Ευτύχιος Μπαλλής: ΄Ενας άξιος συμπολίτης 1931-2022 (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Ενώπιον Θεού και ανθρώπων ο Θεμιστοκλής Μπαλλής και η Ουρανία Παπαναούμ στεφανώθηκαν το 1910 δεμένοι με το σεβασμό, την αγάπη, τη φροντίδα – δεσμά του γάμου- φέρνοντας στον κόσμο δώδεκα παιδιά εκεί στη γειτονιά του Ντολτσού. Δάσκαλος και γουναράς εκείνος κι άφθαστη νοικοκυρά και μάνα η  Ουρανία δημιούργησαν μια ιδανική οικογένεια που ζούσε με τα αγαθά και τα πρέπει της εποχής της, προικισμένη με την αγάπη _αυτό το θαυματουργό βότανο που θεραπεύει πάσαν νόσον.

Βαφτίζανε και ξαναβαφτίζανε επι πολλά χρόνια  τα παιδόπλα τους κι όταν ήλθεν η σειρά για τα δίδυμα αγόρι-κορίτσι, η νουνά κι ο νουνός λάθεψαν. Τους είχαν ορμηνέψει να ειπούν Ευτυχία του κουριτσόπλο και Ευάγγελο του αγόρι… Στα σιχαρίκια ακούστηκάνε τα ονόματα Ευτύχιος και Ευαγγελία πάντως…

Την ήσυχη και απλή ζωή τους τάραξε η εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων και κατόπιν των γερμανικών, φέρνοντας στους ανθρώπους τα δεινά εκείνα που τους στέρησαν την αξιοπρέπεια, την οικογενειακή ζωή με τα καλά της, φέρνοντας την πείνα και το θάνατο, τα τυράνια στον κόσμο. ΄Όταν τα αποθέματά τους τέλειωσαν πουλούσαν οι Καστοριανοί όσο όσο κοσμήματα και κεντήματα κι ότι άλλο πολύτιμο για ένα κομμάτι ψωμί… Ο Ευτύχιος ήταν μικρό παιδί όταν η αδελφές του Περσεφόνη και Μαρίκα τον πήραν μαζί τους με το καράβι, αφήνοντάς τον στη Μαυριώτισσα, και του είχαν υποσχεθεί πως στο γυρισμό θα του φέρουνε ψωμί. Είχαν μαζί τους τα εργόχειρα αλλά όταν φθάσανε στην άλλη όχθη με σκοπό να τα πάνε ως τους Μανιάκους ή τους Ντουπιάκους εμποδίστηκαν από τον ξένο στρατό κι έτσι γύρισαν άπρακτες. ΄Οσο πλησίαζεν το καράβι προς το μοναστήρι, ο Ευτύχιος περίμενε πως και πως το φρέσκο καρβέλι, όπως τα πεινασμένα παιδιά του θεάτρου σκιών, και του πατέρα τους λαϊκού μας ήρωα Καραγκιόζη, πούτρεχε και τότε και τρέχει ο άμοιρος ακόμη και στις μέρες μας. Το παιδί ένιωσε την απόγνωση βάζοντας τα κλάματα , έχοντας το δίκιο με το μέρος του…

Ο Ευτύχιος έγραφε χρόνια μετά….

¨Θυμάμαι τους βομβαρδισμούς , τις σφαίρες σαν χαλάζι κι εμείς κρυβόμασταν λοιπόν στον κήπο του Αϊβάζη. Θυμάμαι τους συναγερμούς, τις τρομερές σειρήνες, τις άφθονες καταστροφές και τις μεγάλες πείνες. Να τρώς και γουμαρογλιανούς και να θαρρείς αρνάκι , νερό από τη λίμνη μας σε τόπο γαλατάκι. Να ζεις με φόβο στην καρδιά με πίκρες και με άγχη και εβδομάδες να περνάς και μ΄ άδειο στομάχι…!

΄Όταν μπίτισεν του κακό, ο Ευτύχιος έφθασε ως τις αίθουσες του αρχαιοπρεπούς γυμνασίου – αρρένων και θηλέων- και λόγω οικονομικών δυσχερειών αντέγραφε στα τετράδιά του τα μαθήματα της παράδοσης , δανειζόμενος τα βιβλία τις νυχτερινές ώρες…

Μετά τη θητεία του στο στρατιωτικό – στο Μπουγατσκό – μπήκε κι αυτός στα τραίνα για τις φάμπρικες της Γερμανίας, για να στηρίξουνε οι γκάστ αρμπάητρες και με χέρια ελληνικά ώστε να ξαναγίνει δυνατή. ΄Ετσι βρέθηκε για κάποιο καιρό στη Φραγκφούρτη, στην  στρας ντερ ρεμπουμπλίκ και σε μαγαζιά όπου οι Καστοριανοί γουναράδες δουλεύανε για τον επιούσιον, συνοδευόμενος από το ταίρι του,  που ύστερα από ένα πετυχημένο προξενιό τον οδήγησε ως το χορό του Ησαϊα. Η Πηνελόπη Ρουσούλη – εγγονή της ξακουστής Πηνελόπης Καρανά – που λέει και το τραγούδι- στάθηκε πλάϊ στον Ευτύχιο υποσχόμενη πως «η γυνή να φοβείται τον άνδρα» και το τήρησε.

Ωστόσο ο Ευτύχιος έβλεπε την αλλαγή των καιρών και των εθίμων… και έγραψε τα παρακάτω λόγια για τη νέα γενιά…που είχε ξεφύγει από τον τρόπο ζωής όπως τον ξέρανε οι παλιοί…

«Οι όροι αντιστράφησαν , τα πράγματα αλλάξαν , τους άνδρες τώρα δυστυχώς που λέτε τους ταράξαν, αυτή ο τρόμος έγινε κι ο άνδρας πια φοβάται αυτός ταϊζει τα παιδιά κι αυτή όλο κοιμάται. Αυτός θα φέρει χρήματα, κι αυτήν θα της τα δώσει, αυτή κοιτάζει βίντεο κι αυτός θα σιδερώσει. Το μεσημέρι μόλις φαν ο άνδρας πλένει πιάτα, η δε γυνή για τα καλά τον στρώνει τη γραβάτα.»

Η χάρη του Ευτύχιου έφθασε ως τη Φινλανδία κι όπου ήταν το γουναράδικο των Ρουσούληδων, φιλοξενούμενος ως τουρίστας μαζί με την Πηνελόπη.

 Στο μεταξύ ο Ευτύχιος σκάρωνε τακτικά στίχους, απλούς, σπουδαίους, εύθυμους που ανταποκρίνονταν στη ζωή των ντόπιων κατοίκων της εποχής του, μεταφέροντας με τον τρόπο του τις δικές του παρατηρήσεις, γεμάτες γέλια αδιάκοπα μα και συλλογισμό… για εκείνους που τάχα δουλεύουνε για την αγάπη και την ειρήνη του κόσμου. Ξαναγυρνώντας στην Καστοριά  από τη Φραγκφούρτη, ο Ευτύχιος τότε τόχε συνήθεια να φιλεύεται στην Περσεφόνη που όταν μαγείρευε κάτι ξεχωριστό τον καλούσε για το μεσημεριανό φίλεμα- γεμάτος αυτός από την τρίχα της γούνας κι ερχόμενος από το γουναράδικο εργαστήριο του Βάσου του Πετρά ή των Ρουσούληδων. Η τζιγερόπιτα και οι κιουφτέδες  με τα φρέσκα «φύλλα» του φθινοπώρου ήταν τ΄ αγαπημένα του.

Αυτά τα τσιουμπούσια της καθημερινής ζωής γίνηκαν και στη Νέα Υόρκη και τη Φλόριδα, όπου κάποια φορά Πηνελόπη και Ευτύχιος πάτησαν το πόδι τους ως επισκέπτες, «Το αμερικανικό όνειρο» , και με τους φίλους Καστοριανούς στα κυριακάτικα μπάρμπεκιου και τα πικ νικ, να συντρώγουν. Τους θυμόταν έναν έναν…

«Κι άλλους Καστοριανούς τους Γιώβηδες, Σταθάδες, Μαλεγκαναίους, Ντόντηδες καθώς και τους Κρατσιάδες, τους Δούμηδες, τους Τάτσηδες, Γιώργο Χατζηϊωαννίδη τον ανηψιό μου τον καλό Τάκη Χρυσοχοϊδη. Στέλνω πολλά ευχαριστώ σ΄ όλους τους Αποδήμους μ΄ αγάπη που μας δέχτηκαν από χωριά και δήμους. Είδα πως πάνε στη δουλειά με άγχος και τροχάδι, να φεύγουνε χαράματα και να γυρνούν το βράδυ.»

«Υπάρχει και περίπτωση πολύ καλά να ζήσεις  και στην Ελλάδα πλούσιος κατόπι να γυρίσεις. Να βγάλεις του κόσμου τον παρά και σαν πασσιάς να ζήσεις, υπάρχει κι άλλη εκδοχή σαν ζιούρκος να γυρίσεις…»

Ο Ευτύχιος έχοντας το ταλέντο των αυτοδίδακτων ευθυμογράφων, κατέγραφε ότι σημαντικό γίνονταν κατά καιρούς στη γενέτειρα Καστοριά κι όχι μόνον… θες για ψαράδες, τα ραγκουτσάρια, θες για την Καστοριανή Βεγγέρα, το παναήρι της Χρούπιστας, την πίττα των Φίλων του Περιβάλλοντος;

Μεταξύ σοβαρού και αστείου πήρε φόρα στα 1987 κι έγραψε το «μάνα θα γίνω βουλευτής» «έχει καλά ο βουλευτής και τυχερά ακόμα, έχει το πλεονέκτημα να πάει και σ΄ άλλο κόμα… θα γίνω μάνα βουλευτής να λύνω και να δένω σε δύο τετραετίες μου και σύνταξη να παίρνω.»

΄Όλα αυτά γίνανε αργότερα ένα βιβλίο, που περιέχει μέσα στις σελίδες του, και πάντα μέσα από τη δική του παρατηρητική ματιά, τον μεγάλο μας κόσμο και την υποκρισία των ισχυρών, μαζί με τις παραδοσιακές συνήθειες της Καστοριάς μας.

Το πέρασμά του από το Λαογραφικό Μουσείο Νεράντζη Αϊβάζη άφησε στους επισκέπτες τις καλύτερες εντυπώσεις για την ξενάγησή του, το «αποτύπωμά του» όπως συνήθως εκφραζόμαστε σήμερα.

΄Ανθρωπος της ουσίας, της προσφοράς, της συμπόνοιας, έζησε με τις απλές χαρές, τα οικογενειακά ανταμώματα,  με τα τραγούδια  που ακούγονταν σ΄ όλο τον Ντουλτσό, καθώς με τους φίλους κανταδόρους βρίσκονταν εν πλω στο καράβι, κάτω απ΄ τα΄ άστρα του καλοκαιρινού ουρανού.

 Η κόρη του, η εγγονή του κι όλο το σόϊ εντός ή εκτός Ελλάδας, νοιάστηκαν για όσα του συνέβαιναν…

Ο Ευτύχιος «ταξίδεψε» το μέγα Σάββατο στις 23 του Απριλίου μήνα του 2022, μετά την πρώτη Ανάσταση για τα ουράνια μέρη. Δεν βρήκε εμπόδια, τα τελώνεια δεν φύλαγαν την πόρτα του Παραδείσου. Μπήκε ως τροπαιοφόρος νικητής , ποιητής, άνθρωπος με θετικό πρόσημο, καλοδεχούμενος από όσους τον περιμένανε.

Μια θέση σίγουρα του δόθηκε από τον Δημιουργό, να ψάλλει, να τραγουδά, να πιάνει μολύβι και χαρτί, να γράψει δεύτερο βιβλίο, πάνω από τα σύννεφα, πέραν της στρατόσφαιρας… πιθανόν με τίτλο «Ουράνια Ανταμώματα»…

Προηγούμενο Άρθρο

Σε αυτές τις θερμοκρασίες θα μπει ο «κόφτης» στα κλιματιστικά

Επόμενο Άρθρο

Τροποποίηση δρομολογίων του καραβιού «ΟΛΥΜΠΙΑ» για Σάββατο και Κυριακή28 και 29 Μαΐου 2022

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Καστοριά, στα χρόνια της επανάστασης 1821 (Πληροφορίες από το βιβλίο του γυμνασιάρχη Παντελή Τσαμίση, «Η Καστοριά και τα μνημεία της») [Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση]

«Μας επρόσταξε ο Άγιος Καστορίας κύριος Νεόφυτος, ότι εις την Μητρόπολιν κατά την συνήθειαν όπου πήγαιναν