Φτάνοντας ως τα ψηλά βουνά (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Κι όλα αυτά που θαυμάσαμε, που περάσανε μέσα από τη σκέψη, που μας λύπησαν ή που μας θυμίσανε κάποια γεγονότα, γενημμένα μέσα στη φωτιά, με τα οπλισμένα παιδιά μιας άλλης εποχής, τυλιγμένης στο μίσος, αφημένης τώρα μέσα στα σιωπηλά τοπία που ανταμώσαμε, σημειωμένα μέσα σε ένα ξεχασμένο τεφτέρι. Σ΄ αυτό το τεφτέρι περιγράφονται τα γάργαρα νερά, τα πυκνά δάση , τα ψηλά βουνά, στα όρια της μάνας και της πληγωμένης πατρίδας πριν το 1950. Εμείς που φτάσαμε σ΄ άλλες εποχές – πόσο μακρινές μοιάζουν…  γιατί εκτός από τον χρόνο που πέρασε, είναι που βρήκαμε το τοπίο σε ώρες Αυγουστιάτικες, με απαλόηχο άνεμο, που σιγοκουνούσε τα καταπράσινα τρυφερά φύλλα και τα κλωνιά των δέντρων, ενώ τ΄ αγριολούλουδα κάτω στο χώμα και την φιλόξενη γη βρίσκονταν ανθισμένα και πολύχρωμα μαζί με τις μέλισσες που φτάνανε ως τα ροδοπέταλά τους, να πάρουν τις μυρωδιές και την γύρη τους σε ύψος 1.730 μέτρων. Πίσω από το ολόγυμνο βουνό βρίσκεται ο Αλβανικός κόσμος – ένα μέρος τουλάχιστον – και από κάποια μονοπάτια, εισέρχονται κάποιοι γείτονές μας, φτάνουν στα ελληνικά όρια, για να κόψουν, ν΄αποσπάσουν τις πανέμορφες ορχιδέες που απ΄ ότι ψυθυρίζεται ταξιδεύουνε από εκεί ως τις βόρειες χώρες, όπου οι βιομηχανίες τους, κυρίως φαρμακευτικές χρησιμοποιούν τα αιθέρια έλαιά τους για να γεμίσουν πολλά κομψά και ελκυστικά μπουκαλάκια με τα θεσπέσια αρώματα που προέρχονται από τις άγριες ορχιδέες του Γράμμου. Γεμάτες οι πλαγιές κατά την εποχή της ανθοφορίας τους.

Ο Γράμμος «χάνει» τα λουλούδια και μάλλον κανείς δεν ενδιαφέρεται για την προστασία και την ιδιαιτερότητά τους. Κι όμως όλα αυτά τα όμορφα άνθη θυμίζουν περιβαλλοντική ασπίδα στα σύνορά μας, μαζί με όλα τα φυτά, τις λίμνες, το τιτίβισμα των πουλιών, τα τρεχούμενα ρυάκια, τα σκιερά δάση που περνούμε ως επισκέπτες και παίρνουμε κανονικές πνευματικές πειρατείες , και ότι μπορεί να κρατήσει η ματιά μας από τον φυσικό πλούτο, συν τον γαλανόλευκο καλοκαιρινό ουρανό, που στέκει από ψηλά κατακάθαρος…

Τον ψάξαμε τον τόπο όσο μπορέσαμε έως ότου δύσει ο  ήλιος, ο μεγάλος ανατολίτης μας, έως ότου φτάσαμε ως τις ξακουστές λίμνες, βρήκαμε τον τρίτωνα «απόγονο» των τεράστιων δεινοσαύρων που πέρασαν εκατομμύρια  χρόνια πριν από τον γαλάζιο πλανήτη. Κάθε τόσο νέα αυτοκίνητα ανεβαίνανε για να απολαύσουνε οι ταξιδιώτες όλα όσα στολίζουν αυτά τα μέρη, σ΄ αυτόν τον πονεμένο και περήφανο τόπο όπου ακούστηκε κάποτε το ηχηρό «ΟΧΙ» και το «Αέρα» και ίσως απομένουν ακόμη κάποια ξεχασμένα οστά παλληκαριών απο τότε και από τα χρόνια του εμφυλίου.

Ευτυχώς σ΄ αυτή τη γη τώρα πλέον υπάρχει το πάρκο της αγάπης και της συγχώρεσης. Μνήμες όσων ζήσανε –δικοί μας άνθρωποι- σε ώρες αντίστασης κι άκρατου μίσους και σε κουρφοβούνια που θεωρούνται μάρτυρες μαζί μ ΄όλα τα δέντρα, τα έλατα, τις σημίδες, τα πεύκα, κι όλη την χλωρίδα και την πανίδα που υπάρχει εδώ. Σ΄ έναν βιότοπο όπου συνυπάρχουνε τ΄ αρπακτικά πουλιά  στα ψηλά και στα χαμηλά τα ελάφια, οι λύκοι, τα τσακάλια, οι αρκούδες, οι ασβοί, και οι νυφίτσες, κι ανάμεσά τους και πάλι κι άλλες ιτιές, λεύκες, πλατάνια, σκλήθρα καταπράσινα το καλοκαίρι, και κατάλευκα όλο τον βαρύ χειμώνα, με στρωμένα τα λευκά από χιόνι μονοπάτια, κι ότι υπάρχει πάνω σ΄ αυτή τη γη που σκεπάζει και τα νεκρά παλληκάρια μας, στεριανούς και νησιώτες  της μάνας πατρίδας, που μαυροφόρεσε για χρόνια, έβαψε τα ρούχα της με μπογιά μέσα στα καζάνια , για να ξαναφορεθούν λόγω της φτώχειας και του καημού που τις συνόδευε… στο βαρύ πένθος…

Δεν τα βλέπει κανείς όλ΄ αυτά, μα τα νιώθει, γιατί ήταν σώματα νεανικά που δεν προλάβανε να γιορτάσουν τον έρωτα, κι αν ο Πλούτωνας τους βαστάει στα παλάτια του, εκείνοι είναι ζωντανοί στην θύμησή μας, και τις οικογενειακές φωτογραφίες που απέμειναν. Είναι και ο ποιητής που θρηνεί την απουσία τους.

ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ

«Κείνοι που έπραξαν το κακό… τους πήρε μαύρο σύννεφο μα εκείνοι που αντίκρυσαν τους δρόμους του ουρανού ανεβαίνουν τώρα μοναχοί και ολόλαμπροι…»

Αμέτρητες οι πεταλούδες που πετούν αδιάκοπα μαζί με τις μέλισσες (υπηρέτρια ήταν η μέλισσα της Θεάς Δήμητρας που την μεταμόρφωσε σε έντομο όταν περηφανεύτηκε για την νοικοκυροσύνη της)

Τα νερά της λίμνης Μουτσάλια με τ΄αλαφρό τους κυματάκι  -ομορφαίνει  κι άλλο τα νερά της- περιτριγυρισμένα από αγριόχορτα και χαμολούλουδα. Κι όταν έχει κανείς χορτάσει όλα όσα συνάντησε στο διάβα του, αισθάνεται πως πήρε δώρα ακριβά από το ανέβασμα στον Γράμμο. Μαζεύουμε και πάλι τα καλάθια μας άδεια από την εκδρομή μας, καταγράφοντας στο αποθηκοφυλάκιο της μνήμης, όσα είδαμε και  νιώσαμε.

Χαίρε ω πανύψηλο βουνό με την ομορφιά και την ιστορία σου, και το πάρκο της συμφιλίωσης. Επίσης μ΄ όλους εκείνους που ξέρουν ν΄ αγαπούν και να συγχωρούν, αφήνοντας τα μίση μόνο  σε εωσφόρες μορφές. Ο Γράμμος είναι αγάπη, είναι φύση και νιάτα που δεν προλάβανε να ζήσουν ειρηνικά, για όλους όσους πέσανε υπέρ βωμών και εστιών. ΄Οσο για μας παιδιά των επόμενων χρόνων που διαδέχθηκαν νέες ιστορικές διαδρομές, ας θυμηθούμε λόγια ποιητικά ξανά, που πρέπουν για το εγγύς μέλλον και κοπιάζουν για την αγάπη και την ειρήνη του κόσμου.

Υ.Γ.

25 ΚΑΙ ΚΆΤΙ ΤΟΥ ΜΉΝΑ Νοεμβρίου 2025.

Μπορεί το πανύψηλο βουνό και ιστορικά αποδεκτό για τους αγώνες του, να μην ξεχαστεί, να στέκει εκεί, να θυμάται πόσα πέρασε, τις δύσκολες μέρες, με τα παλληκάρια που μείναν στη γη του. Γι αυτό τώρα έχει θυμώσει, έχει αγριέψει από την ανθρώπινη συμπεριφορά, δείχνοντας απέναντί μας την περιφρόνηση που εμείς οι ίδιοι δείξαμε τα πρόσφατα χρόνια στο περιβάλλον, μετρώντας τα σφάλματα που οδηγήσανε τον πλανήτη μας σε πολλά αδιέξοδα. Εδώ χωράει και η παροιμία «εδώ καράβια καίγονται ψαρόβαρκες που πάτε…»

Μαζί με τον πληγωμένο Γράμμο ακολούθησε ο Αλιάκμωνας φανερώνοντας κι αυτός την οργή του. Τα παθήματα αυτά είναι δείγματα της κακομεταχείρισης του πλανήτη από εκείνους τους αγνώμονες, αλλά ισχυρούς ηγεμόνες και ηγεμονίσκους που  «γράφουν» στα παλιά τους τα παπούτσια την τύχη της γης και των κατοίκων της. Κι έτσι… απομένει η μητέρα γη που μας τρέφει κι εμείς την ποδοπατούμε, ενώ εκείνη κραυγάζει, κλαίει γοερά για τις επόμενες γενιές. Κανένας απ΄ αυτούς τους ισχυρούς δεν τα παίρνει στα σοβαρά, κανενός το αυτί δεν ιδρώνει. Η απληστία είναι το κίνητρό τους. Απομένουν οι συνειδητές φωνές που δεν τις βλέπουμε εύκολα, δεν τις ακούμε, μα υπάρχουν και πνίγονται μέσα στο αλαλούμ, καθώς η γη κινείται –όπως γνωρίζουμε- γύρω από τον εαυτό της και τον ήλιο, έως ότου… φτάσει ο κόμπος στο χτένι και τότε θα βρεθεί σ΄ ένα παγκόσμιο ναυάγιο αβοήθητη, όπου οι νέοι απόγονοι του Νώε θα φτιάξουν τη δική τους κιβωτό…

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΑΚΟΥ

Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί. Μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε από τον ήλιο. Μ΄ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης βγαίνουνε στην καρδιάμου… Μη ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ΄ ακούς;  Να ΄ρθείς.

Προηγούμενο Άρθρο

Βιβλιοπαρουσίαση “Χρονικοί Προσανατολισμοί” (Γράφει: Ο Λεωνίδας Θ. Πουλιόπουλος.[1])

Επόμενο Άρθρο

Συμμετέχουμε όλοι σήμερα και αύριο στην αναβίωση της “Βόλτας στο Τσαρσί”

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ