«… διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ
μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες…»
Βολταίρος.
Με αφορμή το δημοσίευμα της 19ης/1/’17 τοπικής εφημερίδος «ΟΔΟΣ», επ’ αφορμή της έκδοσης και κυκλοφορίας ενός κειμένου μου υπό τον τίτλο: «ΛΑΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ» από τον Δήμο της πόλης, θα ήθελα να ζητήσω δημόσια συγγνώμη, πρωτίστως, από τον Δήμαρχο κ. Αγγελή, διότι υπήρξα ακούσια το αίτιον μιας μισαλλόδοξης επίθεσης στο πρόσωπό του, καθώς μόνο έπαινο δικαιολογεί η συγκεκριμένη πράξη, έκδοση, ανεξάρτητα αν κάποιοι πιστεύουν ακραδάντως, πως ό,τι διαφεύγει της προσοχής τους, ό,τι δεν εκπορεύεται από τους ίδιους, είναι μεμπτό και κατακριτέο. Φυσικώ τω λόγω, δεδομένου ότι φιλοδοξούν να αναγορεύσουν εαυτούς, σε αποκλειστικούς εκφραστές της αλήθειας, και αλήθεια για ορισμένους. ό,τι εξυπηρετεί τις βαθύτερες φιλοδοξίες τους· την εξής μία: την επικυριαρχία επί της πόλεως, καθότι, θεωρούν, κληρονομικώ δικαίω, προσωπική τους υπόθεση την πόλη, την ιστορία της, την περαιτέρω πορεία της, τους δε πολίτες υποχείρια, εντεταλμένα στην υπηρεσία της υψηλότατης αποστολής τους. Και, στην προσπάθειά τους να επιβάλλουν παντοιοτρόπως την άποψή τους, προβαίνουν σε ανθρωποφαγίες, ακυρώνοντας οιονδήποτε δεν συμφωνεί, δεν υπηρετεί την υπέρτατη, την απόλυτη αλήθεια, που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν, είναι σε θέση να διατυπώσουν, να εκλαϊκεύσουν, να επιβάλλουν, είτε δια της πειθούς, είτε δια του αφορισμού και της τρομοκρατίας, μηδέ του Χέγκελ εξαιρουμένου, η απόρριψη του οποίου αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, πέραν του ότι η διατύπωση (από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα) τελεί εν πλήρη συγχύσει αναφορικά με τις φιλοσοφικές θέσεις του συγκεκριμένου φιλοσόφου.
Στην προσπάθειά τους αυτή δεν θα μπορούσε να διαφύγει και ο υποφαινόμενος βέβαια, στον οποίο απεδόθησαν ανοίκειοι χαρακτηρισμοί· χαρακτηρίζοντάς με Δούρειο ίππο, εμμέσως πλην σαφώς, μέσω του οποίου, και, δια του οποίου, ως άβουλο ον, χωρίς άποψη, προσωπικότητα ο Δήμαρχος, προώθησε, υιοθέτησε, πως τόλμησε χωρίς την έγκριση του «κονκλάβιου», αλλότριες απόψεις, ως προς τα ήθη, την ιστορία και την ταυτότητα της πόλης· ήτοι ως ενεργούμενό του.
Θα πρέπει να γνωρίζει ο συντάκτης του κειμένου όμως, ότι ο υπογράφων δεν λειτούργησε ποτέ εν κρυπτώ, εν ανωνυμία. Yπηρέτησε αυστηρά, κατά την έως σήμερα διαδρομή του, αξίες, ευγενή άμιλλα και ήθος. Δεν υπήρξε ποτέ υβριστής, δεν προσέβαλλε, δεν ύβρισε και δεν αντιδίκησε ποτέ με πρόσωπα, αλλά με λογικές, κείμενα, ιδέες, και, ως εκ τούτο απαιτεί να ισχύει αδιαλείπτως η ρήση: “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι!” απέναντί του· όπως ισχύουν τα ίδια και εξ αυτού δι’ υμάς!
Επί του κειμένου:
ΑΔΙΚΕΙ ΣΩΚΡΑΤΗΣ κ. Δ/ντα, καθώς επιχειρεί (τε) να αντιμετωπίσετε (να ακυρώσετε θα ήταν πιο δόκιμο) ένα πλήρως τεκμηριωμένο, βιβλιογραφικά θεμελιωμένο κείμενο, με ένα φλύαρο, ανερμάτιστο, μεστό αντιφάσεων, προλήψεων, εμμονών και ταξικών διαχωρισμών κείμενο, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είναι απόσπασμα ενός δοκιμίου το οποίο κατά το παρελθόν δημοσιεύσατε στο έντυπό σας (ενθυμείσθε πιστεύω τους επαίνους στον συντάκτη του), απορρίπτοντας, ελαφρά τη καρδία, την ιστορική συνέχεια και το ενιαίο του χώρου με τη κλασσική Ελλάδα· ουσιαστικό στοιχείο της οποίας, πέραν όλων των άλλων, υπήρξε ο Διονυσιασμός· μία ζωικού αναλογισμού και θρησκευτικής ικεσίας θεώρηση της φύσης και της ζωής, που με την πάροδο του χρόνου βρήκε την έλλογη έκφρασή της, στον Διθύραμβο και στα Φαλλικά, με κατάληξη την αρχαία Αττική τραγωδία – κωμωδία αντίστοιχα, απαύγασμα των οποίων υπήρξε η άμεση Αθηναϊκή δημοκρατία· κόσμημα ανά τους αιώνες.
Παραβλέπω συνειδητά τον, πέρα κάθε λογικής και φιλοσοσοφικής προσέγγισης, απαξιωτικό σχολιασμό των φιλοσοφικών απόψεων του Χέγκελ, θεμελιωτή του κρατισμού (κράτους έθνους), περί της ιστορικής πολιτιστικής ταυτότητας των λαών· θέσεις, πάνω στις οποίες οικοδομεί (ασυνείδητα;) τον λόγο του· λόγο ηθογραφικής καθαρότητας, υπεροχής και περιχαράκωσης, ο συντάκτης σας, και, ως απόλυτος γνώστης και κριτής των πάντων, ρίχνει στον Καιάδα, τόσο τον Χέγκελ, θεμελιωτή της σύγχρονης διαλεκτικής, όσο και κάθε άλλη φιλοσοφική, ανθρωπολογική, θεατρική άποψη η οποία συνάδει με το αντικείμενο του κειμένου, μηδέ του Νίτσε, του Κλοντ Λεβί–Στρος, του Αρτώ, εξαιρουμένων.
Με μία γλώσσα «κόσμημα», σημείο αναφοράς διά τους επερχόμενους,: «… Έτσι, παρουσιάζεται το μοναδικό και φαιδρό –αν όχι γελοίο– φαινόμενο… κ.λ.π», η οποία δεν περιποιεί τιμή στους ομιλούντες την Ελληνικήν, πολλώ δε μάλλον, στην αισθητική της γλώσσας (“…μονάχη έγνοια η γλώσσα μου…[i]“), της οποίας γνώστης είσθε (είμαι βέβαιος), επιχειρείτε να απεμπολήσετε, διαρρήδην, την ιστορική εξέλιξη και τη σχέση παρόντος και παρελθόντος, όπως αυτή έλαβε χώρα ανά τους αιώνες, μιλώντας πλήρως απαξιωτικά δια τους: «…χωρίς αξιόλογη προσωπική και οικογενειακή εμπειρία δημοτικούς και δημαρχιακούς αρμοδίους…», οι οποίοι σας στερούν την ευπρεπή αναγωγή καθώς ιδιοποιούνται τον αστικό όρο «Καρναβάλι», αφήνοντας για το άστυ τα μακεδονίτικα, Σσλαβοειδή, βαλκανοειδή «ΡΑΚ – ουτσάρια».
Προς τι, μια τέτοια απαξίωση προς τους κατοίκους της Βαλκανικής κ. Δ/ντά (Σλάβους την καταγωγή, αλλά ντε φάκτο γείτονές μας;) Ξεχνά ο συντάκτης σας ότι κατά την επανάσταση του ’21, μέγιστη συμβολή είχαν και άλλοι ομόθρησκοι λαοί της περιοχής (Σλάβοι, Αρβανίτες και λοιποί, εξ ου και η φουστανέλα;) Ξεχνά πόσες μάχες δώσαμε από κοινού κατά τους Βαλκανικούς πολέμους; Ξεχνά πόσοι έλληνες πολέμησαν στο πλευρό των Σέρβων κατά το πρόσφατο παρελθόν (εμφύλιο του ’90;) Ξεχνά ότι ζήσαμε εν αρμονία επί πολλές εκατονταετίες μαζί τους; Ή μήπως ξεχνά το όραμα, τη Χάρτα του Ρήγα, περί της ομοσπονδοποίησης των Βαλκανίων, η οποία διερράγη μόνο όταν από βαλκανική (όρα Ιάσιο – Δ. Υψηλάντης) πήρε στενά εθνική μορφή η επανάσταση του ’21, πράξη που πυροδότησε τον εθνικισμό των Βαλκανίων;
ΑΔΙΚΕΙ ΣΩΚΡΑΤΗΣ, επίσης, και ως προς την, επίμαχη, “Σσλαβοειδή”, “Βαλκανοειδή”, “ρυπαρή” (δικός μου προσδιορισμός;) ονομασία «ΡΑΚ–ου(τ)σάρια» (κανένα πρόβλημα ως προς το “τ” κ. Δ/ντά), και εκ παραφθοράς «ΡΑΓΚ–ου(τ)σάρια», ως, εκ του: «…ράκος, ράκη, ρακένδυτος, απόκομμα… (113) – (ένδυμα εξ δέρματος ζώων), γούνα, γουναρικόν… (1175[ii])» (οποία ταύτιση;) προερχομένη. Μήπως κάνει (νετε) λάθος ως προς την απόρριψη της συγκεκριμένης λέξης κ.Δ/ντα; Μήπως δεν προσδιορίζει το ευτελές, το «δημώδες», αλλά κάτι πιο σημαντικό, πιο ιδιαίτερο, δηλωτικό της εγγενούς επαγγελματικής ιδιότητος; Μήπως, αντί για όνειδος, είναι σημείο αναφοράς και τίτλος τιμής, καύχημα για την συντεχνία της περιοχής, δεδομένου ότι ο όρος, βάση του αντιλεξικού Βοσταντζόγλου, είναι παράγωγο της συντεχνίας των αποκομμάτων της πόλης, προς δόξαν της οποίας απεδόθη μάλλον ο όρος· εάν πιστεύουμε στην ελληνική γλώσσα βέβαια, στα ρηματικά θεματικά της παράγωγα; Διότι, εάν, όντως, πιστεύουμε και υπηρετούμε την ελληνική γλώσσα (δεν αμφισβητώ την γλωσσική παιδεία σας, ούτε την ελληνικότητά σας), και κατά προέκταση τον ελλαδικό χαρακτήρα της περιοχής, τα πάντα συνηγορούν υπέρ του Θ. Βοσταντζόγλου. Πιθανόν και κάποιας άλλης (ελληνικής θεματικά) εκδοχής, ετυμολογίας βέβαια (δεν επιφυλάσσω το αλάθητο διά τον εαυτό μου), και όχι υπέρ της κάθε αυθαίρετης, προσωπικής, στενά περιχαρακωμένης εθνικιστικής άποψης των, όποιων, γειτόνων, την οποία, πριμοδοτεί μετ’ επιτάσεως η εμμένουσα, διαχρονική πολιτική επικαιρότητα.
Αναφορικά με την απορία σας, από πού προκύπτει το «τσαρια», γνωρίζετε κ. Δ/ντά, είμαι βέβαιος, ότι είναι παραφθορά του πληθυντικού, της ποσότητας και βρίθει ανά την επικράτεια. Διαφορετικά κάθε τι που περιέχει το «ΤΣΑ» θα μας παραπέμπει στο Τσάρος, ακόμη και ο χορός «ΤΣΑ-ΤΣΑ».
Ως προς το ερώτημα του συντάκτη σας δε, περί της αποκλειστικής επικράτησης, υιοθέτησης του όρου από την πόλη μόνο της Καστοριάς, αυτό είναι αποτέλεσμα της ασφυκτικής περιχαράκωσης, επικυριαρχίας επί της πόλης από την συντεχνία (το πιθανότερο) κ. Δ/ντά, η οποία δεν επέτρεπε (γνωστό τοις πάση) να ιδιοποιείται κάνεις τα σύμβολά της, την ονοματολογία της και την συγκεκριμένη ενασχόλησή της. Είναι σε όλους γνωστή, νωπή, η θέση: «Ως τα φανάρια η γούνα!»
Ενώ, ως προς την αδόκιμη έκπληξή του, περί του άτοπου φωτογραφικού υλικού τέλος, μια καλύτερη ανάγνωση θα του αποκάλυπτε την διαχρονική του σημειολογία.
Ως εκ τούτου:
Όσο είναι ύβρις, μομφή η λέξη γούνα, γουναράς, απόκομμα, γουναρικό, για την συντεχνία, την πόλη και τους κατοίκους της, άλλο τόσο είναι ύβρις και το «ΡΑΚ–κουτσάρια – ΡΑΚ–ουσάρια»· μία λέξη απόλυτα Ελληνική, την οποία μετ’ επιτάσεως επιθυμείτε να ακυρώσετε, δίδοντάς την βορά στην επιχειρηματολογία των γειτόνων. Παραθέτετε μάλιστα, ολόκληρη την επιχειρηματολογία τους για να πείσετε. Ξεχνάτε όμως, όπως και αυτοί, εκείνοι, βέβαια, ότι η Ελληνική γλώσσα ομιλείτο από αρχαιοτάτων χρόνων στην περιοχή και άρα προηγείται της δικής τους. Εδώ έγραψε, στην ελληνική και όχι στην γλώσσα των Σκοπίων, τις Βάκχες του ο Ευριπίδης. Το πρόβλημα των Σκοπίων, είναι πρόβλημα πολιτικό, πρόβλημα εθνικής συνείδησης κ. Δ/ντά, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η γλώσσα, ο πολιτισμός, η διαχρονική συνέχεια του παρόντος, με το παρελθόν, το οποίο εμείς οι ίδιοι αμφισβητούμε, είτε διά των εμμονών μας· (Μεγάλη Ιδέα – ούτε παράγωγο κ.λπ.), είτε διά των διαχωρισμών (εμφύλιους, δικτατορίες). Αν 200 χρόνια μετά την απελευθέρωση δεν αποκτήσαμε εθνική συνείδηση ικανή να κονιορτοποιεί, εν τη γενέσει της, οιαδήποτε αμφισβήτηση της ελληνικότητάς μας, ουαί ημίν, έχουμε αποτύχει κ. Δ/ντά. Δεν μας φταίνε οι άλλοι, αλλά εμείς, με τους φυλετικούς, αστικούς πια τώρα διαχωρισμούς· τους Σλάβους, τους άλλους, τους κουτόΦραγκους, τους ξένους.
Ζούμε περιβαλλόμενοι από τόσες και τέτοιες ιστορικές αναφορές τοπωνύμια: (Αλεβίτσα από τον Αλέβα[iii], Νεστόριο από τον Νέστορα, Πίνδος από τον Πίνδαρο, Όδρια, από τον Όδιο – Οδίου όρη, Μόλασση από τους Μολοσσούς, Περδίκκας από τον Περδίκκα (σωματοφύλακα του Μ. Αλεξάνδρου). Ιστορικά γεγονότα: (κάθοδος των Δωριέων – κατ’ άλλους, και των Αχαιών, των Αιολών, και των Ιώνων[iv]. Βάκχες του Ευριπίδη. Συμμετοχή του Αλέξανδρου Α΄ βασιλέα της Μακεδονίας στους Ολυμπιακούς αγώνες 504 π.Χ στους οποίους συμμετείχαν μόνον Έλληνες πολίτες. Γραπτές ιστορικές αναφορές του Αρριανού περί της γεωγραφικής καταγωγής της προσωπικής φρουράς του Μ. Αλεξάνδρου, και πλείστες όσες ηθογραφικές αναγωγές, αρκούντως ικανές, να πείσουν και τους πλέον δύσπιστους ως προς την Ελληνικότητά μας. Ως εκ τούτου, είναι μέγιστο λάθος να γινόμαστε εφαλτήριο σε όσους αμφισβητούν την ταυτότητά μας, αρκεί να επικαλούμαστε την ελληνικότητα των αναφορών, των αναγωγών μας. Να μην επιχειρούμε να ακυρώσουμε τα επιχειρήματά μας· ονομασίες άκρως ελληνικές, διαχρονικές και καθόλα αρχαιοελληνικές. Διότι με την λογική αυτή, λογική της απόρριψης στο όνομα μιας επιφατικής, κατά το ηπιότερο, καθαρότητας, θα πρέπει να αλλάξουμε και το όνομα του Μ. Αλεξάνδρου, του Φιλίππου κάποια στιγμή, δεδομένου ότι ιδιοποιούνται και αυτά τα ιστορικά πρόσωπα οι βόρειοι γείτονές μας, αλλά και κάποιες άλλες ονομασίες, θα ισχυριστεί αργότερα πιθανόν κάποιος, όπως, το τσαρδάκι π.χ, το Ντολτσό, το Τσαρσί, το Απόζαρι, το μπέτσκα, το Γκιόλι, το παρασόλι, την Αλεβίτσα, και άλλων, ων ουν έστιν αριθμός, αρχής γενομένης από το φέσι στις παραδοσιακές στολές· καταφανέστατο κατάλοιπο της τουρκοκρατίας.
Κατά συνέπεια:
Είναι, τουλάχιστο, ατυχές να ομνύει κανείς στην ιστορική, ηθογραφική καθαρότητα του χώρου, των κατοίκων της, και να απορρίπτει απόλυτα ελληνικές θεματικά λέξεις οι οποίες είναι η ουσιαστικότερη απόδειξη του ενιαίου της με την κλασσική Ελλάδα. Αναλογίζεσθε αν αποφάσιζε η παγκόσμια κoινότητα να διαγράψει τις ελληνικές λέξεις και τα παράγωγά της από τα λεξιλόγιά της κ. Δ/ντά;
Η διαφοροποίηση του Καστοριανού Καρναβαλιού, είναι μόνο χρονική. Τίποτε δεν συνηγορεί σε διαφοροποίηση θεματική, δεδομένου ότι η αστική αιτίαση, αναγωγή την οποία επιχειρείτε, είναι ιστορικά αίολη κ. Δ/ντά. Ποιος είναι σε θέσει να μας διαβεβαιώσει ποιες ήταν οι οικονομικές, παραγωγικές, κοινωνικές σχέσεις της πόλης πριν από 200-300-500 χρόνια; Εκτός και εάν θεωρείτε ότι η ηθογραφία έχει σχέση δεκαετιών. Κώμη ήταν η πόλη κατά το παρελθόν κ. Δ/ντά, με αγροτικές, κτηνοτροφικές, αλιευτικές απασχολήσεις παράλληλα με την συντεχνιακή ενασχόληση. Τα πέριξ αγροτεμάχια (οικόπεδα επί των ημερών μας) μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Εκτός αυτού όμως, υπάρχουν και άλλες σημαντικότατες μαρτυρίες οπτικές (φωτο), προφορικές και αρχιτεκτονικές, άσχετα αν δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας, που πείθουν περί της ημιαστικής ταυτότητας του χώρου. Όλοι γνωρίζουν ότι, στην πορεία του χρόνου, όλες οι ημιαστικές περιοχές συντηρούσαν κατοικίδια, υποζύγια στα υπόγεια και στις αυλές των σπιτιών τους· αναγκαία προϋπόθεση βιοπορισμού. Εγώ δεν θα εκπλαγώ αν δω φωτογραφίες οι οποίες να αποτυπώνουν αιγοπρόβατα να βόσκουν στο βουνό, στο Απόζαρι, στον Σταυρό και στο Ντολτσό.
Ως προς την αστική ταυτότητα των κατοίκων της πόλης, επιτρέψτε μας να έχουμε ουσιαστικότατες ενστάσεις κ. Δ/ντά, όχι για λόγους ταξικούς, αλλά διότι δεν θεωρούμε ότι είναι αυτονόητο και «πράγματα καθ’ αυτό[v]», παρά αποτέλεσμα κάποιων προϋποθέσεων τις οποίες πρέπει να πληρούν τα υποκείμενα και οι κοινωνίες, αν επιθυμούν να χρίζονται, αυτοχρίζονται, αστοί – αστικές. Αστός δεν είναι απλώς κάποιος ο οποίος ζει σε ένα άστυ, μία πόλη κ. Δ/ντα. Αστός λέγεται, είναι αυτός ο οποίος πλήρη κάποιες προϋποθέσεις, βασικότερη των οποίων είναι η αστική κουλτούρα την οποία έχει αναπτύξει. Και ερωτώ: Ποια είναι η μέχρι σήμερα αστική κουλτούρα της πόλης; Ποια τα θέατρά της, τα μουσεία της, οι βιβλιοθήκες της, οι πινακοθήκες της, η βιβλιογραφία της, η μουσική παιδεία της, οι εκδόσεις της, η αρχιτεκτονική της;
Πολύ φοβάμαι πως, όσο και αν επιχειρήσει να βρει κανείς στοιχεία μιας τέτοιας κουλτούρας, δεν θα βρει, λυπάμαι, κ. Δ/ντά, και τούτο διότι δεν υπήρξε, ούτε υπό την αυστηρή, ούτε υπό την πλέον επιεική, αντικειμενική, πραγματική έννοια του όρου αστική τάξη.
Επειδή όμως ο όρος «αστός» εμπεριέχει, εν τινι μέτρω, και την έννοια της αριστοκρατίας, πράγμα που, δειλά αλλά σταθερά προβάλλει τελευταία με την αόριστη επίκληση κάποιων οικογενειών και προσώπων (τζάκια κατά το λαϊκότερον), πιστεύουμε ότι θα συμφωνήσετε μαζί μας, ότι θα ήταν, αν μη τι άλλο, νεολογισμός ένας τέτοιος ισχυρισμός που δεν χρήζει περαιτέρω αναλύσεως, καθότι, τα, οιονεί, «τζάκια», που, υποδόρια, προβάλλονται, προβάλλουν, μόνο ως, οιονεί, εστίες άκαπνες υφίστανται απλώς, οι δε πορφυρογέννητοι, ωσεί παρόντες μόνο. Και ερωτώνται; Ποια τα κείμενά τους, η ενεργή παρουσία τους, η αγωνία τους επί σειρά ετών για τα τεκταινόμενα, το ιστορικό γίγνεσθαι της πόλης; Εκτός αν θεωρείτε ότι αντέχουν στην κριτική και στο χρόνο κάποια κείμενα επί ποδός βρίθοντα συναισθηματισμού, επιθετικότητας και αφορισμού (ή και εξοστρακισμού;), όσων “καινά δαιμόνια” κατά την άποψή τους, “εισάγουν και τα ήθη διαφθείρουν”, στερώντας τους, φευ, το αναφαίρετο δικαίωμα να είναι, κληρονομικώ δικαίω, εσαεί, οι “επώνυμοι άρχοντες!” της πόλης. Και, εν πάση περιπτώσει, ποιοι είναι Καστοριανοί κατά την άποψή σας κ. Δ/ντά; Οι “πατρίκιοι”, οι “ευπατρίδες” μόνο; Οι “θήτες”, οι “πληβείοι”, ο λαός τι είναι; Και, εάν τέλος πάντων, πιστεύετε ότι είναι όσοι άντλησαν πλούτο επιβεβαίωση από την πόλη και όχι όσοι παρήγαγαν τον πλούτο σε αυτή την πόλη, μη εξαιρουμένων και όσων έδωσαν, χωρίς ιδιοτέλεια, κύρος, εγκυρότητα σ’ αυτή την πόλη, σε τι ποσοστό ανερχόταν, ανέρχονται, τι αντιπροσώπευαν, αντιπροσωπεύουν, μπορείτε να μας πείτε; Εκτός και αν ισχύει το ρηθέν του Ηράκλειτου: “Είς εμοί μύριοι, εάν άριστος ήι” δι’ υμάς βέβαια!
Καιρός να γίνει αυστηρά αναλογική προς όλους ανεξαιρέτως, μηδέ ημών τε και υμών εξαιρουμένων, η πόλη, δεν νομίζετε κ. Δ/ντά;
Ως προς τον όρο “κοσμοπολίτες” τέλος, γνωρίζετε κάλλιον εμού, ότι και αυτός ο όρος δεν είναι δόκιμος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα κ. Δ/ντά, διότι, ναι μεν, κάποιοι (ελάχιστοι σε σχέση με τον πληθυσμό) ταξίδεψαν, εργάστηκαν εις την αλλοδαπήν, πλην όμως η ζωή τους μόνο κοσμοπολίτικη δεν υπήρξε, δεδομένου ότι μέσα στα «κάτεργα», στα υπόγεια της Ν. Υόρκης και της Φραγκφούρτης εργάζονταν από νύχτα σε νύχτα, (προς τιμήν τους) οι άνθρωποι, και δια της εργασίας τους κατόρθωσαν να κάνουν, διά του μεταπρατικού εμπορίου (χορδάδες) στην αρχή, και φασόν εργασία αργότερα, κάποια προκοπή. Πέραν αυτών όμως, και, αν ακόμη αποδεχόταν τον όρο, “αστοί”, “κοσμοπολίτες” Καστοριανοί, κανείς, πιστεύετε ότι θα ήταν, αρκούντως ικανό, το σύνολό τους να γεμίσει ασφυκτικά την Μητροπόλεως και να συντελεστεί το δρώμενο; Χωρίς την μαζική παρουσία του λαού, δεν υπάρχει Λαϊκό Δρώμενο κ. Δ/ντά!
Δρώμενα είναι, μην αμφιβάλλετε, μην σας εξαπατά ο εκφυλισμός, κ. συντάκτα, που, παρότι τα αρχέτυπά τους χάνονται στο αχανές βάθος της προϊστορίας, εντούτοις παραμένουν αειθαλή, μας συγκινούν ακόμη. Οπότε, μάλλον, δεν είναι ένα πάρτι, ένα πέρα δώθε επί της Μητροπόλεως απλώς, όπως ισχυρίζεστε, αλλά “η προβολή της ψυχής ενός λαού[vi]” όπως θα έλεγε και ο Ελύτης.
Εμπόρους είχε και έχει η πόλη κ. συντάκτα, και όχι κοσμοπολίτες αστούς, εκτός και αν αναφέρεστε στην εποχή του Διαφωτισμού και του Βιλλεαρδουίνου· και ο όρος έμπορος, όπως καλά γνωρίζετε, είναι διάφορός από την έννοια του αστού αριστοκράτη.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, θα συμφωνήσουμε μαζί σας ότι η κοινωνία μας ήταν και είναι ταξική κ. Δ/ντά, όμως αυτό δεν βάζει φραγμό, δεν διαφοροποιεί, πολύ περισσότερο, δεν ακυρώνει τα συγκεκριμένα δρώμενα, καθόσον αποτελούν συστατικό στοιχείο της διττής υπόστασης του ανθρώπου· της θείας και της ανθρώπινης· της Απολλώνιας και της Διονυσιακής σε αισθητικό επίπεδο, πράγμα που διαφεύγει της προσοχής του συντάκτη σας, διαφορετικά, φρονίμως ποιών, δεν θα επιχειρούσε να ακυρώσει την αειθαλή τους παρουσία, δεδομένου ότι θα γνώριζε ότι αυτό είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων (απλά μαθήματα διαλεκτικής),ο μεθερμηνευόμενον: Όσο η διττή υπόσταση του ανθρώπου δεν αλλάζει, δεν αλλάζουν και οι αρχέγονες ανάγκες έκφρασής του. Και, όσο οι αρχέγονες ανάγκες έκφρασής του δεν θα αλλάζουν, τόσο θα παραμένουν αναλλοίωτα τα αρχέτυπα, προσαρμοσμένα κάθε φορά στην τρέχουσα ηθική, αισθητική, κοινωνική, θρησκευτική αναγκαιότητα, οπότε κάθε άρνηση και απόρριψη είναι αντιδιαλεκτική, αντιιστορική· οπορτουνισμός.
Τον διθύραμβο, χορό εν εκστάσει, πρωτόγονο δράμα, απόσταγμα της μάζας των θεατών, όπως στις μέρες μας τα μπουλούκια, χορεύουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, σε τέτοιες εκδηλώσεις όλοι στους δρόμους κ. Δ/ντα. Αλλά και στην καθημερινότητά μας, εν ευωχία και μέθη, προσομοίωση του οποίου είναι, μπορεί να θεωρηθεί ο χορός του ρεμπέτικου, όπως ισχυρίστηκε παλαιότερα και ο ζωγράφος Γ. Τσαρούχης (ειδήμων περί αυτού), καθώς τον διαπερνούν Διονυσιακά ρεύματα τα οποία αποτυπώνονται στην έκφραση του χορευτή. Και, όσο πιο αρχέτυπος, χθόνιος, ο, οιονεί, διθύραμβος (χορός), τόσο πιο λυτρωτικός, πιο γνήσιος, πιο κοντά στη αρχική πηγή, στην γήινη υπόσταση του ανθρώπου. Και, όσο πιο στυλιζαρισμένος, συγκρατημένος, αστικός, τόσο πιο υποκριτικός, πλασματικός, ξένος προς την ανθρώπινη φύση και τις ανάγκες εκτόνωσής του. Γι’ αυτό εξάλλου και το σκωπτικό, το κωμικό, γιατί και το ένα και το άλλο μας ανακουφίζει από τον παραλογισμό της ύπαρξης, της σκληρής πραγματικότητας.
Προσπαθεί να δώσει ανεπιτυχώς ευπρεπές, ταξικό, πρόσημο σε μια γκροτέσκο, εκ των πραγμάτων, λαϊκή έκφραση, ο συντάκτης του άρθρου σας κ. Δ/ντά, καθώς του διαφεύγει και πάλι μια ουσιαστική λεπτομέρεια· ότι τα συγκεκριμένα λαϊκά δρώμενα, είναι τα μόνα που δεν έχουν ταξικό πρόσημο, και αυτό διότι μέσα από την ανωνυμία, λόγω της μεταμφίεσης, ο άνθρωπος, νιώθει τον εαυτό του απελευθερωμένο, συμφιλιωμένο, συγχωνευμένο με τον πλησίον του. Αισθάνεται ίδιος, θαρρείς και σκίζεται το ταξικό πέπλο της καθημερινότητας. Ο δούλος κατά την αρχαιότητα γινόταν ελεύθερος κατά τις εορτές αυτές, όπως και ο καταπιεσμένος προλετάριος (οιονεί δούλος) χθες, σήμερα, αύριο. Τι άλλο προσδιορίζει η μάσκα και η αμφίεση παρά ελευθερία και προσέγγιση, πέραν της οιονεί ανάμνησης του «Τοτέμ» της πρωτόγονης εποχής, όπως η Σούξες μηχανή κάποια στιγμή, επί Σεκουλίδη εποχή;
Με τραγούδια και χορό ξεχνά το βάδισμα και υπερίπταται ο άνθρωπος. Προσπαθεί να υπερβεί τη ζώσα πραγματικότητα που τον συνθλίβει, τον καθηλώνει στην σκληρή καθημερινότητά, που γίνεται κοιλάδα προσωπικών οδυρμών και ταξικών διαχωρισμών. Περπατά γεμάτος έκσταση. Γεύεται την υπέρτατη χαρά άνευ ορίων και άνευ όρων, γίνεται καλλιτέχνημα, πυλός, και παραδομένος στη μέθη και στην μέθεξη γίνεται ένα με τον συνάνθρωπό του, την δημιουργία και τη φύση.
Αν τώρα η μελωδία γεννά το ποίημα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στη «Γέννηση της Τραγωδίας» και ο Νίτσε, κάθε μελωδική, χορευτική έκφραση είναι, δυνάμει, μια ασυναίσθητη ποιητική σύνθεση κ. Δ/ντά, γι’ αυτό και η πτητική αίσθηση που αποπνέει ο χορευτής όταν χορεύει το ρεμπέτικο κατά Τσαρούχη.
Φαντάζεστε να κατεβαίνουν, συνεπείς προς τον Απολλώνιο λυρισμό του συντάκτη σας, με παπιγιόν και φράκο οι αστοί την Μητροπόλεως, τραγουδώντας την «Νέτα του Φασούλα» κ. Δ/ντά, χωρίς καμία Διονυσιακή, δραματική, εκστατική έκφραση, ένδυση; Ο άνθρωπος μόνο σε κατάσταση έκστασης βιώνει το απύθμενο εγώ του κ. Δ/ντά. Μόνο δι’ αυτού, μέσω αυτού· είτε διά της προσευχής και του μονασμού, είτε διά του κοσμικού δρώμενου, χορού, προσεγγίζει διαχρονικά το θείο (όρα αναστενάρηδες). Γι’ αυτό και, παρά τον ανηλεή διωγμό που υπέστη ανά τους αιώνες, παραμένει ζώσα πραγματικότητα, γιατί οι ενδότερες ανάγκες του ανθρώπου δεν εξαφανίζονται με διοικητικές πράξεις, ούτε με ατομικές εμμονές. Είναι ακατάλυτες, υπήρξαν και θα υπάρχουν εσαεί. Θα βρίσκουν πάντα τον τρόπο να βγουν στην επιφάνεια· είναι υπαρξιακή ανάγκη.
Δεν γνωρίζω τι “διανοούνται εκεί στον Δήμο” κ. Δ/ντά. Εκείνο που γνωρίζω όμως είναι ότι μόνο ένας άνθρωπος που δεν έχει γνώση (πράγμα που δεν πιστεύω), θα μπορούσε να είναι τόσο αφοριστικός ως προς την ιστορική εξέλιξη. Μόνο ένας άνθρωπος που θέλει να επιβάλλει, εκμεταλλευόμενος την ισχύ του μέσου, και όχι να πείσει, θα μπορούσε να μιλάει με τόση απαξίωση για πράγματα που η παγκόσμια γραμματεία τιμά, αναγνωρίζει και υποκλίνεται, όπως τα Διονυσιακά Μυστήρια, τα μυστήρια των Καβείρων, τα Ελευσίνια, τα Κρόνια κ.άλ. Εκτός και αν πιστεύει ότι ο κόσμος (τα συγκεκριμένα δρώμενα) δημιουργήθηκε (καν) αποκλειστικά και μόνο στην πόλη την οποία κατοικούμε, από έναν περιούσιο, πρωτόπλαστο λαό, που, ουδεμία σχέση είχε, έχει, ούτε με τους προΈλληνες, ούτε με τους αρχαίους Έλληνες, και ότι τα πάντα προέρχονται από παρθενογένεση. Ας μην είναι τόσο υβριστικός λοιπόν έναντι της ιστορίας. Κακές υπηρεσίες προσφέρει στην επιστήμη και στην πόλη. Η ταυτότητα των αρχαίων Ελλήνων δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τις επιδράσεις τόσο των προΕλλήνων, όσο και των Αιγυπτίων· απεναντίας πάνω τους θεμελιώθηκε κ. Δ/ντά. Και διά του λόγου το αληθές, θυμίζω ότι ο Μινωικός και κατ’ επέκταση ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, παράγωγος των οποίων είναι ο αρχαίος Ελληνικός, είχαν έντονες επιδράσεις από τον Μεσογειακό (Αιγυπτιακό, Φοινικικό –αλφάβητο, γραφή–, Βαβυλωνιακό, Ασσυριακό –μαθηματικά, γεωμετρία–, Περσικό) πολιτισμό.
Αν κάποιοι, υιοθέτησαν ένα αστικό μεσαιωνικό δρώμενο, και κάποιοι άλλοι το του Ρίο, δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να τους επιδαψιλεύουμε επαίνους και δάφνες κ. Δ/ντά, πολύ περισσότερο να τους μιμηθούμε, εγκαταλείποντας την ιστορική μας ταυτότητα και την αναγωγή μας με την κλασική Ελλάδα. Το πρόβλημα με το δρώμενο της πόλης μας (μου αναγνωρίζετε φαντάζομαι την ιδιότητα· “πολίτης” της συγκεκριμένης πόλης;), είναι πρόβλημα θεματικής προβληματικής και όχι μετονομασίας, η οποία και να αλλάξει ακόμη, χωρίς την θεματική του αναβάθμιση, δεν θα αποτελέσει ουσιαστικό γεγονός, σημείο αναφοράς· τίποτα το ιδιαίτερο.
Ειλικρινά
Δ. Μ. – ΤΕΛΟΣ
————————-
Υ.
α) Στην παρατήρηση υμών ή του συντάκτη σας, ότι υπάρχει διαφοροποίηση σε σχέση με το δημοσιευθέν αρχικό κείμενο στην εφημερίδα σας κατά το παρελθόν. Ουδεμία υπαναχώρηση, αλλαγή κ. Δ/ντά. Απλώς θεωρούσα και θεωρώ αυτονόητη την ονομασία «ΡΑΚ-ου(τ)σάρια, αφενός διότι δεν είχε ανακινηστεί με τόση επίταση παρόμοιο θέμα την εποχή εκείνη, και αφετέρου διότι πλειοδοτεί και δεν αφαιρεί αίγλη και περιεχόμενο, κατά τη γνώμη μου, από την πόλη και τους κατοίκους της. Τόσο γιατί είναι δηλωτική της συντεχνίας, όπως αναφέρθηκε, όσο και γιατί εμπεριέχει μια αρχετυπική Δωρικότητα, στοιχείο αναφοράς προς τους αρχαιοΈλληνες Δωριείς, κατοίκους της περιοχής. Πρόθεσή μου, εξάλλου, και του Δημάρχου θέλω να πιστεύω, δεν ήταν, ούτε και είναι να εμπλακώ σε μια διαμάχη που θα διχάσει την κοινωνία. Πρόθεσή μου ήταν, είναι να συνθέσω, να αναδείξω, να κάνω πιο εμφανή την σχέση της περιοχής με την αρχαία Ελλάδα.
β) Πουθενά στο κείμενο δεν υιοθετώ τα φαλλικά, όπως,εμμέσως πλην σαφώς, αφήνει να εννοηθεί ο συντάκτης του άρθρου σας κ. Δ/ντά· απεναντίας! Αυτά τα αποδίδω στα της Κοζάνης (αν δεν είναι, οιονεί, φαλλικά –προσομοίωση του Διθυράμβου– τα της Κοζάνης, με τον κορυφαίο να προκρίνει και τον χορό να αποκρίνεται, να αντιφωνεί, να δράττει, τότε, με συγχωρείτε, μιλάμε άλλη γλώσσα κ. συντάκτα,). Στο κείμενο αναφέρομαι στο Διονυσιακό πνεύμα η σημειολογία του οποίου δεν είναι τόσο μονοσήμαντη, όσο επιχειρείται να παρουσιαστεί. Είναι πολυδιάστατη, αρχέγονη, πολυσημειολογική· εξ ου και “πολυώνυμος”, πολυσυλλεκτική. Απόδειξη αυτού τα Φαλλικά, κατάλοιπο της μητριαρχικής εποχής, που επεβλήθησαν από τις γυναίκες, ως φόρος τιμής στην ανθρώπινη γονιμότητα, και, λόγω της ισχυρής τους σημειολογίας, επικράτησαν και κατά την ιστορική εποχή, με αποκλειστική συμμετοχή των γυναικών στο συγκεκριμένο δρώμενο.
γ) Εάν ένα κείμενο, όπως το συγκεκριμένο, το οποίο παραθέτει τόσα, τέτοια στοιχεία, που κάνει εμβριθέστατες αναγωγές, που προσεγγίζει τόσο σοβαρά, γραμματολογικά (ετυμολογικά) ένα θέμα, μία λέξη, χαρακτηρίζεται αίολο, ένα κείμενο όπως αυτό της 19ης/1/’17, που τα μόνα στοιχεία που παραθέτει είναι, ο υποβιβασμός σε ριαλίτι σόου της φιλοσοφίας του Χέγκελ, τον οποίο ευτελίζει ανάγοντάς τον σε μέντορα του ISIS, και η παράθεση ευτελέστατου πολιτικού όρκου για να διακωμωδήσει τoν αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, πως θα το χαρακτηρίζατε κ. Δ/ντά; Πρόσω ολοταχώς; Λυπηρό!
δ) Και βέβαια απηχούν προσωπικές απόψεις τα κείμενά μας κ. Δ/ντά. Κανείς δεν
ισχυρίστηκε ότι μιλά εξ’ αποκαλύψεως, αντ’ Αυτού!
Ευχαριστώ θερμά γιατί αναδείξατε, έτι περαιτέρω, του κείμενό μου!
Δ.Μ
Ζητώ συγγνώμη εάν, εν τη ρύμη του λόγου μου, υπερέβην τα εσκαμμένα και προσέβαλλα εσάς ή κάποιον άλλο κ. Δ/ντά. Δεν ήταν στις προθέσεις μου!
[i] Οδ. Ελύτης: «Το Άξιον Εστί»
[ii] Αντιλεξικό Θ. Βοσταντζόγλου
[iii] Μυθικός Βασιλεύς της Μακεδονίας (9ος-8ος αιων. π.Χ).
[iv] Δ. Μάνου: «ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ ΠΕΛΑΡΓΟΙ».
[v] Ιμ. Καντ: Κριτική του καθαρού λόγου.
[vi] Οδ. Ελύτης: «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά».