Καστοριά 1964…με δροσερές μέρες, ευχάριστα μεσημέρια, με τις εφηβικές φωνές των νεαρών παιδιών που απολαμβάνανε το κολύμπι, στη γέφυρα, δίπλα στα βαποράκια. Ο σαματάς τους ακούγεται ως τα ψαράδικα και τα πρώτα σπιτικά του Απόζαρι…Λίγο μετά, αφού χορτάσουνε τις βουτιές και τα πειράγματα, φορούνε τα ρούχα τους και φεύγουν για τα γουναράδικα.
Στ’ αυτιά μας φτάνουν μόνο τα τζιτζίκια που τραγουδούν ασταμάτητα, το σούρουπο…που ξεσηκώνει μικρούς και μεγάλους, είναι η ώρα του θερινού σινεμά που μας περιμένει στις ανηφόρες της πόλης, στρωμένο με το λευκό χαλίκι και τις γλάστρες με το βασιλικό, βαλμένες στα όρια των τοίχων.
Μικρές συντροφιές από γειτονόπουλα, ξαδέρφια, έχοντας ως οπισθοφυλακή θείες και μανάδες, ξέφευγαν από την καθημερινότητα, για να ξεχαστούν, μπρός στην οθόνη. Ανάμεσά τους και νεαρές δεσποινιδούλες που παρατήσανε το κέντημα, το πεζούλι της γειτονιάς, τις χρωματιστές κλωστές, το μέτρημα, κεντώντας σκυφτές τα εργόχειρα του καλοκαιριού.
Καλοκαιρινή απόδραση ή ραντεβού κάτω απ’ τ’ αστέρα…τα φωτεινά σημαδάκια τ’ ουράνιου θόλου, αμέτρητα πάντα, στολίζουν το στερέωμα, καθώς εμείς προσηλωμένοι παρακολουθούμε την ταινία της βραδιάς κι όταν μας αφήνει αδιάφορα, τότε ξεχνιώμαστε χαζεύοντάς τα, ξεχωρίζοντας τη μικρή και τη μεγάλη Αρκτο, την λευκοκίτρινη Αφροδίτη, τον Ερμή που παίζει κρυφτό και τα γνωρίζει από τα μαθητικά θρανία.
Νύχτες καλοκαιριού
Οι κινηματογράφοι Αστυ, Ρίο, Ολύμπιον, είναι γεμάτοι νεαρόκοσμο, μα και ώριμες κυρίες και κυρίους, μέσης ηλικίας, που συνοδεύουν τα παιδιά.
Οταν πέφτει το διάλειμμα, μας δροσίζουν οι παγωμένες γκαζόζες, μας κρατούν παρέα τα φυστίκια κι ο πασατέμπος που πουλούν σε φακελάκια οι μικροπωλητές.
Πρεσεχώς…«τα τέκνα του πλοιάρχου Γκράντ» του Ιουλίου Βέρν, «τα χτυποκάρδια στο θρανίο»…
Απόψε όμως στην οθόνη, θα παίζουν τα βάσανα της ζωής…μαντηλάκια βγαίνουν από τα τσαντάκια του ασθενούς φύλου, που συμπάσχει, δακρύζει για τα εμπόδια και τις δυσκολίες που περνά το ερωτευμένο ζευγαράκι…
Τα τρυφερά και ατίθασα νειάτα που «βλέπουν» αλλοιώς, δείχνουν να μήν καταλαβαίνουν ακόμη τα βάρη της ζωής…κι όσο οι μεγάλοι θεατές, αγωνιούν για την τύχη τους, εμείς ψάχνουμε στη μάντρα του κινηματογράφου Αστυ, τους ποντικούς που βγήκανε για αναζήτηση τροφής…
Κρυφογελούμε, τσιμπάμε τ ένα το άλλο… – νάτα καλέ…τρία…τέσσερα…εφτά είναι απόψε…και δώστου γέλια…ενώ από τις πίσω θέσεις ακούγονται ηχηρά παράπονα… – σιωπή παλιόπαιδα…βγάλτε το σκασμό σας…
Συμορφωνόμαστε, σωπαίνουμε, ξαναγυρίζουμε στην οθόνη. Ο πρωταγωνιστής έχει επιστρέψει από τα ξένα, φθάνει στην παλιά γειτονιά, αναζητώντας την πικρή μικρή του αγάπη, που δεν απάντησε ποτέ στα γράμματά του.
Οι θείες μας αγωνιούν, σιγοψυθιρίζουν η μιά στην άλλη, μπαίνουν στη θέση του σεναριογράφου, κάνουν υποθέσεις, βγάζοντας το φυσερό τους απ’ το τσαντάκι.
Η αγωνία στο κατακόρυφο…
Εκείνος δεν βρίσκει το φτωχικό σπιτικό, που δόθηκε αντιπαροχή. Ψάχνει στη μεγάλη πλατεία, ρωτώντας τον κουρέα, τον μπακάλη, τον φούρναρη και με βήμα ταχύ, θα την ανακαλύψει στην κοντινή βιοτεχνία, όπου θα ράβει ακόμη ρομπίτσες, φούστες και φθηνά μπλουζάκια στη ραπτομηχανή.
Τα μάτια τους αντανώνουνε, ζευγαρώνουνε κι οι θείες νοιώθουνε τη μεγάλη ανακούφιση…
- ούφ ξαναλαφρώσαμε είπαν και μετά το άνοιγμα των φώτων, σηκωθήκαμε από τα πάνινα καθίσματα βαδίζοντας πρός την έξοδο. Κερνούμε παγωτό, είπαν, έξω είναι το καροτσάκι του κυρ Τσιόλη.
11η βραδυνή…Τα φώτα σβήσανε κι η οικογένεια μικυ μάους, θα ψάχνει για φυστίκια και σποράκια που παράπεσαν…στο χώρο του ΑΣΤΥ.
Στα λίαν προσεχώς….υπήρχαν αφίσσες με τον βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
Σενάριο Ν. Καζαντζάκης
Σκηνοθεσία Μ. Κακογιάννης
Μουσική Μ. Θεοδωράκης
- θάρθουμε θεία, ρωτήσαμε δειλά
- ναί θα είμαστε εδώ πάλι, όταν παίζει ο Φούντας…
Εξω από το Αστυ, καληνυχτήσαμε τις θείες και με τις μαμάδες κατηφορίσαμε για τα σπιτικά μας, άλλοι για το Απόζαρι κι άλλοι για το Χασαν Κατή.
Τ’ αστρα…σαν να μας ακολουθούσαν…μα είχε αλλάξει θέση η γή, είχε γυρίσει κάπως…
Φθάναμε στα γνώριμα εδάφη, περνώντας από την πλατεία Βαν Φλήτ και το πάρκο που φιλοξενούσε το μοναδικό εξωτικό κοντούτσικο φοινικοειδές.
12η βραδυνή, ξεκινούσαν πιά οι μικρές ώρες…λίγοι οι ξενύχτηδες, οι υπόλοιποι θα βρίσκανε παρηγοριά και ξεκούραση στον ύπνο, όπου τα όνειρα είχαν την πρώτη θέση στη δική του οθόνη.
Νύχτες καλοκαιριού 2016
Η μικρή και η μεγάλη Αρκτος, η λαμπερή Αφροδίτη, ο μισοκρυμμένος Ερμής, συνεχίζουν να παραμένουνε ψηλά – κατά τη γνώμη μας – απείραχτα.
Εδώ όμως έχουν αλλάξει πολλά!…
Μ. Β Γκαμπέση