Μπουμπούνα – Χάσκαρις (του Αντρέα Θ. Κυπαρίσση)

Οι γιορτές της Αποκριάς στην πόλη της Καστοριάς (μικρή και μεγάλη Αποκριά) παλαιότερα είχαν γιορταστικό και πάνδημο χαρακτήρα.

Μέρες πριν από τον εορτασμό της Αποκριάς, ενάμιση με δύο μήνες περίπου, τα παιδιά του κάθε μαχαλά (παλαιότερα ο μαχαλάς οριζόταν σε σχέση με την ενορία) ξεκινούσαν την εκστρατεία για την συγκομιδή καύσιμων υλών όπως, τσάκανα (λεπτά ξερά ξύλα για προσάναμμα – από τη λέξη “τσακίζω”), καλάμια και κλαδιά, από το “Τσαρδάκι” και τον Αϊ-Θανάση του βουνού. Όλα τα παραπάνω, τα οποία τα αποκαλούσαν “ξύλα”, τα αποθήκευαν (στην ουσία τα κρύβανε για να μην τους κλέψουνε) σε εγκαταλειμμένα παλιόσπιτα ή σε αυλές κατοικημένων σπιτιών. Παλιότερα οι νεαροί γύριζαν από σπίτι σε σπίτι του μαχαλά για να μαζέψουν χρήματα, με τα οποία θα πλήρωναν τα “καράβια” για να τους μεταφέρουν καλάμια από τη λίμνη.

Με αυτές τις καύσιμες ύλες κάθε μαχαλάς άναβε την φωτιά του που ονομάζεται μέχρι και σήμερα “Μπουμπούνα”. Ορισμένοι μαχαλάδες ανάμεσα στα ξύλα καίγανε και λάστιχα για να βγαίνει περισσότερος καπνός και να έχει μεγαλύτερη διάρκεια η φωτιά. Η “Μπουμπούνα” θεωρείται κατάλοιπο της αρχαίας πυρολατρείας συνδεδεμένο με την φωτιά που την θεωρούσαν Άγια και Ιερή.

Η Μικρή Αποκριά, οι μικρές “Μπουμπούνες” δηλαδή κατά τους Καστοριανούς, γιορτάζονταν σε ορισμένους μαχαλάδες. Κατ’εξοχήν γιορτάζονταν η μεγάλη (τρανή) Αποκριά. Το Σάββατο, παραμονή της γιορτής, γινόταν στην πλατεία “Ντολτσό” παζάρι από χαλβατζήδες και αυγουλάδες, όπου κάθε οικογένεια αγόραζε τα επιβαλλόμενα φαγώσιμα των ημερών. Από το πρωί της Κυριακής της Τυρινής, ανήμερα της γιορτής, ξεκινούσε ο εορτασμός για τη μεγάλη Αποκριά, τις “Μεγάλες Μπουμπούνες”. Ο κόσμος υποδεχόταν τη γιορτή με πυροβολισμούς από κουμπούρια (δίκαννα) και “σιάφ”. Τα “σιάφ” κατασκευάζονταν από παιδιά. Πάνω σ’ένα ξύλο που είχε την μορφή όπλου, έδεναν ένα σωλήνα. Τον γέμιζαν με μπαρούτι και παρτάλια (κουρέλια) και έβαζαν στην τρύπα «αγκζότι» (μπαρούτι). Όταν το άναβαν φωτιά και καιγόταν το αγκζότι, έβγαζε ένα χαρακτηριστικό ήχο “σσσιάφ…” απ’όπου και το όνομα. Επίσης, για να δημιουργούν κρότους και λάμψεις μεταχειρίζονταν, χάρτινα σπίρτα, βεγγαλικά φώτα, χτυπάκια κ.ά.

Από νωρίς το απόγευμα τα παιδιά έβγαζαν ξύλα από τους χώρους όπου ήταν αποθηκευμένα και στήνανε την “Μπουμπούνα” γύρω από ένα ψηλό και γερό κοντάρι στο “μεγντάνι” (μικρή πλατεία) του μαχαλά. Γινόταν και κάποιος άτυπος διαγωνισμός μεταξύ των μαχαλάδων, ποιος θα στήσει τη μεγαλύτερη “Μπουμπούνα” και ποιος θα την ανάψει αργότερα. Ο κάθε μαχαλάς έστελνε δύο η τρία άτομα, τους πιο δραστήριους, για να ανάψουν την “Μπουμπούνα” του διπλανού μαχαλά. Γι’αυτό τον λόγο ο κάθε μαχαλάς όριζε ως φύλακες τους πιο εύσωμους και τους πιο παλικαράδες.

Το βράδυ, όταν άναβαν οι “Μπουμπούνες” φωτίζονταν όλη η πόλη. Μύριζε έντονα το καμένο τσάκανο και το “σιάφ” και οι πυροβολισμοί γενικεύονταν. Γύρω από τη “Μπουμπούνα” στηνόταν τρανός χορός τον οποίο ξεκινούσαν οι γεροντότεροι. Κάποιοι κερνούσαν τους παρευρισκόμενους, κρασί, τσίπουρο και χαλβά. Όταν έπεφτε η φωτιά και έμενε η “ζιάρη” (θράκα), οι πιο τολμηροί πηδούσαν με τη σειρά από πάνω για να κάψουν τους ψύλλους για να μην τους έχουν το καλοκαίρι.

Μετά το κάψιμο της “Μπουμπούνας” σε κάθε σπίτι ακολουθούσε το αποκριάτικο τραπέζι. Απαραίτητο φαγητό ήταν ο ταβάς με ψάρι, ενώ τρώγανε και αυγά και χαλβάδες. Οι περισσότερες νοικοκυρές έκαναν μόνες τους τον αποκριάτικο χαλβά. Ο χαλβάς είχε τον συμβολισμό να είναι γλυκιά η σαρακοστή και το αυγό να κλείνει το σαραντάημερο της νηστείας με αυγό και να ανοίγει μετά την Ανάσταση πάλι με αυγό. Στο τέλος του δείπνου γινόταν ο “Χάσκαρις”.

ΧΑΣΚΑΡΗΣ ΕΦΟΠ.

*Η φωτογραφία είναι από το φωτογραφικό Λεύκωμα “Άνθρωποι-Λίμνη-Τοπίο” του αείμνηστου συμπολίτη μας Τάκη Ζιώγα

Στην άκρη ενός “κλώστη” (ξύλινο ραβδί με το οποίο πλάθουν πίττες), δένουν μια υφαντή κλωστή και στην άκρη της κλωστής ένα βρασμένο και καθαρισμένο αυγό. Γύρω από το τραπέζι ο οικογενειάρχης κρατώντας τον κλώστη και με μία ελαφριά κίνηση του χεριού του, κατευθύνει το αυγό στο στόμα κάθε  μέλους της οικογένειας ξεκινώντας από τον γεροντότερο. Το κάθε μέλος προσπαθεί να χάψει το αυγό με το στόμα. Αν αποτύχει έχει δικαίωμα να προσπαθήσει έως τρεις φορές. Στο τέλος αφού προσφερθεί ο “Χάσκαρις” σε όλα τα μέλη της οικογένειας, ο οικογενειάρχης καίει την κλωστή ενώ αναφωνεί έως ότου καεί όλη το προϊόν που καλλιεργεί όπως, “στάρι, στάρι, στάρι” ή  άλλες λέξεις ανάλογα με τα προϊόντα που καλλιεργούσε η κάθε οικογένεια, για να έχει καλή σοδιά. Παλαιότερα επικρατούσε κι άλλη άποψη. Ενώ καιγόταν η κλωστή τα μέλη της οικογένειας αριθμούσαν όλοι μαζί από το ένα και σταματούσαν έως ότου καεί όλη. Το νούμερο που θα σταματούσαν συμβόλιζε τα χρόνια που θα ζήσει αυτός ή αυτή που έχαψε το αυγό. Επικράτησε όμως η άποψη της σοδειάς. Είναι προφανές ότι όσο διαρκεί η διαδικασία του Χάσκαρι, το κλίμα είναι ιδιαίτερα εύθυμο ανάμεσα στους παρευρισκόμενους.

Το έθιμο της “Μπουμπούνας” και του “Χάσκαρι” διατηρείται και πραγματοποιείται σχεδόν αναλλοίωτο έως και σήμερα στην πόλη μας.

Προηγούμενο Άρθρο

Καθαρά Δευτέρα στον Δήμο Αργους Ορεστικού

Επόμενο Άρθρο

Τα δρομολόγια των Κινητών Αστυνομικών Μονάδων για την επόμενη εβδομάδα στο Ν. Καστοριάς (28/2-4/3)

Τελευταία από Παράδοση