‘Ελα να πάμε στο νησί… (Γράφει η Μαρούλα Βέργου-Γκαμπέση)

 

Άνοιξη του 1932…

Ξημερώνει η γιορτή της Αναλήψεως, σαρράντα μέρες μετά την Ανάσταση. Τελευταία μέρα του Πάσχα, κι ο κόσμος ακόμα μια φορά θα ψάλλει το «Χριστός Ανέστη»

Μόλις που ο ήλιος πρόβαλε από τα μακρινά μαβιά βουνά και οι ακτίνες του πρωτοχαϊδεύουνε με τρυφεράδα τη γη, τ΄ αμπέλια, τα χωράφια,  τους καταπράσινους βοσκοτόπους, τα χωριά και τα χωριουδάκια και την πόλη της Καστοριάς, καθώς ο κόσμος της από ταχιά ήταν στο πόδι, έτοιμος να γιορτάσει την Ανάληψη του Κυρίου – ημέρα Πέμπτη πάντα –  και να επισκεφτεί τον εορτάζοντα ναό, που τους πρόσμενε κάθε χρόνο, το αντικρινό χωριό, στους Ντουπιάκους, σημερινό Δισπηλιό.

Από τη χερσόνησο, και τη μεριά του Ντολτσού με το που χάραξε η μέρα – το΄νιωθε ο καθένας κάτοικος – ότι οι Καστοριανές οικογένειες θα κινούσαν σε λίγο με τα καράβια και με προορισμό τις απέναντι όχθες.

Το καράβι εξακολουθούσε να είναι μέσο μετακίνησης, διότι οι παραλίμνιοι δρόμοι δεν είχαν ακόμη χαραχθεί. ΄Οσοι λοιπόν συμπολίτες κι οι πιο πολλοί είχαν δικό τους καράβι, μάζωναν από νωρίς τα δίχτυα, τα κουφίνια, κι ότι άλλο υπήρχε μέσα, για να μπορέσουνε να χωρέσουνε οι δικοί τους, τα σόγια τους , τα τρανά και τα μικρά παιδιά που με ενθουσιασμό έπαιρναν μέρος στο σύντομο μικρό ταξίδι προς το «νησί».

΄Ετοιμα τα κουπιά, πανέτοιμος ο κύρης – γκιμιτζής που θα τα πιάσει, δεμένα στα μπουξιά όλα τα φαγουλάτα που η νοικοκυρά του σπιτιού από την προηγούμενη έκαμε όλα τα χρέη της, ώστε μετά την εκκλησιά να κάτσουνε όλοι μαζί καταής στην πρασινισμένη και μυροβόλα γη, να στρώσουνε τα κιλίμια τους και τα τραπεζομάντηλα, καθισμένη η κάθε φαμελιά η μια πλάϊ στην άλλη, τοποθετώντας ότι έφερε για το μεσημεριανό, μ΄ όλα τα νοικοκυρεμένα παρασκευάσματα.

Η Νούμτα μέσα στα μπουξιά της αράδιασεν τα χρειαζούμενα, τα περδικωτά αυγά, το τυρί, το παρμάκι, τα κρουμιδούλια και τα φρέσκα σκορδάκια, μαζί και την τραγανιστή πίτα με γέμιση πράσα τυρί και αυγά.

-΄Αϊντε Νούμτα – βάνει μια φουνή ο Νάσιος – έλατε, σέβατε μέσα, ώρα να κινήσουμε… Πρώτα μπαίνουν οι γουνέοι, ύστερνα η Νούμτα με τα μικρά και τελευταία η τρανή θυγατέρα η Χαριτίνη που στέκει στην πίσω πρύμνη μοιράζοντας τη θέση με τη μητέρα της, ενώ πάππος και γιάγια κάθονται στην άλλη. ΄Οσο για τα μικρά αγόρια, μια κουρελού στρώθηκε στον πάτο του καραβιού.

Από την διπλανή αυγατή του κυρ Γιαννάκη και λίγο πιο πέρα την αυγατή του Καρανά, κινούν τρία ακόμα καράβια φορτωμένα μ΄ όλο το συγγενικό ανθρωπολόϊ, που συμμετέχει με μια εξαιρετική ενθουσιώδη διάθεση. ΄Ομορφη η μέρα και τ΄ ανοιξιάτικο αεράκι του Καλοχτένη που φθάνει απ΄ το Αδριατικό πέλαγος περνά πάνω από ψηλές βουνοκορφές «σβήνοντας» σχεδόν απαλά στην επιφάνεια της Ορεστειάδας Λίμνης, χαρίζοντας της το μικρό ανεπαίσθητο κυματάκι, που την «χτενίζει» όλο το διάστημα της καλοκαιρίας που διαρκεί και φθάνει έως να περάσει κι ο Αύγουστος …

Η διαδρομή απ΄την μια όχθη στην άλλη ενθουσιάζει ιδίως τα δίδυμα αγόρια της οικογένειας. Απ΄ όπου περνά το φορτωμένο καράβι ξαφνιάζονται οι γκουστάγκες, οι κορμοράνοι, οι τσιατλαμπάμπες, που μοιάζει σαν να δέχθηκαν αναπάντεχες επισκέψεις στο χώρο τους, αυτόν τον υδάτινο κάμπο που μαζί με τους μεροκαματιάρηδες ψαράδες τον μοιράζονται καθημερινά, κι έχουν συνηθίσει την παρουσία τους, καθώς δέχονται τα περισσεύματα της ψαριάς τους κάθε τρις και τοσο…

Μέρα Ανάληψης του 1932…

Οι ταξιδιώτες του πρωϊνού, καλημερίζονται καθώς τα πλεούμενά τους δεν απέχουνε παρά λίγα μόλις μέτρα, κι εύχονται οι μεν στους δε, νάχουν υγεία, κι ο Καλοχτένης να συνοδεύει στο πήγαινε και το έλα, και τα καράβια τους να αρμενίζουν χωρίς δυσκολίες.

Απ΄ τη μια μεριά του Απόζαρι, κινούσαν και τα μοτόρια που εξυπηρετούσαν καθημερινά τους ντόπιους για τις μετακινήσεις τους απ΄ το Μαύροβο στην πόλη, κι αντίθετα. Σήμερα όμως το δρομολόγιο τους έστελνε ως το «νησί» , όπου σύμφωνα με τις συνήθειες από πάππο προς πάππο έφθαναν εκεί, τρανοί, μικροί, νιόπαντροι και αρραβωνιασμένα ζευγάρια, συνοδευόμενα εξάπαντος από τα σόγια… και «έλα να πάμε στο νησί, η μάνα μου εγώ κι εσύ…» το μαρτυράει και το τραγούδι.

΄Ανοιξη του 1932,

Μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου, γιορτάζει κι η γη. Φούντωσε το πράσινο, γέμισε μ΄ ανοιξιάτικο χνούδι κάθε της σπιθαμή, στολίστηκε με άφθονο χαμομήλι, κατακόκκινες παπαρούνες, κίτρινους μάηδες  και δάκρυ της Παναγιάς και λογής λογής πρασινάδες. Διανθισμένη η πλάση με μυρωδικό θυμάρι, ρίγανη, τσιουμπρίτσα κι αρώματα αγριολουλουδιών που φθάνουν στη μύτη και τ΄ αναγνωρίζει κανείς.

Και νάσου λέει… δεκαοχτώ χρονών η Χαριτίνη, που φορά τα καλά της και απολαμβάνει την ανοιξιάτικη βόλτα, ύστερα από ένα χειμώνα που σε κρατά διαρκώς μέσα.

΄Ένα από τα καράβια τους προσπερνά, όλοι τους χαιρετιούνται και ίσα που η κόρη για δευτερόλεπτα προφταίνει να βαστήξει στα πράσινά της μάτια, την μορφή του νεαρού καραβοκύρη. Είναι λίγες οι μέρες που έφτασε για τις πασχαλιάτικες γιορτές ο Αλέξης του κυρ Κώτσιου που ζάει στη Νέα Υόρκη και δουλεύει εκεί – έκλεισε ήδη τέσσερα χρόνια στα γουναράδικά της.

Ο Αλέξης λάμνει με σιγουριά και μόλις που στράφηκε προς τη μεριά του άλλου καραβιού, μπόρεσε και βάστηξε τη μορφή της νεαρής κοπέλας, ενώ τα καράβια τους έφθαναν στην όχθη του χωριού και της εκκλησιάς. ΄Εδεσαν τα καράβια τους στα παλούκια που βρήκαν κι απορούσαν μάλιστα πως βρέθηκαν τόσα πολλά. ΄Υστερα ακολούθησαν όλοι μαζί, φθάνοντας ως τον αυλόγυρο του ναού, φορτωμένοι μ΄ όλο τους το βιός. Πολύς ο κόσμος που είχε φτάσει από νωρίτερα κι απ΄τα γειτονικά χωριά, κι ο χώρος της εκκλησίας στολισμένος με μοσχοβολιστά τριαντάφυλλα κι άλλα άνθη, με τ΄ αναστάσιμα κεριά αναμμένα και τις ψαλμωδίες αφιερωμένες στην Ανάληψη του Θεανθρώπου από τον κόσμο, όπου θνητά και φθαρτά πλάσματα υπάρχουν – πλην ολίγων –  που με φλόγα πίστης και ψυχής, κατορθώνουν πάντα κι ανεβαίνουν ψηλότερα.

1932, κι ο κόσμος χαίρονταν με τ΄ αγαθά του και την καλή του διάθεση τη μέρα αυτή, τσουγκρίζοντας τα φρέσκα κατακόκκινα περδικωτά αυγά, πίνοντας κρασάκι απ΄ τ΄αμπέλι τους, τρώγοντας πίτες σπιτικές, τίπουτες κιουφτέδες και κανά σαλτσούνι που φύλαγαν οι σπιτιάτες για τέτοιες περιπτώσεις. Κι όλα αυτά να φαντάζουν διαφορετικά σε μια ημερήσια έξοδο μακριά απ΄ το σπιτικό, κάτω απ΄ τις σκιερές λεύκες που με το πρώτο φύσημα του Καλοχτένη δείχναν σαν ασημόχρωμες καθώς τρεμοπαίζανε με τ΄ αεράκι.

-΄Επεσεν το νερό εφέτος, έπεσεν πουλύ, κι άλλη φουρά πουτές δεν είδαμε αυτά τα παλούκια άκρα λίμνη, γιτί ήταν σκεπασμένα απού τα νερά απου ήταν πουλλά…

(Κι έτσι και με ακόμη λίγότερο νερό έτυχε  και ανακάλυψε τη χρονιά εκείνη ο αρχαιολόγος Αντώνης Κεραμόπουλος, μπλατσιώτης στην καταγωγή, τους πάσσαλους του λιμναίου οικισμού, ηλικίας – όπως αποδείχτηκε – 5600 π.χ.)

΄Ανοιξη του 1932

Ο ήλιος έφτασε στη δύση του και οι χαρούμενες συντροφιές των παρευρισκομένων αραίωναν σιγά σιγά αφού έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν, κέρασαν οι μεν τους δε. Πήραν όλοι τους δρόμους του γυρισμού, άλλοι με τα ζώα τους κι άλλοι με τα καράβια, βρίσκοντας και πάλι γαλήνια και ήρεμη τη λίμνη. Κι έτσι τα καράβια επιστρέψανε και πάλι στην πολιτεία και τα παραλίμνια χωριά, άλλοι κατευθυνόμενοι στο Ντουλτσό κι άλλοι προς τη μεριά του Απόζαρι, με τους χαρούμενους επιβάτες, με τα κιλίμια και τ΄ άδεια καλάθια και τα μπουξαλούκια. Ανάμεσά τους και δυο νεανικές καρδιές που ένιωσαν το πρώτο γλυκό χτυποκάρδι… το ποιος το πήρε είδηση και πότε σέφκαν ανάμεσά τους οι προξενήτρες δύσκολα να το μάθουμε. Λίγες μέρες μετά τον γιορτασμό της Αναλήψεως ακούστηκαν σ΄ όλο το Κάστρο τ΄ αρραβωνιάσματα της χαριτοβρύτου Χαριτίνης του Νάσιου και του εξαίρετου Αλέξη του Κώτσιου. Από στόμα σε στόμα έφτακεν το χαμπέρι σε Τσαρσί και Απόζαρι κι αργότερα με τα γράμματα στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι με τα τραίνα και τα υπερωκεάνεια. Κι ακούγονταν τα καλύτερα για τους μνηστευμένους.

  • Καλό κουρίτσι κι όμαρφο κι απού σπίτι, με μέτρο, σεμνό, μυαλουμένο, μ΄ αμπέλι στου Σπαχιλούκι και καλό τράχουμα. Αμά κι ου Αλέξης ήταν όμαρφος, μετρημένος στα λόγια και δουλευτάρης, έτοιμος ν΄ ανοίξει σπιτικό και να το κουμαντάρει. Κι όλα αυτά καλά και άγια, αμά έπρεπεν να λείψει γιε έναν χρόνον στα ξένα, να τελέψει το contract – συμβόλαιο απου είχε με τους Ουβρούς γουνεμπόρους του Μανχάτταν.

-΄Αϊντε Χαριτίνη μας… υπουμουνή, να περάσει ου καιρός και θα πάρεις πουλλά γράμματα και θα στείλεις άλλα τόσα. Αδουκήσου μόνε… Σαν έρθει η ώρα η καλή… θα χουρέψετε τουν νυφιάτικον τουν χουρό…

«Το καραβάκι το μικρό

θα βγω να τ΄αρματώσω

για νάβγω στον περίπατο

μήπως και σ΄ ανταμώσω…»

Μαρούλα Βέργου – Γκαμπέση

Προηγούμενο Άρθρο

Εκδρομή του Συλ. Υποτροφιών Καστοριάς στη Θεσ/νίκη

Επόμενο Άρθρο

Πρόσκληση σε ανοιχτή ενημερωτική συγκέντρωση από τον Δήμο Άργους Ορεστικού για την παύση λειτουργίας του καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας

Τελευταία από Παράδοση