Τέχνη και άνθρωπος: Καθρεφτίσματα διαχωρισμών και ολικές ταυτίσεις (Γράφει ο Αργύρης Σακαλής)

/

Μέσα στη πάροδο των τελευταίων δεκαετιών, ο διαχωρισμός μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας έχει μειωθεί αισθητά. Σε αυτό το περιβάλλον, η ταύτιση του καλλιτεχνικού έργου με την προσωπική αξία ενός ανθρώπου γίνεται ολοένα και εντονότερη, πιθανά και λόγω της συνεχιζόμενης έκθεσης που και οι ίδιοι ενίοτε τροφοδοτούν – παλαιότερα μέσω της τηλεόρασης, πλέον μέσω των κοινωνικών δικτύων.

Ο θάνατος ενός επιδραστικού μα και «αμφιλεγόμενου» καλλιτέχνη, τείνει συνεπώς να προκαλεί ευρεία γκάμα αντιδράσεων. Η πολύ πρόσφατη απώλεια του τραγουδοποιού, συνθέτη και στιχουργού που σημάδεψε τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, ήρθε να επιβεβαιώσει για πολλοστή φορά πως ο διαχωρισμός (ή η δυσκολία αυτού) μεταξύ καλλιτέχνη και ανθρώπου αποτελεί ζήτημα που επανέρχεται τακτικά στον δημόσιο διάλογο.

Από τη μια μεριά, άνθρωποι διαφορετικών γενεών που έχουν γαλουχηθεί ή εξερευνήσει τα τραγούδια και τους στίχους του μέσα στα χρόνια, έχουν συναισθηματικά φορτισμενες αντιδράσεις, με γλαφυρές περιγραφές και αναδρομές σε ένα παρελθόν γεμάτο μνήμες και εμπειρίες. Στις πιο ακραίες εκφράσεις αγάπης, ακόμα και η παραμικρή αναφορά σε οτιδήποτε αφορά προσωπικές απόψεις ή συμπεριφορές θεωρείται μέχρι και προσβλητική – ένδειξη ασέβειας μπροστά στο πένθος των ημερών και τη συνολική συνεισφορά του καλλιτέχνη.

Σε περιπτώσεις όπου και το ίδιο το κράτος αναγνωρίζει επίσημα την συνεισφορά του και η κηδεία γίνεται δημοσία δαπάνη εν μέσω «λαϊκού προσκυνήματος», είναι αναμενόμενο πως αρκετοί θρηνούν τον άνθρωπο πίσω από τον καλλιτέχνη – ή για την ακρίβεια ταυτίζουν τα δυο. Ουσιαστικά, επειδή τον αισθάνονται «δικό τους», η απώλεια γιγαντώνεται και αποτελεί ταυτοτικό ζήτημα, όπως όταν χάνει κανείς άνθρωπο του στενού οικογενειακού του κύκλου.

Από την άλλη μεριά, μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων νιώθει την ανάγκη να διαχωρίσει την εκτίμηση που μπορεί να έχει μεν για το έργο του καλλιτέχνη, αλλά να υπερτονίσει πως λόγω «ιδιαίτερων» απόψεων ή/και συμπεριφορών του μέσα στο χρόνο, τους είναι πολύ δύσκολο να αντιδράσουν με πένθιμο τρόπο. Πολύ συχνά αυτή η τυπική παραδοχή για την αξία του έργου, και ο φαινομενικός διαχωρισμός μεταξύ έργου και ανθρώπου, γίνεται μόνο κάτω από το βάρος των αντιδράσεων που γνωρίζουν πως θα προκαλέσει η ταύτιση μεταξύ ανθρώπου και καλλιτέχνη που έχουν κάνει – απλώς από μια αντίστροφη οπτική.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, υπόρρητα υπάρχει η παραδοχή πως αφού ο άνθρωπος πίσω από τον καλλιτέχνη «τα έλεγε στραβά» και δεν «ήταν δικός τους», αυτό κατ’ επέκταση μειώνει – ή τουλάχιστον «δεν τιμά» – και το ίδιο το έργο ή την αξία του καλλιτέχνη. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, αυτό οδηγεί σε μια ρητή απαρίθμηση «λόγων και πράξεων» που αποδεικνύει την χαμηλή ποιότητα του ανθρώπου πίσω από τον καλλιτέχνη, για ένα έργο το οποίο εν τέλει «δεν είναι και τόσο σημαντικό», ή εν πάσει περίπτωση «έχασε την αξία του» αφού «μέχρι και η κρατική εξουσία πενθεί την απώλεια του».

Προφανώς, αυτά δεν αφορούν μόνο την τάση των νεοελλήνων να πολώνονται για κάθε ζήτημα που μπορεί να πολιτικοποιηθεί. Για πολλούς άλλωστε η τέχνη είναι πολιτικό ζήτημα εν γένει: τι απόψεις και ιδέες εκφράζει φανερά ή υπόγεια ένα τραγούδι στους στίχους του ή πως οι μελωδίες και οι ρυθμοί αποτελούν ζώντες αναμνήσεις και τροφοδοτούν πολιτικούς σκοπούς και επιδιώξεις. Το βλέπουμε να συμβαίνει επανειλημμένως στην δημόσια σφαίρα και άλλων χωρών, όσων ακόμα επιτρέπουν τη δημόσια αμφισβήτηση ιδεών της καθεστηκυίας τάξης – είτε αυτές βρίσκονται στην εξουσία είτε όχι.

Είναι κρίσιμο να υπάρχει η δυνατότητα πραγματικού διαχωρισμού της αυθύπαρκτης αξίας που μπορεί να παραχθεί μέσω ενός καλλιτεχνικού έργου και των ελλατωμάτων ή προτερημάτων που έχει σε προσωπικό επίπεδο κάθε άνθρωπος. Εν προκειμένω, ο τρόπος με τον οποίο ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης συνδέονταν και εξέφραζε ένα συλλογικό θυμικό – όπως αυτό μεταβάλλονταν μέσα στο χρόνο – αποτελεί ικανή συνθήκη για όσους θέλουν, και μπορούν, να διαχωρίσουν την τέχνη από τον άνθρωπο. Είναι αυτή η ανάγκη για κάτι ευρύτερο από την πεπερασμένη μας ύπαρξη, που κινητοποιεί τη δημιουργία έργων τα οποία αποκαλύπτουν ή συνομιλούν με μύχιους πόθους και φόβους του καθένα μας, σαν μέλη μιας κοινωνίας.

Εν κατακλείδι, η τέχνη πρέπει να προσπαθεί να υπηρετεί την ανθρώπινη συνθήκη – πάνω και πέρα από αξιώσεις ισχύος που γίνονται στο όνομα της εκάστοτε κυρίαρχης ιδέας ή των ατελών ανθρώπων που τις τροφοδοτούν. Όποιος καλλιτέχνης καταφέρνει να διαμορφώσει καλλιτεχνική αυτονομία και να πηγαίνει εκεί που μόνο ο ίδιος επιθυμεί, προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες σε όλους μας – άσχετα αν συμφωνούμε ή όχι με τις ιδέες του. Η διατήρηση αυτής της αυτονομίας είναι απαραίτητη, στο δύσκολο αγώνα ενάντια σε ισοπεδωτικές τάσεις που ενδημούν στις ετερόνομες κοινωνιες, όπου κάθε απόπειρα παραγωγής λόγου και έργου οφείλει να υπηρετεί καταναγκαστικά τις θεσμισμένες ή μη μορφές εξουσίας. Ίσως έτσι τελικά μπορούμε να κάνουμε πράξη τη νιτσεϊκή φράση πως «έχουμε την τέχνη για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια».

Ο Αργύρης Σακαλής έχει σπουδάσει Οικονομικά
Και είναι ερευνητής στο Durham University

Προηγούμενο Άρθρο

Το τρίτο – και τελευταίο – πρόγραμμα στήριξης των γουνοποιητικών επιχειρήσεων ανακοίνωσε από την Καστοριά ο Υπ. Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος (φωτογραφίες)

Επόμενο Άρθρο

Π.Ε. Καστοριάς: Απολυμάνσεις μεταφορικών μέσων για την αποτροπή μετάδοσης της ευλογιάς

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ