Ερχόματα από τα ξένα… (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Καστοριά, 1926

Ξημέρωμα Μεγάλης Δευτέρας… Μέσα στην πρωϊνή ομίχλη τρία καράβια κατευθύνονται από το γειτονικό Μαύροβο προς την πόλη.

Τα δρομολόγια λόγω του ερχομού του Πάσχα, έχουν αυξηθεί, καθώς οι ξενιτεμένοι από κάθε ξένη γωνιά πήρανε αποφάσεις να ξαναβρεθούν και πάλι στα μέρη τους και στο πατρικό σπίτι ύστερα από πολύν καιρόν.

Τ΄αδέλφια Μπότης και Αντίγονος, κάτοικοι Ντολτσού, εργαζόμενοι στα γουναράδικα των Παρισίων, μετά πέντε χρόνια επιστρέφουν σε ώρες ΄Ανοιξης «στη λίμνη με τα ψάρια και τον ταμπαχανέ με τα πολλά λευκάδια», όπως το λέει και το γράφει ο τοπικός στιχουργός. Φέτος η Ανάσταση του Θεανθρώπου συμπίπτει με την  Πρωτομαγιά…Η ανθοφορία είναι ολοφάνερη και η φύση φορά το χνουδωτό της πρασινωπό επανωφόρι μ΄ όλα τα χρώματα των αγριολούλουδων , που πρωτοβγάλανε τα άνθη τους να στολίσουνε ύστερα από μήνες τη γη.

Οι γκιμιτζήδες (βαρκάρηδες) παίρνουν τα κουπιά, λάμνοντας μέσα στην πρωϊνή και αραιή ομίχλη. Το σύντομο ταξίδι με τελικό προορισμό το σπιτικό τους, μοιάζει να τους χαρίζει τη γαλήνη που δέχονται με ανακούφιση ύστερα από ένα ταξίδι πολλών ημερών από το Παρίσι, ως εδώ…

Από μακριά διακρίνουν τα γεφύρια του Ντολτσού, Καρανά, Αηθολόγου (Αγίου Θεολόγου), Δράσκα και Μπαλλή. ΄Όλα αυτά τα γιοφύρια «βαφτιστήκανε» τιμής ένεκεν, παίρνοντας τα ονόματα των παλαιών οικογενειών της πόλης, καθώς γειτονεύανε με τα σπιτικά τους. Ακόμη και μεις οι μεγαλύτεροι, είχαμε άγνοια γι΄ αυτό, μα καθώς διαβάζαμε τους γραφιάδες, τους γραμματιζούμενους αυτού του τόπου, αντιληφθήκαμε πως κάπως έτσι διασώζονται από καιρού εις καιρόν  πράγματα του χθεσινού κόσμου, ώστε να διατηρούνται μετά στον απέραντο και αδηφάγο χρόνο…

Ποιοι τάχα από μας ακούσαμε για τα γιοφύρια της σκάλας του κυρ Χανά, του Γραμματικού, του Λιότσκου;…

΄Ανοιξη του 1926, χωρίς ηλεκτρικό φως και χωρίς νερό στα σπιτικά της Καστοριάς. Τα ξενιτεμένα παλληκάρια Μπότης και Αντίγονος κατεβαίνουν στο γιοφύρι του Μπαλλή, πατούν το χώμα της γειτονιάς τους, ενώ οι βαρκάρηδες ξεφορτώνουν τις αποσκευές, συνεχίζοντας ως το γιοφύρι της Ζαχάραινας και τα Λουτρά με άλλα δυο παλληκάρια τον Χαρίδημο και τον Μάρκο που είναι πιο κοντά με το Χασάν Κατή και το παζάρι.

Τα παιδιά απ΄τον Ντουλτσό διακρίνουν στο βάθος της πλατείας τη Ροδάνη… την κούνια, την αρχαία κουνίστρα, όπου διασκέδαζαν μέρες Πάσχα τα παιδιά μα και οι μεγάλοι δίνοντας ένα κόκκινο αυγό αντί εισιτηρίου. Ο Μπότης θυμήθηκε τον πατέρα του που βαστούσε ένα μεταλλικό δοχείο το «γκιλιβντένι» γεμάτο μύρο και ροδόσταμο, οπότε ραντίζανε τους επισκέπτες της Ροδάνης εξασφαλίζοντας κάποιο φιλοδώρημα για τα έξοδα που δαπανήθηκαν στο στήσιμό της.

Το σπιτικό τους βρίσκονταν ανάμεσα στις εκκλησιές του Αγιαντρά και της Αγίας Παρασκευής.΄Ηταν ένα διόροφο σπιτικό, με τον κήπο του,την καϊσιά  και την κερασιά του, το πηγάδι και το μαγειριό του… Ο κήπος τους ήταν ολάνθιστος και το «χασούλι»- το χόρτο-  άφθονο για τη μπέτσκα που έβοσκε, αγορασμένη για το πουσπουρούδι, τον μικρό 12χρονο γιο της οικογένειας. Λίγο πριν περάσουνε το κατώφλι τους πήρε είδηση η γειτόνισσα η Βγένα του Σαράφη, ο φούρναρης ο κυρ Μήτσος ο Ζουπανιώτης κι ο κυρ Θανάσης με το μπακάλικό του που τους καλωσόρισαν. Φθάνοντας ως την εξώπορτα θαυμάσανε τα ολάνθιστα δέντρα με τα κατάλευκά τους άνθη- έμοιαζε σαν νάτανε το πρώτο καλωσόρισμα, μ΄ όλα τα ταπεινά αγριολούλουδα, το «μη μου άπτου» τα γιούλια και τις γλάστρες με το μοσχόφυλλο…

-Μάνα!… φώναξε ο μικρότερος αδελφός τους, ήρθανε οι Παριζιάνοι…

΄Ωρα 10 το πρωϊ βάρεσαν το «ρόπτρον», το μεταλλικό χεράκι της θύρας, δύο φορές ,όχι δυνατά-μα πιο μαλακά, μην και  ταράξουνε τον παππού και τη γιαγιά τους, που τ΄αυτιά  τους έπιαναν ακόμη τον κάθε ήχο. Η πόρτα άνοιξε και η μάνα η κυρά Αφροδίτη με τη μεσάλα –ποδιά στη μέση- αντίκρυσε μετά πέντε χρόνια τα πασιόπλα της, ενώ από το μαγαζόπλο του σπιτιού πήρεν είδηση ο μπάμπας τους ο Λεωνίδας και τα τσιεράκια- οι μαθητευόμενοί του. Ως και τα γερόντια άφησαν τον μπάση και σηκωθήκανε να τους υποδεχτούν. Οι αγκαλιές που ακολούθησαν τα δάκρυα χαράς, έφτιαχναν ένα σκηνικό απερίγραπτο… και πως αλλάξανε αυτά τα νεαρά παιδιά με τα παριζιάνικα κοστούμια, και το λεπτό  μουστάκι…

Το πρώτο κέρασμα που ακολούθησε μετά τα ερχόματα ήταν το γλυκό του κουταλιού, μπόλικο-μπόλικο, το σπιτικό τραγανό κερασάτο, και ύστερα όλα τα άλλα μέχρι το μεσημεριανό νηστίσιμο φαγητό. Σε μια μεγάλη γυάλινη πιατέλα υπήρχαν τα στραγάλια, τα φυστίκια ,με τη φλούδα τους και οι σάλιαροι με την κατασταλαή τους.

Μετά τον καφέ, παππούς και πατέρας ζητούσαν να μάθουν λεπτομέρειες για το ταξίδι τους, κι εκείνοι περιέγραφαν πότε φύγανε από τον σιδηροδρομικό σταθμό  των Παρισίων, για να φθάσουνε ως το Σαίντ Ετιέν και μετά τη στάση μισής ώρας να περάσουνε από την Γκρενόμπλ. Μακρύ το ταξίδι από χώρα σε χώρα, στα ιταλικά σύνορα δεν είχαν καθυστέρηση αλλά από την μεγαλούπολη Τορίνο μπήκε αρκετός κόσμος με προορισμό  το Μιλάνο. Εκεί αλλάξανε τραίνο πήραν το «Μπαλκάν  εξπρές»… μόλις που πήρε από μακριά η ματιά τους την Τεργέστη, και ύστερα ντουγρού για το Ζάγκρεπ, όπου κατά την σύντομη στάση προμηθεύτηκαν ψωμί και σαλάμι και δοκίμασαν σ΄ ένα μικρό μαγέρικο ζεστή χορτόσουπα… Κάπως έτσι κυλούσε η περιγραφή, κι άλλοτε τον λόγο τον έπαιρνε ο Αντίγονος κι άλλοτε ο Μπότης –οι δίδυμοι- 21 χρόνων παλληκάρια.

-΄Οντας απερνάει ένας απού του Βελιγράδι, τότενες νουγάει ότι φτάνει πιο σιμά, είπεν ο πατέρας τους. ΄Ασουτα χουράφια δεξά και ζερβά γιουμάτα γκουγκούτσκες, στάρι, μπαμπάκια…

-Στο σταθμό στα Σκόπια είπεν ο Μπότης, αντάμουσάμε με άλλους ΄Ελληνες απού ήρχουνταν απού την Λειψία και την Βιέννη… κι ύστερα απ΄ όλα αυτά τα μέρη μπήκαμε σε ελληνικό έδαφος, βρέθκαμε στη Σαλονίκη κι έκαμάμε τον σταυρό μας… ΄Υσταρνα σέφκαμε στου τραίνο του Σόροβιτς- Αμύνταιον- κι όντας έφτακάμε ικεί είδαμε 2-3 κυρατζήδες- μεταφορείς- απού είχαν ζώα. Οι ίδιοι μας παράδειχναν ότι η δουλειά αυτή ήταν στου τέλος της. Πουλλοί κυρατζήδες γένκαν σιουφέρηδες σε φουρτηγά, ο Βέργος, ο Σιάνος κι ο Κοέν γίνκαν συνέταιροι. ΄Αλλαξεν ου κόσμος… ΄Υστερα απού βρέθκαμε στου Σόροβιτς πάλε με τα άλογα και τα μουλάρια κίνησάμε γιε του Μαύρουβο. Ανέφκαμε την ανηφοριά του Νυμφαίου, έφτακάμε στην κουρφή του γουναρά, απ  όπου φαίνονταν τσιούτσκανη η λίμνη μας και του Κάστρο. Απερνούσαμε από πουλύ ψηλές ουξυές και βαλανιδιές κι είμασταν πουλλοί μαζί γιτί φουβούμασταν τους λύκους , έκαμάμε έξη ώρες ώσπου να φτάκουμε στη Σερέσνιτσα- Πολυκέρασο- κι όντας πήραμε μιαν ανάσα σέφκαμε στου χάνι για να ταϊστούν τα ζώα κι ου χαντζής μας έκαμεν αυγά με τυρί, σαν γκαϊγκανάς ήταν… Απού ικεί έφυγάμε γιε την Μόκραινη- Βαρυκό απού είχεν όλο κατήφουρον, η Κλεισούρα φαίνουνταν απού ψηλά κι έπρεπεν να αφήκουμε δυο κλεισουριώτες εμπόρους.  Απέρασάμε κι άλλο ένα δάσος ώσπου να βγούμε στο «Νταούλι» κι απ ικεί τηρούσαμε τη λίμνη και τα χουριά… Του Μαύρουβο ήταν κουντά τώρα, δυό ώρες δρόμος, η μέρα είχεν  σουθεί, πήρεν του βράδυ, έφτακάμε στου Χάνι του Τσαντήλα, ικεί μας έδουκαν φασουλάδα και δουμάτιο γιε ύπνο.

Οι γιοί απέφυγαν προς το παρόν να μιλήσουνε για τις δουλειές,επειδή πολλοί από τους  Καστοριανούς γουναράδες που έκαμναν με τους Γάλλους συμφωνίες στο καφενείο «Σαν Μισέλ» ή στο «Μαζερίν» είχαν ζημιώσει , από έλλειψη συντονισμού, με αποτέλεσμα να κάνουν διαφορετικές τιμές στα πλέτερ τους, και οι περισσότεροι να χάσουνε κέρδη είτε από τις νούρκες είτε από τις γαρνιτούρες…

Για την ώρα χαίρονταν την επιστροφή τους. Στο μαγερειό του σπιτιού τους έβραζε η φακή. Τα τουρσιά, ο χαλβάς , οι ελιές, το μπούκοβο συμπλήρωναν το πρώτο φαγητό μετά 5 χρόνια.

Το Παρίσι πια ήταν πολύ μακριά. Ο Κόσμος όλες τις μέρες αυτές εκκλησιάζονταν κάθε βράδυ. Σε δυο τρεις μέρες θα κινήσουν για το παζάρι και το Παναήρι της Μεγάλης Πέφτης, ν΄ αγοράσουν τις λαμπάδες τους, και να δούν τα ανύπαντρα κορίτσια που θα τα συνοδεύουν τ΄αρσενικά αδέρφια και αυστηροί γονείς, ενώ η μάνα θα ετοιμάζει την Καστοριανή λαδερή σπανακόπιτα για το μεσημεριανό τραπέζι.

Προηγούμενο Άρθρο

Στα Φυλάκια της Περιοχής και στους Συνοριοφύλακες η Αντιπεριφερειάρχης Καστοριάς για Ανταλλαγή Ευχών

Επόμενο Άρθρο

Χίος: Οχυρωμένα τα σπίτια – Θα εκτοξευθούν 15.000 ρουκέτες την Ανάσταση

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ