“Όταν η Τσιουτσιούλα κακιώνει” (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Στέκει καλά, παρά τις εννέα δεκαετίες περίπου που κουβαλά στη ράχη της. Λιτά τα γεύματά της, δεν έχει παραπανίσια κιλά, κινείται άνετα στο σπιτικό της. ΄Εχει καλές σχέσεις με τα παιδιά της, τους γείτονες και το τηλέφωνο «παίρνει φωτιά» μεταξύ 10ης– 12ης πρωϊνής οπότε μαθαίνει τα ντόπια νέα, από τις συνομίληκές της και τα σόγια της.

Λίγες μέρες μετά τα ραγκουτσάρια, μας προσκάλεσε για καφέ. Η ίδια μεταξύ σοβαρού και αστείου λέει πως το σπίτι της είναι «καφετέρια» και περνάει μια χαρά κάθε φορά που καλεί κόσμο.

΄Εκατσάμε στο καθημερινό, με τις κόκκινες γιάμπουλες στρωμένες στα ντιβάνια, με τα προσκέφαλα με τις λεμαρές κατάλευκες, σαν τα γεροντικά μαλλιά της. Η ζεστασιά του χώρου συμπληρώνονταν από την πήλινη σόμπα, σε λαδί χρώμα, όπου αργόκαιγαν τα ξύλα – δεντρίσια ήταν μας είπε – επειδή βαστούν περισσότερο από τα άλλα. ΄Εκλεισε και την πόρτα, για να μη «φεύγει» η ζέστη.

Είμασταν έτοιμες να πιούμε τον καφέ, όταν κουδούνισε το τηλέφωνο. Η κυρά Τσιουτσιούλα άκουγε την φιλενάδα της την Φόνη που την παράδειχνε τι έπαθεν του ΄Αη Γιαννιού.

– «Τους αχάριστους, γιαζίκ να τους γένει» ακούγαμε να απαντάει, θα πάνω ως τα γραφεία τους και θα τα ειπώ νέτα – σκέτα, κι αν ισύ έχεις τουν ανιψό σου αντιδήμαρχο, τραχανάς που χύθκεν, αμά με πήρες γιε να με τα ειπείς, γιε να σιανιαστώ ηγώ, κι ησύ να μην φαίνεσαι. Ιγώ όμως ξέρω, νουγώ απού τέτοια μασκαραλούκια. Να σε ειπώ Φόνη, θα βγάλω τουν μπάκακα, άμα ιδώ του σόϊ σου… θα ήλεγα κι άλλα, έχω κόσμον στου χειμουνιάτικο, θα σε πάρω άλλη ώρα. Του κλω τώρα του μαμπέτι.

Κι όντως το τηλέφωνο έκλεισε κι «άνοιξε» ένα στόμα που την θαυμάσαμε για το  γινάτι της και την ντομπροσύνη της.

Πήρε μετά τον καφέ τον λόγο και ξεκίνησε να μας περιγράφει τα ραγκουτσάρια της φετινής χρονιάς, που ως γνωστόν  κινούνται τις ώρες που το φως της μέρας είναι λειψό και τότε μέσα στο σούρουπο αρχίζουν και βγαίνουν σαν τους καλλικαντζαραίους χορεύοντας στα σοκάκια μαζί με τους νοικοκυραίους… που βγαίνουν με τα κεραστικά των  ημερών…

Ηγώ είχα πάνει να χαιρετήσω στην γιουρτή της ανιψάς μου της Γιαννούλας – τώρα την φουνάζουν Τζοάννα – όπως ήταν πρίμι χρόνια στη Νέα Υόρκη.

Είχαν στουλίσει του σπίτι με φώτα τσιούτσκανα πουλλά και χρουματιστά, με ελάφια με χρυσά κέρατα, με κόκκινα αλεξανδρινά στις γλάστρες, θαρρούσα ότι βρέθκα στου Μέησις, ένα τρανό μαγαζί, γιτί κι ηγώ πάϊσα στα νειάτα μου ικεί. Σ΄ ένα τραπεζόπλο ήταν και μια φουτουγραφίγια. Τηρώ έναν μπαμπάτσκον ΄Αη Βασίλη, κι έναν κύριο κουντά του, χαρούμενους και τους δυο.

– «Ποιο είναι αυτό του πασιόπλο; Σαν γνουστός με φαίνεται, είναι κανά σόϊ μας;»

– «Θεία μου, είπεν η ανιψά, είναι ου άγιος μαζί με τουν Μπάϊντεν, πριν πολλά χρόνια, στα 1990»  είπεν η Τζοάννα.

Δεν απουκρίθκα, μούλουξα, γιτί ιμείς είμουστουν με τουν Τράμπ και δεν ήταν ώρα γιε μαλώματα και μουραμάρες. Σε λίγο ακούμε κάτι μπαμ μπουμ κάτου απού του σπίτι της, απού ήταν οι καφετέριες και χίρισαν να ρίχνουν τα πυρουτεχνήματα. Πως γυιέ μου δεν έπεσεν του στουλισμένο δέντρο, ένας Θος του ξέρει. Απου την τρουμάρα της η γάτα Αγκύρας τσιτσινιάστικεν, σκιάχτηκεν, ρίχτηκεν απ΄ ιδώ, ρίχτηκεν απ΄ ικεί, έσκισεν τουν μπερντέ, κι ύσταρνα κρύφτηκεν στην πουλίτσα.

Ικείνη την ώρα ένα μπουλούκι απού ραγκουτσάρηδες  σέβαινε στουν απάνω δρόμο με τα βγελιά, και τ΄ άργανα. Ακούγουνταν καθαρά, γιτί  καταλάβαινάμε ότι έφτακεν όξου απού την πόρτα. ΄Ηταν όμορφα τα παιδόπλα, χαρούμενα και  φκιασμένα, μ΄ άσουτα ρούχα, καπέλλα, περρούκες, πανταλόνια με ζώγατα και φκιασίδια στα μούτρα. ΄Ενας τετραπέρατος τότες- σαν τουν Μούκα της Αντώναινας- απού την πολλή την χαρά και του κρασάκι  ανέφκεν μαζί μ  έναν άλλον αχμάκη και  σκαρφάλουσαν στου τσιατί του γείτονα της Τζοάννας. ΄Αρχεψαν να τρουγιουρνούν πάνου στα κεραμίδια, να κάμνουν ζαβά, να τα σπάνουν, γιτί δεν νουγούσαν ότι ήταν καναγκιουρίτικα. ΄Ηβγαλαν και τα πυρουτεχνήματα, γίνκεν η νύχτα μέρα, κι απού φόβο πέταξαν τα περιστέρια απού κοιμούνταν πιο πέρα σ΄ άλλα σπίτια.

Θα ειπείτε ότι σας λέγω αρλούμπες και ψέματα αλλά η αγγουνή μου τους έπιακεν στου τηλέφουνο του μουντέρνο απού μόνο του δάχτυλο του κουνάς και του γράφει και μ΄ είπεν ότι αυτό ήταν «ντοκουμέντο».

Συγίστηκα πουλύ απ΄ αυτά τα ουρσούζικα τα παιδόπλα, η Τζοάννα ήθελεν να με κρατήσει να κοιμηθώ ικεί,, μα σαν είδα κι άλλα μπουλούκια να σεβαίνουν στουν δρόμο είπα με τουν νου μου… «Τσιουτσιούλα τράβα στου φτουχικό σου ιδώ αυτοί απού κάθουνται, κι έχουν τα σπίτια τους θα ξεχάσουν ποιος είναι ου γκαβουνούμης…»

Την άλλη μέρα της Παταρίτσας, έφτακα στου Τσαρσί γιε την παρέλαση. ΄Ένα σας λιέγω. Χρόνια τώρα γράφω γράμματα στους άρχοντες γιε τις ζημιές απού γένουνται, αμά ου φάκελλός μου πααίνει στουν κουβά με τ΄ άχραστα. Βέβαια, άλλοι παραπουνιούνται απού δεν έχουν «σειρά» οι παρέες και αυτό γένεται κάθε φουρά, όσο ζάω, αυτό τηρώ, χουρίς διαφουρά. Αμά ικείνο απού δεν πρέπει να γένεται είναι απού σπάνουν τις γλάστρες του κόσμου, και κάμνουν την ανάγκη τους , αφού όλη τη νύχτα αραδίζουν σαν τα ζουζουλικά και λερώνουν, όπου τους πιάκει κόψιμο. Ιμένα όμως ένα πράμα με ζιουρίζει τόσα χρόνια και θα πάνω ως τα γραφεία ακόμα μια φουρά, πρίμι κλείσω τα τζιβιά μου.

Η τσιούτσκανη εκκλησιά του ΄Αη Δημήτρη στου σουκάκι του Γκουγκουλίτσα, και η εκκλησιά της Παναγιάς των Εισοδίων κάτου απου του επιμελητήριο «υποφέρουν» – από τη δυσοσμία των ούρων γιαγιά να γράψεις – με είπεν η αγγουνή μου η Αγνή. Και λέγω, δεν βρέθκεν πουτές κάποιος να τους ειπεί να βάνουν ένα περίφραγμα γιτί χράζεται να σέβουνται αυτά απού πρέπει; Θα με ειπείτε μπουρεί να μη νουγούν, να μη ξέρουν ότι ικεί είναι χώροι ιεροί, ιστορικοί – δείγματα του κληρονομημένου πολιτισμού μας – απού λέγει η αγγουνή μου η Αναστασία, απού έχει τ΄ όνουμά μου.

Γιε ταύτο θα πάνω να τους βρω και θα ειπώ: Καλά ισάς γιτί σας έχουμε ιδώ; Αυτοί απού κάνουν τέτοια δεν τους κόβει, ισείς όμως έχετε χρέος, να φυλάξουμε τα μνημεία μας απου τους άχραστους. Ειδ΄ άλλως να αγουράσετε ένα φουρτηγό φουρτουμένο με πάμπερς, γιε να εφουδιάσετε τους έχοντας «χρείαν».

Σαν νεότερες συμπολίτισσες που μας χωρίζουνε τρεις δεκαετίες, αντιληφθήκαμε πόσο δίκιο είχεν. ΄Ισως ανάμεσα στα χαρούμενα μπουλούκια, να βρίσκονταν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας κι αυτό είναι πολύ βαρύ για να το αντέξεις.

Η Τρίτη επίσκεψη της κυρά Τσιουτσιούλας γίνηκε την μέρα της Παταρίτσας και ικεί «μπίτισαν» όλα μας είπεν, κι όλοι χόρεψαν, ρίχτηκαν φκιασμένοι κι άφκιαστοι. Από τα γειτονικά σπίτια βγήκαν πιατέλες με κεράσματα που ήξεραν απ΄ τα παλιά ραγκουτσάρια, ως και οι  ξένοι εντυπωσιάστηκαν. Σε λίγο η πλατεία άδειασεν, αλλά μια παρέα έβαλε τα όργανα να παίξουν το σκοπό από τα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα…

«Σαν τέτοια ώρα στο βουνό, ο Παύλος πληγωμένος»

΄Ετσι ήρθε στα σύγκαλά της και πήρε χαρά από το μπουλούκι αυτό, που γνώριζε τα αντέτια του καιρού της.

Η κυρά Τσιουτσιούλα (όπως μας είπαν οι δυο γειτόνισσες) μας έδωσε το μήνυμα, την αφορμή, ώστε να συλλογιστούμε τώρα που το «σίδερο είναι ζεστό», χρειάζεται να μιλήσουμε στα παιδιά μας, τους απογόνους μας και να τα εξηγήσουμε πως φέρεται ο  γνήσιος ραγκουτσιάρης σε ώρες χαράς, δίχως να χαλά, και το κέφι του και τη χαρά των άλλων. Μας είπεν ακόμη ότι με το μπαστουνάκι της θα φτάσει στο γραφείο των αρμοδίων κι ο κύριος λόγος που την ωθεί είναι να καταλάβει πόσο σοβαρά θα την πάρουν, για τον πολιτιστικό πατριωτισμό, που μας λείπει ώρες ώρες.

Μπάμπω, ξεμπάμπω, άκουσεν ένα μοντέρνο τραγούδι στο ράδιο, που τα λόγια του την ταρακούνησαν…

«φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα…»

Rock star η Τσιουτσιούλα και χαλάλι της… της ευχόμαστε νάναι γερή και γεμάτη ενέργεια…

Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση   

(φωτο αρχείου)

Προηγούμενο Άρθρο

“Οι λιχουδιές της Όλγας”: Δείτε το σημερινό μενού 21/01

Επόμενο Άρθρο

Η Τρισεύγενη μας έκανε να νιώσουμε ξανά κομμάτι αυτής της Κοινωνίας (φωτογραφίες)

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Καστοριά, στα χρόνια της επανάστασης 1821 (Πληροφορίες από το βιβλίο του γυμνασιάρχη Παντελή Τσαμίση, «Η Καστοριά και τα μνημεία της») [Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση]

«Μας επρόσταξε ο Άγιος Καστορίας κύριος Νεόφυτος, ότι εις την Μητρόπολιν κατά την συνήθειαν όπου πήγαιναν