Η παραγωγή ελαιόλαδου έχει σημειώσει σημαντική άνθηση τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα ανήκει διαχρονικά στους μεγαλύτερους παραγωγούς παγκοσμίως, και αποτελεί μάλιστα ένα από τα επτά ιδρυτικά μέλη του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιόλαδου (International Olive Council – IOC), που ιδρύθηκε το 1959 με έδρα τη Μαδρίτη. Ο Οργανισμός έχει ως αποστολή την παρακολούθηση της ποιότητας και της παραγωγής ελαιόλαδου, την ενίσχυση της τεχνικής συνεργασίας και τη στήριξη των χωρών-μελών, παρέχοντάς τους αξιόπιστα δεδομένα και διεθνή προώθηση.
Σύμφωνα με το IOC, για την περίοδο 2023-24 η παγκόσμια παραγωγή ανήλθε σε 2,6 εκατ. τόνους, μειωμένη κατά 7% σε σχέση με τον προηγούμενο παραγωγικό κύκλο, ενώ για την περίοδο 2024-25 εκτιμάται πως θα υπάρξει σημαντική ανάκαμψη κατά 32%, φτάνοντας τους 3,4 εκατ. τόνους [1]. Αντίστοιχα, για την περασμένη περίοδο η παγκόσμια κατανάλωση έφτασε στους 2,8 εκατ. τόνους και προβλέπεται ότι φέτος θα αυξηθεί κατά 10%, αγγίζοντας στους 3,1 εκατ. τόνους.
Στην Ελλάδα, η παραγωγή για το 2023-24 υποχώρησε στους 175 χιλ. τόνους, παρουσιάζοντας πτώση 49%. Ωστόσο, για το 2024-25 αναμένεται σημαντική ανάκαμψη στους 250 χιλ. τόνους, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της προηγούμενης 5ετίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό του παραγόμενου ελαιόλαδου κατευθύνεται στο εξωτερικό, καθώς το ελαιόλαδο αποτελεί ένα από τα κυριότερα εξαγώγιμα γεωργικά προϊόντα της χώρας.
Ωστόσο, ένα πάγιο διαρθρωτικό πρόβλημα του κλάδου στην Ελλάδα εξακολουθεί να υφίσταται: μεγάλο μέρος των εξαγωγών γίνεται σε χύμα μορφή.
Διαβάστε τη συνέχεια στο greekonomics.gr