Πικρός και γλυκός καφές (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Το σπιτικό του κυρ Ναούμ έλαμπε από την πάστρα… δουξάτο, χειμωνιάτικο, μαγαζόπλο, μαγειριό ήταν όλα στην … τρίχα…

Καστοριά, καλοκαίρι του 1909 και ένα προξενιό «αναστάτωσε» τους νοικοκυραίους, όταν μια προξενήτρα από τον μαχαλά τους πετυχημένη στα συνοικέσια, τους έφερεν μαντάτα για την πρώτη κόρη της οικογένειας. Τεχνήτρα τρανή η κυρά Μαλαματή, με αλήθειες και μικροψέματα, τα ταίριαζε μια χαρά, και έπαιρνε το μαντήλι, τόριχνε στον ώμο της να την δούν όλοι οι γείτονες και να θαμάξουν…

Οι κόρες του Ναούμ και της Κασσιανής, η Ντότα και η Γαλάτεια ήταν δίδυμες κι όμοιες σαν δυο σταγόνες νερό. Την Ντότα την αποκαλούσαν τρανή και την άλλη τσιούτσιανη επειδή είχαν διαφορά ενός τετάρτου στη γέννα. Ακολούθησαν και οι δυο γιοί, οπότε το σπίτι είχε οκτώ νοματαίους μαζί με τους γονέους του Ναούμ.

Μένανε κοντά στην Παναγιά τη Ρασιώτισσα, λίγο πιο χαμηλά από την Παναγιά του Μουζεβίκη, απολαμβάνοντας από τον ηλιακό του σπιτιού τους τη λίμνη που έμοιαζε μ΄ έναν κατακάθαρο δουξάτο, με τον καλοχτένη να την «χτενίζει» όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, ιδίως τις πρωϊνές ώρες. Το αγέρι αυτό έφτανε από την Αδριατική θάλασσα, περνούσε όρη και βουνά, συναντώντας τον ορεινό όγκο του Βιτσίου. Εξασθενημένος πια έφτανε ως τη λίμνη, σαν αύρα, σαν «ούριος άνεμος», καταλήγοντας στην επιφάνεια της Ορεστιάδος.

Καλοκαίρι του 1909, και η προξενήτρα, η κυρά Μαλαματή έβαλε τα καλά της ρούχα, γυαλίστηκεν ψα στον καθρέφτη και κίνησεν για το πατρικό σπίτι του Χρυσού που έφτασεν μετά πέντε χρόνια στο Κάστρο μας από τα Παρίσια…

«Της επιστήμης και των γραμμάτων

πόλις μεγάλη

ίσως δεν είναι σαν το Παρίσι

στον κόσμο άλλη

Θέατρα, πάρκα κι άξια λόγου

πολλά μουσικά

κάθε αρρώστιας και μαλακίας

νοσοκομεία»

 (Αργύριου Παπαδίσκου)

Καστοριά 1909,

Η θαυματουργή προξενήτρα, αφού τα μίλησεν και τα συμφώνησεν με τους γονέους του Χρυσού, πήραν το δρόμο οικογενειακώς ως το σπίτι της υποψήφιας νύφης, της χαϊδεμένης τους, απού είχε και τ΄ όνομα της γιαγιάς που καρτερούσεν ν΄ ακούσει τα ευχάριστα.

Η Θεοδότα ήταν έτοιμη, καλοχτενισμένη, με την κοτσίδα κουλουριασμένη στο κεφάλι της, φορώντας το μακρύ από ταφτά φόρεμα, σε θαλασσί, ύφασμα ακριβό από το Σιάμι (Συρία) φερμένο.

Η δεύτερη, η «τσιούτσανη» έβαλεν το ροζ με τα τριανταφυλλάκια, έχοντας δεμένη στην μακριά της κοτσίδα μια ροζέ κορδέλα πλεγμένη με τα μαλλιά της, έτοιμη να κάνει την κεράστρα.

Κυριακή,… Αύγουστος ήταν και σαν σχόλασε η εκκλησιά των Αγίων Αποστόλων, οι ενδιαφερόμενοι έφτακαν ως την πόρτα του σπιτιού, συνοδευόμενοι από τη στρουμπουλή Μαλαματή η οποία βάρεσεν το τσιουκαλίδι συνθηματικά δυο φορές.

Ο κυρ Ναούμ ήταν ήδη στο κατώφλι. Τους καλοδέχθηκε και τους οδήγησε ως το γιορτινό δωμάτιο όπου θα γίνονταν οι πρώτες κουβέντες και η κόρη θα τον έβλεπε από το καφασωτό παραθυράκι. Μαζί με τον κυρ Ναούμ από δίπλα και η μητέρα της υποψήφιας η Κασσιανή που με σεμνό τρόπο καλωσόρισε τους θειούς του Χρυσού και την προξενήτρα, προτείνοντας να καθίσουν στην κρεββάτα του δωματίου , ενώ εκείνοι περιεργάζονταν τη ζωγραφική στον τοίχο με ένα τοπίο της Λειψίας, όπου ο Ναούμης έζησε τα πρώτα του νεανικά χρόνια εργαζόμενος στο γουναράδικο των Παπαμόσχηδων. Εκεί έγινεν προκαταρκτικά μια σύντομη κουβέντα για τις δουλειές, έως ότου ψηθεί κι ο καφές…

-Τι χαμπέρια έχεις από τη Λειψία;

-Ε σάματι καλά είναι τα πράματα, ου ανηψός μου ου Μπότκας της Φάσας, ήρθεν τις προυάλλες και ήφερεν χαρακόπα νέα γιε του νέο μαγαζί στην Γκαίτε οτράσσε. Ιγώ υπολουγίζω να πάνω στου παναήρι των Αρχαγγέλων 8 Νοεμβρίου. ΄Εχουμε έτοιμο πράμα απού κουματιαστά, μουτόγουνες κι από άλλα απού τώρα θα τα σταματώσουμε… Ισείς τι ράβετε; Σάματι τ΄αυτιά μου πήραν χαμπέρι ότι τα στέλνετε στου Λουνδίνο και του Παρίσι, ειπέ με αν λάθεψα τίπουτες…

-Καλά τα λες,  να τώρα ου Χρυσός θα σε παραδείξει, γύρισεν στο μέρος του υποψήφιου, ο οποίος πήρε τον λόγον λέγοντας…

– ΄Ολοι όσοι φτάνουμε στου Παρίσι ανταμώνουμε του Μαζαρίν κι έχουμε γαρνιτούρες και γούνες από νούρκα γιε πούλημα. ΄Υσταρνα πααίνουμε στους Εβραίους να πάρουμε χουρδά. Σ’ ένα καφενείο στο «Σαν Μισέλ» γένουντε κι άλλες συμφουνίες, με τους Γάλλους εμπόρους απου τους δικούς μας τους λιένε «μαρσιάν φουρούρ πελετερί».

Δεν πρόλαβεν να πει άλλα, γιατί ήλθεν ου καφές… ο οποίος ήταν πικρός μεν, επειδή η Θεοδότα όπως τον κοίταζεν από το παραθυράκι το καφασωτό, σαν κοντό τον είδε, σαν με αραιά μαλλιά, σαν καμπούρη, κι έδωσεν μήνυμα ότι δεν γένεται τίπουτες…

Την ώρα όμως που ήρθεν ου νταμπλάς με την κεράστρα, ο Χρυσός παρλακώθηκεν από την ομορφιά της. Ποιο ήταν αυτό το τσιουπί με τα πράσινα μάτια και  την πλεξούδα καταή;… Ου Χρυσός δεν νοιάστηκε γιε τουν καφέ απού ήταν πικρός επειδής τουν άρεσεν η κεράστρα…

Σηκώθηκαν, χαιρέτησαν και φεύγοντας από του σπιτικό των παρ΄ ολίγον συμπεθέρων, πιάνει ο Χρυσός τη Μαλαματή απού ήταν σαν ζεματισμένο ματσί. Την παίρνει απού κουντά και την λέγει…

-΄Ακου κυρά Μαλαματή, θα πάνεις ίσα τώρα και να ειπείς ότι ηγώ θέλω την κεράστρα. Ιγώ καρτερώ ιδώ, τράβα ειπέ τι σ΄ είπα…

Τουν κοιτάει ένα χόβι κι αυτή, κι όπως ήταν σκασμένη τουν λέγει:

  • Κάτσε μπρε μπέτσκα μου, θες να κάμω προξενιό νέο; Ε ε ε κι αύριγιο μέρα είναι …

-Τώρα πάνε , τη λέγει ο Χρυσός, σύρε και καρτερώ ιδώ  κι έλα να με ειπείς, τι σ΄ είπαν και δε με μέλει αν δίνουν τράχουμα … ακούς;

΄Ετσι η Μαλαματή έκανε μεταβολή και πήρε τον κατήφορο κι από την Παναγιά τη Ρασιώτισσα σέφκεν στου σουκάκι, βάρεσε πάλε του τσιουκαλίδι του κυρ Ναούμ και της Κασσιανής.

΄Εμειναν με του στόμα άνοιχτό όλοι τους…

Του ίδιο απόγιουμα της Κεργιακής γιάτοι πάλε οι θειοί κι ου Χρυσός , βαρεμένος από τα βέλη του μικροθεού του ΄Ερωτα, που τον βρήκε στο κούτελο τον έρμο. ΄Εκατσαν πάλε στου γιορτινό κι ου Χρυσός παίρνει τουν λόγον

  • ΄Ολοι νουγούμε γιτί είμαστε ιδώ… δεν θέλω άλλον καφέν, μόνο θέλω την τσιούπω απού μας κέρασεν… Βγαίνει απ΄ του δουμάτιο η Μαλαματή και σε λίγο φέρνει την Γαλάτεια μέσα…

Ειπέ κι ισύ τσιούπω μου αν τουν θες τουν Χρυσούλη μας, απού σε είδεν και γιε τίπουτες άλλο δεν νοιάστηκεν. Το κορίτσι αντράπκεν η καρδούλα του κόντευεν να σπάσει μα χαμογελούσε κι αυτό ήταν καλό χαμπέρι…

Βγαίνει η Θεοδότα η κεράστρα τους δίνει τουν καφέ. Πίνει εκείνος είναι γλυκός… κοιτάει τη μια, τηράει την άλλη να μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό…

-Γαλάτεια… ουμίλα, γλήγουρα, πουλλά σανιάσματα είχαμε, άλλα δεν μπουρώ…

Κι είπε το ναι η κόρη, κι έσιαξαν τα σανιασμένα…

΄Οσο για τη Θεοδότα, αυτή πάλε ένα χρόνο αργότερα μέσα στο ζεστό καλοκαίρι του 1910, σέφκαν μ΄ άλλες γυναίκες απ΄ τα Πετσιά στη λίμνη, εκεί στην αυγατή του Καρανά, απολαμβάνοντας το μεσημεριανό μπάνιο. Βάνει η κοπέλα μια φουνή απού ακούστηκεν ως τον Ντουλτσό και το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής… Το πόδι της είχε μπερδευτεί μέσα στα πυκνά βούρια και δεν μπορούσε να ξεφύγει…

Τότε… ο Μάρκος του Ρούμπα μπήκεν στο νερό και την τράβηξε από τα φύκια. Για «τα μάτια του κόσμου» πήρε μέρος στο προξενιό και η κυρά Μαλαματή… η άξια, αυτή που θόλωνε τα νερά και δεν χρειάστηκαν καν για καν να τα θολώσει…

Αυτά κι αυτά και τη τύχης τα γραφτά…

Προηγούμενο Άρθρο

Σούπερ μάρκετ: Με λίστα και τρόμο τα ψώνια – Στα ύψη οι τιμές σε γαλακτοκομικά και κρέας τον Σεπτέμβριο

Επόμενο Άρθρο

Περιθώριο 4 μηνών για τις e-αποδείξεις

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ