούσε να οδηγήσει σε άνιση – καταστρεπτική σύγκριση εις βάρος των ερασιτεχνών μελών της Ομάδας.
Φυσικό και (θεμιτό) είναι οι ηθοποιοί, όπως και η σκηνοθέτης να έχουν επιρροές από αυτές τις ερμηνείες. Άλλωστε παρθενογένεσή δεν υπάρχει ούτε στην τέχνη!
Προς τιμήν τους, οι περισσότεροι το απέφυγαν και το αποτέλεσμα ήταν θετικό για την παράσταση, εξ ου και η επιτυχία της! Κατόρθωσαν να προσαρμόσουν το ύφος των κλασσικών ερμηνειών στο προσωπικό τους ύφος, ήθος και προσωπικότητα, και κατάφεραν, όσο αυτό είναι δυνατόν, να δώσουν μία νέα ερμηνεία, στα πλαίσια των δικών τους ερμηνευτικών δυνατοτήτων και της ευρηματικής σκηνοθετικής προσέγγισης της Ρούλας Αποστολίδου. Γιαυτό αξίζουν τα συγχαρητήρια μας.
Αν θέλαμε να ξεχωρίσουμε κάποιες ερμηνείες, χωρίς αυτό να μειώνει σε τίποτα το σύνολο αυτών, θα σημειώναμε τα ακόλουθα, τα οποία βέβαια, αντικατοπτρίζουν την δική μας, προσωπική οπτική πρόσληψης της παράστασης.
Αρχίζω με την πρωτοεμφανιζόμενη Γωγώ Χρυσοχοΐδου, η οποία κατόρθωσε, στην παρθενική της εμφάνιση, να δώσει, ή μάλλον καλύτερα να προσαρμόσει, στο δικό της προσωπικό στυλ, και χαρακτήρα, την προσωπικότητα της απαιτητικής φιγούρας της γεροντοκόρης, που τόσο ιδανικά και αποκλειστικά ερμήνευσε επί χρόνια η μοναδική Γεωργία Βασιλειάδου. Χωρίς να την μιμηθεί ή αντιγράψει, έδωσε απόλυτα την φιγούρα της. Ήταν πραγματικά ένας άθλος!
Εξαιρετικός, για μία ακόμη φορά, ο Ζήσης Ναούμ, σε όλους τους ρόλους που υποδύθηκε, ενώ η απόδοση του στον ρόλο του « θρυλικού Ζήκου» έδειξε στόφα μεγάλου κωμικού ηθοποιού, σε ένα ρόλο, που νομίζω ότι, οποιοσδήποτε άλλος θα κινδύνευε να εκτεθεί ανεπανόρθωτα, λόγω της μοναδικής αξεπέραστης ερμηνείας του Κώστα Χατζηχρήστου. Ήταν ένας ρόλος, που του «πήγαινε γάντι» και τον απογείωσε !
Καλός ο Αποστόλης Μάτσιας στους ρόλους που υπηρέτησε, με θαυμάσια σκηνική παρουσία και πληθωρικότητα, διακρίναμε όμως μία μικρή δυσκολία στην εκφορά του λόγου, στην απόδοση κάποιων ρόλων, που όμως συνολικά δεν στάθηκαν ικανές να προδώσουν την όλη ερμηνεία των χαρακτήρων που υποδύθηκε με άνεση.
Η Ρένα Βασιλειάδου, με χαρακτηριστική άνεση και χάρη, ανταποκρίθηκε τόσο στον δύσκολο και κομβικό, βασικό συντονιστικό της ρόλο στην παράσταση, όσο και στην αρχική σκηνή του έργου, δείγμα της καλής θεατρικής της παιδείας.
Η Βασιλική Καστοπούλου , όπως πάντα αέρινη φιγούρα, κομψή, χαριτωμένη, απέδωσε ιδανικά και «τσαχπίνικα» τους νεανικούς ρόλους, με χαρακτηριστική απλότητα, αρμονική κίνησή στις χορογραφίες και φωνητική τελειότητα. ¨Ήταν πάλι «χάρμα ιδέσθαι»
Σπουδαίος ο Σπύρος Δήμου, σταθερή πλέον αξία, «αθόρυβη δύναμη» έδωσε την προσωπική του χροιά στους ρόλους του, αποφεύγοντας αριστοτεχνικά την εύκολη και «πιασάρικη» αντιγραφή χαρακτηριστικών ηθοποιών, όπως ο Σταυρίδης , και οφείλουμε να της το αναγνωρίσουμε!
Εξαίρετος και ο Σπύρος Παρίσης, με σταθερές, σίγουρες ερμηνείες, αποτελεί χρήσιμο κομμάτι της Θεατρικής Ομάδας.
Η Χαρά Κασκίτση, είχε μία καλή ερμηνεία στον ρόλο της μεγαλοκοπέλας, με εμφανείς τις επιρροές από το παίξιμό της Βλαχοπούλου, αλλά σαφώς απέδωσε όμορφα τον ρόλο της, κτίζοντας πάνω στον «αλέγκρο» χαρακτήρα και ύφος της. Αντίθετα στον ρόλο της προξενήτρας, στην σκηνή του Ζήκου, δεν απέφυγε να μιμηθεί τις κινήσεις, το ρυθμό ακόμη και τη φωνή της ηθοποιού της αντίστοιχης κινηματογραφικής ταινίας, χωρίς βέβαια να είναι κακή (Φάνηκε ότι δούλεψε πολύ την σκηνή) Το γεγονός αυτό, πέρασε σε δεύτερη μοίρα, καθώς η δυναμική της σκηνής ήταν τέτοια, που πέρασε απαρατήρητο, από τις συνολικά υπέροχες ερμηνείες των ηθοποιών.
Σωστοί στην ερμηνεία των ρόλων τους και τα υπόλοιπα μέλη της Ομάδας, η Έλενα Κυβεντίδου, Ευγενία Κασάπη Αλεξάνδρα Μουσουλή, Μαρία Ράδου, Κώστας Κεχαΐδης, Κώστας Γιαγκόπουλος, Γιάννης Τσαγγόπουλος, Α. Ζίας, συνέβαλαν τα μέγιστα στην συνοχή της παράστασης.
Όπως προ είπαμε, η Ρούλα Αποστολίδου, με την επιλογή αυτής της παράστασης, τόλμησε και πέτυχε. Τόλμησε να δώσει μία παράσταση πλημμυρισμένη από μουσική- χορό – χαρά, νοσταλγία και γέλιο. Τόλμησε να παρουσιάσει αποσπάσματα – σκηνές από κλασικές επιτυχίες που γαλούχησαν γενιές και γενιές συμπατριωτών μας, και όχι ένα αυτοτελές έργο, που θα καθιστούσε πιο εύκολη την προσέγγιση του. Εγχείρημα δύσκολο, που απαιτούσε , θεατρική προσαρμογή, πολύ δουλειά, φαντασία , ταλέντο.
Και τα κατάφερε περίφημα με όλη την Ομάδα της. Μας έδωσε ακόμη μία «ΕΠΑΓΓΕΛΑΜΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ», η οποία είχε μεγάλο βαθμό δυσκολίας, στην οποία πήρε το μέγιστο από τους Ηθοποιούς της Ομάδας ( Μεγάλο προσόν της).
Αναρωτιέμαι, εάν όλοι αυτοί είναι ερασιτέχνες, ή επαγγελματίες; και αναφέρομαι σε όλους τους συνετέλεσες, πάνω και πίσω από την σκηνή, οι οποίοι δίνουν την ψυχή τους, δίνουν πνοή σε ένα κοινό όρμα, ποιούν ήθος!
Τέλος σημαντικό είναι να τονιστεί ότι τα έσοδα των παρατάσεων δόθηκαν για τις ανάγκες του συλλόγου Μαζί σου, γεγονός που αναδεικνύει και το κοινωνικό πρόσωπο της Θεατρικής Ομάδας και τις ανθρωπιστικές αρχές που ενστερνίζονται τα μέλη της.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ είναι πολύ λίγο για ανταμοιβή σε αυτό που μας προσφέρουν απλόχερα με την τέχνη, το ταλέντο και την ευαισθησία τους.
Εύγε!