ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΖΙΩΤΖΗ ΜΠΑΣΑΚΥΡΟΥ…
ξεδιπλώθηκαν μια μια, το πρωϊνό της 23ης Ιουλίου 2015, όταν βρεθήκαμε στο φιλόξενο σπιτικό της Ελληνοκαναδέζας αδελφής του, κυρίας Σουλτάνας Μάντζιαρη, που μας υποδέχθηκε με το χαμόγελο, προσφέροντάς μας το εξαιρετικό ντόπιο πρωϊνό – μπρέκφαστ.
Στην παρέα προστέθηκε η εγγονή και η κόρη, κι όλοι περιμέναμε να μας μιλήσει για όσα βίωσε από τότε που πρωτομπήκε στα καστοριανά καράβια. ΄Ομορφο το πρωϊνό, κι από τη βεράντα που φύσαγε το δροσερό αεράκι φαίνονταν δυο σημαίες – Ελληνική και Καναδική- που ανέμιζαν και φανέρωναν την αγάπη της οικοδέσποινας για τις δυο πατρίδες.
Στο τραπέζι πέσανε πολλές ερωτήσεις κι ο κυρ Τζώτζης μας περιέγραψε γεγονότα, σκιτσάρισε εικόνες πούμειναν ζωντανές κι άσβηστες στο νου, παρά το πέρασμα του χρόνου… με συμβάντα άλλοτε καθημερινά κι άλλοτε πάλι σκληρά και δύσκολα.
Από παιδί μεγάλωσε δίπλα στα καράβια, που κινούσαν απ΄τα χαράματα να ταϊσουν τα Καστοριανά σπιτικά, με τους ψαράδες που αγωνίζονταν για το καθημερινό μεροκάματο και ήταν η ανάγκη που έσπρωχνε τα παιδιά των πολυμελών οικογενειών να βρούνε μια θέση εκεί, για να βοηθήσουν την οικογένεια να τα βγάλει πέρα.
Ωστόσο, υπήρχαν κι ευχάριστα διαλείμματα κι ανέμελες στιγμές, ιδίως τις καλοκαιρινές ώρες και τα ζεστά μεσημέρια… τότε που παρέες από εφήβους και μικρότερα παιδιά, βρίσκονταν στο γιοφύρι του Καρανά κι απολάμβαναν το κολύμπι, τις βουτιές, ξεκουφαίνοντας τους γείτονες με τις φωνές τους. ΄Ενας απ΄ αυτούς ο κυρ Γιάννης Σιδέρης που ήταν έτοιμος να χαρεί τη μεσημεριανή ξεκούραση, σαν είδε κι απόειδε πως δεν γίνονταν τίποτε, πήρε απόφαση, κατέβηκε φουρκισμένος ως την ακρολιμνιά, και τους πήρε όλα τα ρούχα. Σαν βγήκαν τα παιδιά απ΄τη λίμνη δεν βρήκαν τίποτε. ΄Αρχισε τότε ομαδικό κλάμα. Πέρασε κάμποση ώρα. Ο κυρ Γιάννης «λύγισε». Σηκώθηκε πάλι και άφησε τα ρούχα, ενώ εκείνα κλαίγανε ακόμη ολόγυμνα… Το περιστατικό ήταν από κείνα που θεωρούνται παιδιακίσια…κι αξέχαστα στα άγουρα χρόνια…
Το πρώτο του αφεντικό ήταν ο γέρο Ντοντόρτσες. Δίπλα του έμαθε τα χρέη του ψαρά…
Στα 1940 ήταν 11 χρονώ… ΄Υστερα αλλάξανε πολλά στην καθημερινότητα. Ακολούθησαν βομβαρδισμοί, δυσκολίες, πείνα, ανέχεια κι ο πατέρας να περιμένει τα κίτρινα κινίνα για την ελονοσία…, σε ώρες που πατρίδα κι άνθρωποι δοκιμάζονταν.
Χάρη στον πλούσιο γουνέμπορο θέιο, τον Χρήστο τον Χούρτα που είχε προκόψει στη Γερμανία, η οικογένεια με δικές του δαπάνες απέκτησε ένα καράβι ολόδικό τους. Από κει και μετά ο νεαρός Τζιώτζης κέρδιζε τα προς το ζειν. ΄Εκαμνε τακτικά το αγώγι – με μισή δραχμή το άτομο- από τη Σκάλα –θέση Σταυρός, ως την απέναντι όχθη (όπου σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο Τσάμης), μεταφέροντας τους παζαριώτες που προορίζονταν για το παζάρι της Χρούπιστας, ως εκεί. Αυτό γίνονταν κάθε Τρίτη. Το υπόλοιπο της διαδρομής οι παζαριώτες βαδίζανε περνώντας τους λοφίσκους και τις κατηφόρες, ως ότου να φθάσουνε στην αγορά.
Τα Σάββατα το καράβι εκτελούσε δρομολόγιο για το παζάρι του Μαυρόβου και τις Δευτέρες εξυπηρετούσε τους παζαριώτες της πόλης, που περίμεναν τον καραβοκύρη στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το στέκι των ταξί – αρχή οδού Αθανασίου Διάκου!!!Μαζί με τον Ντούρο τον ψαρά, φορτώνανε ψώνια και συμπολίτες , κάνοντας κάθε τόσο στάσεις έξω από τα σπιτικά τους.
Το καράβι ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς του. ΄Ένα καλοκαιρινό βράδυ τον πήρε ο ύπνος εκεί. Την επομένη όμως που ξύπνησε ήταν καταμελανιασμένος από τις βδέλλες που τον πέτυχαν στα λαιμά.
Στις βαρυχειμωνιές, όταν η λίμνη πάγωνε, έβρισκε ασχολία στα μαγαζόπλα τη γούνας ή έβγαζε το ταπεινό μεροκάματο σαν γκαρσόν στον Σμίλκο, προσμένοντας ν΄ αλλάξει ο καιρός, να ξαναπιάσει τα κουπιά, τα δίχτυα, τη λαγούτα… Κατοχή… φόβος, θάνατος, λόγω των δύσκολων καταστάσεων φύγανε οικογενειακώς βρίσκοντας καταφύγιο στο χωριό Ρουβινίκι, κοντά στις μικρολίμνες Ζάζαρη και Χειματίτιδα του νομού Φλώρινας. Πήραν μαζί τους και το καράβι… Τη μεταφορά του ανέλαβε ο Παντελής Σαναβίτης με το κάρο του. Το φόρτωσαν, πήραν τ΄ απαραίτητα κινώντας για το χωριό, βρίσκοντας ένα έρημο πλίνθινο σπιτικό , μη γνωρίζοντας πόσο καιρό θάμεναν εκεί…
Μέρες δύσκολες , μαύρες, ανέλπιδες, μακρυά από τον τόπο τους, αλλά δίπλα σε μια λίμνη που έδινε ψάρι και ένα μικρό μεροκάματο. Καθημερινά στην περιοχή κινούνταν οι αντάρτες, μέρα νύχτα και κρύβονταν στα καλάμια μαζί με τ΄ άλογά τους…
΄Ένα από τα πολύ επικίνδυνα βράδια, οικογενειακώς κοιμηθήκανε μεσ΄ στο καράβι σκεπασμένοι με τη γιάμπουλη.
Το διάστημα που παρέμειναν εκεί, η μικρή λίμνη Χειμαδίτιδα τους έδωσε ότι είχε και δεν είχε. Είδε τους ντόπιους να τοιμάζουν φωτιά, κι από απόσταση να ψένουν και να κάνουν καπνιστά τα ψάρια (ένας διαφορετικός τρόπος ψησίματος).
Τα χρόνια δύσκολα συνεχίστηκαν. Μετά από μήνες η οικογένεια επέστρεψε ξανά στην πόλη. Ο Τζιώτζης έμεινε μόνος εκεί, απέναντι από την Κλεισούρα, όπου πολλοί κάτοικοί της υποχρεώθηκαν κατόπιν διαταγής των γερμανικών στρατευμάτων ν΄ ανοίξουν ο καθένας τους το λάκκο του!!…
Ο κυρ Τζιώτζης διηγήθηκε άλλο ένα περιστατικό που συνέβη την περίοδο της κατοχής. Αποφάσισε να φύγει για λίγο από το Ρουβινίκι και να επιστρέψει στους δικούς του. Κρέμασε τον τουρβά του και το ξερό ψωμί,κι ολομόναχος άρχισε να ανηφορίζει προς τη μεριά της Κλεισούρας, περνώντας μέσα από τα πυκνά δασωμένα μέρη, ακούγωντας τα ουρλιαχτά των λύκων, φτάνοντας με την ψυχή στο στόμα στα ψηλότερα, κι ύστερα κατηφορίζοντας με μεγάλες δρασκελιές για τη Λιθιά.
Εκεί βρήκε δυο ακόμη συμπολίτες του, τον Λ. Γκουγκουλίτσα και τον Ρουσούλη. Οι τρεις τους συνέχισαν να βαδίζουν ως το Μαύροβο όπου βρήκανε για καλή τους τύχη, τους βαρκάρηδες Τάση και Πέτρο Νανά, που τους πήρανε στο καράβι για να τους φέρουν ως την Καστοριά. ΄Εναντι αμοιβής δώσανε μια οκά στάρι. Μεσ΄ στο βαθύ σκοτάδι έφτασαν στη μεριά του Ντολτσού. Ο Τζιώτζης μετά από καιρό έβρισκε το πατρικό σπίτι, τους δικούς του, τις αδελφές του, το φτωχικό φαϊ και την αγάπη ολονών. Μα αφού πέρασε ένα τριήμερο πήρε το δρόμο ξανά για το χωριό.
΄Ετσι πέρασεν αρκετός καιρός ,μήνες, ο χρόνος κύλησε… ως ότου νάρθουνε μέρες χαρωπές για όλους τους κατακτημένους. Τα κατοχικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τον τόπο… η πατρίδα χαίρονταν με τα παιδιά της κι η Βέμπο τραγουδούσε… τα καινούρια τραγούδια της λευτεριάς.
Η ζωή άρχισε να στρώνει. Ο Τζιώτζης ξαναβρέθηκε στο καράβι και την Ορεστιάδα λίμνη με τα ψάρια. ΄Ηρθε τότε σε συνεννόηση με τον Τ. Καρανά και τον Νατζή και αποφάσισαν να βρουν καλύτερο μεροκάματο στη μικρή Πρέσπα. Φορτώσανε και πάλι το καράβι στο κάρο του Σαναβίτη. Για τη διανυκτέρευση βρήκαν τα εγκατελειμμένα κι έρημα πια Πρεσπιώτικα σπιτικά στη ματωμένη και πένθιμη γη….
Το κουράγιο υπήρχε…
Η ζωή έτρεχε, κι οι ανάγκες πάντα ίδιες, για επιβίωση…
Μετά το μεροκάματο, σαν έπεφτε το σούρουπο , όλοι μαζί έψεναν στη μεγάλη μασίνα (που είχαν αφήσει οι αντάρτες), τ΄ άφθονα χέλια και τα ψάρια, ψένοντάς τα στους μεγάλους ταβάδες με τη φροντίδα μιας ντόπιας μπάμπως, πληρώνοντάς την με μια μερίδα φαϊ για τον κόπο της. Το διάστημα που παρέμεινε στην Πρέσπα γνώρισε κι άλλους έμπειρους ψαράδες και μετέπειτα συνεργάτες του: Βασίλη Τύπο, Γιάννη Χατζηγιάννη, αδελφούς Σωτήρη και Κώστα Πουρφιώτη, Νίκο Δεληδίνα.
1 956 τη μέρα των δημοτικών εκλογών, με το φορτηγό του Γιάννη Γκιμουρτζίνα, όλοι οι Καστοριανοί ψαράδες της Πρέσπας έφθασαν στην πόλη – πλήν ενός- για να ψηφίσουν τον νέο υποψήφιο Δήμαρχο Λάκη Παπαμαντζάρη.
΄Ετσι κυλούσε η καθημερινότητα κι ήρθε κάποια ώρα που άφησε πίσω την Πρέσπα. Νέες γνωριμίες και συνεργασίες ξεκίνησαν με τους ψαράδες Νατζή και Χωματόπουλο. Τα δίχτυα έφερναν πολύ ψάρι, το μεροκάματο ήταν αρκετά ικανοποιητικό κι η οικογένεια επι ποδός –η μάνα πουλούσε ψάρια με το καλάθι, σ΄ όλη τη γειτονιά της τούμπας , του ΄Αη Μηνά και των Αγίων Θεολόγων , περνώντας από σπίτι σε σπίτι, ενώ η νεαρή Σουλτάνα μπάλωνε τα δίχτυα…
Οι δουλειές ανοίξανε. Εκτός από τις ντόπιες πωλήσεις έστελνε ψάρια- ιδίως γριβάδια- στην Αθήνα με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ , τυλιγμένα καλά σ΄ εφημερίδες, καθαρισμένα από εντόσθια και λέπια. Από νωρίτερα μέσω τηλεγραφείου ειδοποιούσε τους πελάτες να παραλάβουνε το θησαυρό… της λίμνης.
- ΄Ηρθεν ο καιρός που ο Τζιώτζης παντρεύτηκε, απέκτησε οικογένεια και παιδιά. Κι όλα κυλούσαν με τον καθημερινό αγώνα και την προσπάθεια που κατέβαλε για το νέο σπιτικό του.
Οι τσέπες του Τζιώτζη γέμιζαν παράδες, ξεχείλιζαν σχεδόν… Οι κόποι και οι θυσίες του ανταμείβονταν, οι περισσότερες ώρες περνούσαν πάντα εκεί στα λιμνίσια νερά, με την υπομονή και τα δίχτυα στα χέρια νυχθημερόν, γιορτές και σχόλες. Και ν΄ ακούει μες στο σκοτάδι απ΄το καράβι τα βγιελιά να παίζουνε στο αντικρυνό Μαύροβο και την Πολυκάρπη, κι αυτός εκεί, στο χρέος, μακρυά από τα τραπέζια και τα γλέντια του δωδεκαημέρου…
Αυτά μας παράδειξε ο συνταξιούχος άξιος ψαράς (που εξακολουθεί να βγαίνει και να αλιεύει ότι πιάσει το δίχτυ για το κέφι του) εκείνο το καλοκαιρινό πρωϊνό ,κι ήρθε η ώρα όλα αυτά να γίνουν μια μικρή ιστορία, για την εφημερίδα «Φωνή της Καστοριάς».
Μπορεί να μην εργάζεται πια σαν επαγγελματίας , η αγάπη όμως των δικών του είναι η καλύτερη ανταμοιβή, κι αυτό μετράει πολύ για κείνον ύστερα από 75 χρόνια συνεχούς προσφοράς.
Τα σέβη μου κ. Τζιώτζη και εύχομαι καλό Φθινόπωρο… και σε σένα κυρία Σουλτάνα να ευχηθώ καλή αντάμωση με το καλό το επόμενο καλοκαίρι.