Ιδανικός ο χειμωνιάτικος καιρός των γιορτινών ημερών, χωρίς βροχή και παγωνιά, στην πόλη που χαίρονταν με τους κατοίκους της το ξεχωριστό τριήμερο μαζί με τους επισκέπτες που την βρήκανε σε ώρες βραδινές με παρέες, με μπάντες που παίζανε ως τα χαράματα ασταμάτητα στους δρόμους και τις παρόδους της. Αυτές οι στιγμές είναι γεμάτες ζωή, χαρά, χορό και ξανάνιωμα. Κι εμείς οι ντόπιοι, οι γηγενείς ως άνθρωποι του τόπου ξαναείδαμε και αυτή τη φορά, τις όμορφες αλλά και τις άπρεπες πλευρές αυτής της τριήμερης παραδοσιακής γιορτής, και τα παιδιά μας αλλά και τα εγγόνια μας, να προβαίνουν σε ενέργειες απαράδεκτες, μέσα στο κέφι, όπου για κάποια απ΄ αυτά τα χαρούμενα ραγκουτσάρια δεν υπήρχε ίχνος λογικής.
Οι νεαροί καρναβαλιστές βρίσκανε τρόπους να φτάνουνε ως τα κεραμίδια των σπιτιών και να τα σπάνε…
Μετά το διάστημα αυτό έρχονται βροχές, τα σπίτια έχουνε πάθει ζημιά μέσα στο χειμώνα και οι νοικοκυραίοι κλαίνε το βιος τους, σε ώρες που τα ραγκουτσάρια – όχι όλα βέβαια – είχαν την ευθύνη… και στο σύνολο προσβάλει όλους τους φκιασμένους…
Εδώ και χρόνια… τα σκαλοπάτια και τα στενά που συνδέουν την οδό Μητροπόλεως – Τσαρσί με τις παράλληλες παρόδους, γίνονται τα άπρεπα συμβάντα. Οι νοικοκυραίοι δέχονται με στενοχώρια και απογοήτευση τα ούρα που αφήνουν στο πέρασμά τους τα χαρούμενα μπουλούκια, όταν συμβαίνει δε αυτό υπάρχουν και τα βυζαντινά ή μεταβυζαντινά μας εκκλησάκια, οπότε αυτό πληγώνει γείτονες και μη.
Στο Τσαρσί λοιπόν, κάτω από το κτίριο του Επιμελητηρίου βρίσκεται το εκκλησάκι των Εισοδίων της Παναγιάς και το τριήμερο 6-7-8 του πρώτου μήνα του χρόνου μυρίζει έντονα από τα ούρα των παιδιών μας, τα οποία ενδέχεται να μην γνωρίζουν πως εκεί υπάρχει ο ναός. Οι γείτονες μόλις τελειώνουν τα ραγκουτσάρια καθαρίζουν με δυνατά απορρυπαντικά τον χώρο που από ιερός γίνεται ανίερος.
Μέχρι και η κυρά Τσιουτσιούλα τσιτινιάστηκεν απ΄τις ουρσουζιές τους, ξεσφάλισεν του παραθύρι και άνοιξεν γλώσσα…
«Τι μασκαραλούκια τηρούν τα τζίβια μου ; Αμά στα άλλα Ραγκουτσάρια- να δώκει ου Θος νά΄ ειμαι ζουντανή, θα κάτσω ικεί σιμά στα σκαλιά, θα βαστάω κι ένα κουτί, και θα τα ειπώ… Να μπρε κουψουκέφαλα, φουρέστε απού ένα πάμπερ… και να μην σας ιδώ να κουντέψετε άλλη φουρά στην εκκλησιά…»
Καλή μας κυρά Τσιουτσιούλα σε καταλαβαίνουμε. Είναι άλλη γενιά αυτή ανήξερη αλλά ελπίζουμε πως αν δούνε ένα πανό που θα γράφει ότι εκεί υπάρχει βυζαντινή εκκλησία, από φιλότιμο και μόνον θα βρούνε κάποιον άλλον τόπο για να ξαλαφρώσουν…
Ανάμεσα στις παρόδους που επιλέγουν τα μπουλούκια τις παράλληλες παρόδους με το Τσαρσί είναι και η Τσόντου Βάρδα. Τα χαιρόμαστε που περνούν και κουβαλούνε με χαρά, ευγένεια και παιδεία την κληρονομημένη από παλιά συνήθεια της μεταμφίεσης.
Ως γείτονες οφείλουμε να τους ευχαριστήσουμε για τη διατήρηση του εθίμου και το αξιοπρεπές πέρασμά τους.
Μεταξύ αυτών ήταν και η παρέα του Γιώργου Ρουσούλη που περάσανε τη δεύτερη νύχτα του ΄Αη- Γιαννιού. Το χαρήκαμε ως γείτονες και κατεβήκαμε με τα κεράσματα των ημερών στο δρόμο, τηρώντας την παλιά συνήθεια, να προσφέρουμε ότι υπάρχει σε ώρες γιορτινές, σ΄ όλους τους μουσαφίρηδες που φτάνουν μέχρι την πόρτα μας.
Ο χρόνος θα ξανακάνει τον κύκλο του και ευχόμαστε να τα ξαναζήσουμε με την χαρά και την ευθυμία που τα αρμόζει.
Οι ευχές που μας δώσανε αυτά τα παιδιά, χόρτασαν την ψυχή μας. Νιώσαμε πως ήταν μια εξαιρετική ανταπόδοση που έρχονταν από παλιά πολύ παλιά… καθώς οι μεταμφιεσμένοι έκρυβαν τα πρόσωπά τους και μέρα του ΄Αη Γιάννη, επισκέπτονταν τους εορτάζοντες, ευχόμενοι στους σπιτιάτες καλή χρονιά, υγεία, προκοπή και χαροκόπα νέα. Αν το επιθυμούσαν και οι ίδιοι οι φκιασμένοι φανέρωναν τα πρόσωπά τους κι απλώνανε τα χέρια τους για να πάρουνε τις «ρόγες» δηλαδή το δώρο- κέρασμα ,διώχνοντας από τα Καστοριανά σπιτικά τα «κακά πνεύματα».
Κατά τους λαογράφους συμπολίτες μας Λούδη Σαχίνη και Λουκά Σιάνο τα Καστοριανά ραγκουτσάρια έχουν ρωμαϊκή προέλευση, η οποία συνεχίστηκε και στα βυζαντινά χρόνια και έφθασε ως τις μέρες μας.
Ας ευχηθούμε πως όλοι μας θα τηρήσουμε και πάλι του χρόνου την φιλοξενία και τον πολιτιστικό πατριωτισμό που χρειάζεται ο τόπος μας.
Μαρούλα Βέργου – Γκαμπέση