«Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων;» (του Δημήτρη Μάνου)

«ήθος ανθρώπω δαίμων*»

                       Ηράκλειτος

Εν πρώτοις οφείλουμε να συγχαρούμε τις εκδόσεις: inkastoria.gr, και τους ανθρώπους της «ΕταιρείαςΠροστασίας Ατόμων με Αυτισμό & Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές Νομού Καστοριάς» για την πρωτοβουλία που είχαν να εκδώσουν τον τόμο υπό τον τίτλο «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΚΑΣΤΟΡΙΑ» και να δηλώσουμε αλληλέγγυοι στον πόνο των συνανθρώπων μας, χωρίς να μας δεσμεύει αυτό στο να εκφράσουμε την οποιαδήποτε άποψη, δεδομένου ότι κάθε κοινωνικό αγαθό δημιουργεί προβληματισμούς και αφετηρία διαλόγου.

Πριν από οτιδήποτε όμως, θα θέλαμε να κάνουμε γνωστό, ότι το παρόν κείμενο δεν έχει την έννοια της κριτικής, και τούτο διότι πρόθεσή μας δεν είναι να ασκήσουμε, λόγω εντοπιότητας και δεοντολογίας. κριτική επί παντός, πολλώ δε μάλλον, σε δόκιμους συγγραφείς, παρά να προσπαθήσουμε να διαγνώσουμε, στο μέτρο του δυνατού, την ποιότητα κάποιων κειμένων, οι συγγραφείς των οποίων αφήνουν θετικές εντυπώσεις, καθώς αναδύουν ελπίδες μελλοντικής ποιότητας, εφόσον δεν είναι προϊόντα σύμπτωσης βέβαια (κείμενα που συμβαίνουν άπαξ και στην πορεία ακυρώνονται, δεν επαναλαμβάνονται), θέτοντας παράλληλα και κάποια ερωτήματα  τα οποία προκύπτουν εκ των πραγμάτων.

Μία τέτοια ελπιδοφόρα περίπτωση στην οποία δεν μπορεί παρά να σταθεί θετικά κανείς είναι και η περίπτωση, το κείμενο της κ. Νίνας Αγράμπελη, «Η Γυναίκα του Νερού», ένα κείμενο αφαιρετικής γραφής, έμφορο νοημάτων, παρότι  κινδύνεψε να ακυρωθεί υπό το βάρος της δομής των δύο επιπέδων (ρεαλισμού και ονειρικότητας)· και θα είχε ακυρωθεί, εάν δεν ήταν τόσο καλά δομημένο το β΄ μέρος· τόσο ελλειπτικό, τόσο αλληγορικό, εν τινι μέτρω και μεταφυσικό, που διά του λυρισμού, των ποιητικών του εικόνων και των έντονων συναισθημάτων ακύρωσε οποιαδήποτε προς τούτο προοπτική. Ανεξάρτητα από την ετεροβαρή δομή του όμως, το κείμενο της κ. Αγράμπελη είναι ένα κείμενο που δεν δέχεται αμφισβητήσεις γι’ αυτό και θεωρούμε ότι το επίπεδο γραφής της έχει στοιχεία ποιότητας που αν τα καλλιεργήσει είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει κείμενα ουσιαστικού αισθητικού, νοηματικού και κοινωνικού περιεχομένου στο μέλλον, αρκεί να μην είναι προϊόν συμπτώσεως, όπως αναφέρθηκε, πράγμα που απευχόμαστε.

Θετικά οφείλει να σταθεί επίσης κανείς και στο κείμενο του Αλέξη Γούδα: «Το  ρυμουλκό», που ως μουσικός (ζητώ συγγνώμη αν κάνω λάθος) μεταγγίζει μια μουσική αρμονία στο λιτό κείμενό του, που απαλλαγμένο από την επιτήδευση και τον ναρκισσισμό δίνει ανάγλυφα την βαθύτερή του ευαισθησία στην πεζή και καταπιεσμένη καθημερινότητα, και ως άλλος κλέφτης ονείρων καταγράφει με μελωδική αμεσότητα την απέραντη νοσταλγία των παιδικών του, παιδικών μας χρόνων. Ένα κείμενο, υγρός πηλός, που αγγίζει την παιδική του, παιδική μας αθωότητα.

Παράλληλα με αυτά τα δύο κείμενα θα ήταν υπεκφυγή αν δεν στεκόταν θετικά σε πρώτο επίπεδο και στο κείμενο της κ. Νίνας Ράπη «Μια σπηλιά στο πουθενά» κανείς, και αυτό γιατί, ενώ ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, και ενώ ανέδυε, εν σπέρματι, την θεατρική της γραφή, δεν θέλησε να ολοκληρώσει το κείμενό της, αφού ως θεραπαινίδα του θεάτρου ήταν σε θέση να το οδηγήσει στην κορύφωση και κατ’ ακολουθία στην πτώση, ήτοι στην κάθαρση, δίνοντας κοινωνικές διαστάσεις στον μύθο της. Οιονεί, ερεθίσματα, για μια τέτοια κορύφωση υπήρχαν στο εισαγωγικό στάδιο· (ανεργία, εργασιακή και οικονομική υποκατάσταση του ανδρικού από το γυναικείο φύλο, πλήρης αποθήκευση ψυχών ανά τας ρύμας και τας εθνικάς οδούς). Στοιχεία έντονης κοινωνικής αναφοράς όλα, που, αν και ορατά δια γυμνού οφθαλμού στις μέρες μας, αρνούμαστε, εντούτοις, να τα αναδείξουμε κάτω από το βάρος ηθικών, φαλλικών μας προκαταλήψεων· οψόμεθα όμως!

Εκεί που οφείλει να μείνει θετικότατα κανείς όμως, είναι στο κείμενο της Μάρθας Τοκατλίδου – Σαββοπούλου «Η βουτιά της Μνήμης», και τούτο διότι το κείμενό της αποτελεί την κρυφή έκπληξη αν δεν είναι προϊόν σύμπτωσης και πάλι, καθώς αποπνέει τόση ποιότητα, τόση ευαισθησία, τόση ισορροπία γλώσσας, μύθου,  περιεχομένου και τόση τραγικότητα που σε αφοπλίζει, καθώς θυμίζει, θύμιζε, καθ’ υπερβολήν βέβαια, τις μεταπτώσεις, τις εναλλαγές του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» (συγγνώμη άγιε Σοφοκλή, αν είναι ύβρις κάτι τέτοιο), που διά της Αντιγόνης πορεύεται προς το άδυτο, αποδυόμενος τη μνήμη της ζωής. Αδρός λόγος, μετρημένη χρήση του λαϊκού, παντελής έλλειψη εντυπωσιασμού. Μια γραφή ευανάγνωστη που, ακόμα και όταν παραπέμπει συνειρμικά κάπου, δεν ακυρώνεται, γιατί η γραφή της έχει εδραιωμένο ύφος· δεν προδίδει τη γλώσσα, δεν βρίσκεται σε σύγχυση ύφους· στοιχεία πουν την έβγαλαν αλώβητη από την ελλοχεύουσα απειλή που ενέχει η ευκολία προσέγγισης, γραφής και έκδοσης ενός λογοτεχνικού κειμένου. Ευκολία που έχει παρασύρει αρκετούς, δόκιμους και μη, κατά καιρούς, ιδιαίτερα όσους, όσες θεωρούν ότι η λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα, είναι άγιον Πνεύμα, που ξεπηδά, όπως η θεά Αθηνά, από το κεφάλι του Δία, όπως λέει χαρακτηριστικά και ο Κ.Γ.

Ως προς την ποίηση τέλος, οφείλει να συγχαρεί θερμά την κ. Σέκιου κανείς η οποία με το, ενδοστρεφές μητρικό, ποίημά της (κομμό): «Θερινό Ηλιοστάσιο» διέσωσε κυριολεκτικά την ποίηση, καθώς απέδειξε ότι η ποίηση είναι λόγος εν κρυπτώ· μικρό φιλοσοφικό δοκίμιο· οιονεί σκηνικός χώρος, που πάνω του διαδραματίζεται η τελετουργία του τραγικού, όπου επαληθεύεται ο θρίαμβος της λέξης· σύμβολο που σημαίνει, καθαίρει, απελευθερώνει· ουδεμία σχέση έχουσα όμως με την λεξιλαγνεία, τον φορμαλισμό και την εξεζητημένη, παιδική, στιχοποιία.

Αυτά ως προς τα κείμενα και τους, τις, π (ες). σ. που χρήζουν περαιτέρω προσοχής.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του συγκεκριμένου τόμου, αισθάνεται μια αμφιθυμία μέσα του όμως κανείς, τόσο για το ετεροβαρές, όσο και για το γενικότερο σκεπτικό, την αφετηρία του εγχειρήματος. Και για να γίνουμε πιο σαφείς: Είναι κοινός τόπος, πως, όταν προσδιορίζεται με έναν γεωγραφικό ή επιθετικό προσδιορισμό κάτι, ο προσδιορισμός αυτός πρέπει να ανταποκρίνεται στο περιεχόμενό του. Πρέπει να απηχεί πολύ απλά την ολότητα του χώρου, να είναι η συνισταμένη, το κάτοπτρο που μέσα του αντανακλάται η ταυτότητα, το ύφος, η προβληματική των υποκειμένων, δημιουργών εν προκειμένω, και δι’ αυτών η κοινωνική συνείδηση του χώρου· ΚΑΣΤΟΡΙΑ είναι το όλον· τόπος, χρόνος, άτομα, κοινωνία.

Και, ερωτώνται οι υπεύθυνοι: Ως τι εκδόθηκε το συγκεκριμένο βιβλίο το οποίο φέρει τον προσδιοριστικό τίτλο «ΚΑΣΤΟΡΙΑ;»: Ως ποιοτική επιτομή των Καστοριανών που ασχολούνται, έχουν ασχοληθεί, εκδώσει, δημοσιεύσει πεζά και ποιητικά τους κείμενά κατά καιρούς; Ως αντικειμενικό δείγμα γραφής δηλαδή ή ως ένας αυθαίρετος ετσιθελισμός (δική μας η πόλη σε ποιον θα δώσουμε λογαριασμό) και πριμοδότηση ημετέρων;

Εύλογα ερωτήματα, καθότι, μόνο ως κάτοπτρο, ως  αντικειμενική, πλουραλιστική συνισταμένη των Καστοριανών δημιουργών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η ύλη του συγκεκριμένου τόμου, δεδομένου ότι εκπροσωπεί μέρος μόνο, των κατά καιρούς δημιουργών αυτής της πόλης, την ποιότητα των οποίων ουδέποτε αμφισβητήσαμε σεβόμενοι την δεοντολογία. Ως εκ τούτου προκαλεί έντονο προβληματισμό και μέγιστη απορία η ευκολία με την οποία εξαιρέθηκαν ελαφρά τη καρδία, πλείστοι όσοι δημιουργοί. Τόσο γιατί είναι πλήρως αντιδεοντολογικό και δεν συνάδει με το ήθος, την άμιλλα και τον ρόλο των δημιουργών κάτι τέτοιο, όσο και γιατί  η πόλη ανήκει στους πολίτες και δεν έχει το δικαίωμα κανείς να τους ιδιοποιείται, πόσο μάλλον να τους χειραγωγεί, να θεωρεί εαυτόν, οιονεί, αυθεντία (εκτός και αν πιστεύει ότι είναι βέβαια· άξιος ο μισθός του!)

Και τα ερωτήματα τα οποία προκύπτουν εξ αυτού είναι:

Ερώτημα 1ο: Ποιοι έκαναν την επιλογή; Ποια η εγκυρότητα τους; Σε ποια έγκυρα, έγκριτα περιοδικά ανά την χώρα έχουν δημοσιεύσει θεωρητικά κείμενα, κριτικές, και ποια κριτήρια υπερίσχυσαν; Υπερίσχυσαν κριτήρια ποιότητας, κριτήρια αντικειμενικότητας (βάθος έργων, πανελλήνιας και διεθνούς αναγνώρισης, μεταφράσεών τους, εκπροσώπησης της χώρας, μέσω των έργων τους, σε διεθνείς διαγωνισμούς, πολλαπλών αφιερωμάτων, σε εθνικής και διεθνούς εμβέλειας ραδιοφωνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς –ΕΡΤ. α΄β΄γ΄ πρόγραμμα, ΒBC, TV Κύπρου– στα έργα τους, βραβεύσεών τους από πανελλήνιους θεσμικούς φορείς (ΙΝΒΑ), δημοσιεύσεών τους στα πιο έγκριτα, έγκυρα περιοδικά και εφημερίδες της χώρας, συμμετοχή τους σε ξένες ανθολογίες;), κριτήρια φυλετικά (τζάκια, σόγια, γόνοι, και λοιπά) ή κριτήρια ιδεολογικά;

Ερώτημα 2ο: Έλαβαν γνώση όλοι οι έχοντες σχέση με το αντικείμενο ή όλα έγιναν εν κρυπτώ· ενημερώθηκαν απλώς μόνο οι υμέτεροι εις τρόπον ώστε να μην  κορεσθεί η αυλή και διασαλευτεί η τάξη;

Ερώτημα 3ο: Γιατί πριμοδοτήθηκαν δύο και τρεις φορές ορισμένοι (ες) συμμετέχοντες (ουσες;) Γιατί κρίνατε ότι υπερτερούν έναντι των άλλων και ως εκ τούτου έχρηζαν (χρήζουν) ειδικής υποστηρίξεως, ου μην, επιβολής και αναγνωρίσεως  (δεν προκύπτει κάτι τέτοιο· απεναντίας, τους (τις) εκθέσατε) ή για να συμπληρώσετε την ύλη;

Αν ισχύει όμως το τελευταίο, τότε γιατί εξαιρέσατε άλλους ισοδύναμους αν όχι πιο αξιόλογους συγγραφείς, ποιητές (ριες) πιθανόν (μακράν εμού· μου περιποιεί τιμή η απουσία), τα ονόματα των οποίων τα γνωρίζετε, οφείλετε να τα γνωρίζετε; Κρίνατε ότι είναι αμελητέοι και δεν χρήζουν προσοχής και ενημέρωσης; Φοβηθήκατε την αμφισβήτηση των επιλογών σας, εσείς που είσθε απόλυτα βέβαιοι για την κριτική σας δεινότητα, δεδομένου ότι κρίνετε δια γυμνού οφθαλμού την ποιότητα των οιονεί Ρεμπώ και Μπόρχες; Αν όχι, πως διέλαθε της προσοχής σας η πάγια αρχή ότι η τέχνη είναι πεδίον δράσης λαμπρό και δεν αποκλείει, δεν αφορίζει, δεν εξοστρακίζει κανέναν; Ότι, οι, οιονεί, Ελλανοδίκες, κήνσορες των αξιών, απέχουν, πρέπει να απέχουν, ως έχουν υποχρέωση, από κάθε υποκειμενισμό, κάθε πλειοδοσία, δεδομένου ότι αυτό δημιουργεί αρνητικά πρότυπα στην κοινωνία και ως φύλακες, της Πλατωνικής οιονεί «πνευματικής» πολιτείας, είναι εντεταλμένοι, να υπηρετούν, να διακηρύσσουν, να προστατεύουν και να  εμφυσούν το αειθαλέστατο πνεύμα του “ευ αγωνίζεσθαι;” στην καρδιά, την συνείδηση των πολιτών;

Πιστεύουμε ότι δεν διαφεύγει της προσοχής κανενός, πολλώ δε μάλλον υμών, η θεμελιώδης αρχή που λέει ότι, σε προσωπικό επίπεδο μπορεί να δηλώσει, να κάνει κανείς ότι νομίζει. Σε συλλογικό επίπεδο πόλης, νομού, κοινωνίας όμως, οφείλει να σέβεται την δεοντολογία η οποία υπαγορεύει αξιοκρατία και ισηγορία. Κάθε παρέκκλιση από αυτό αποτελεί ύβρη έναντι της πόλης, της κοινωνίας, των δημιουργών· των πολιτών της ιδιαίτερα, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη από αυτόκλητους σωτήρες, που θα ενεργούν αντ’ αυτής, αντ’ αυτών εν προκειμένω.

Είδομεν!

Υ.

Δεν πιστεύουμε απλώς, είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι οι συμμετέχοντες συγγραφείς, ποιήτριες (τές), ούτε γνώριζαν, ούτε εγκρίνουν τέτοιες αυθαίρετες, αντιδεοντολογικές και ευτελείς μεθοδεύσεις, και αυτό γιατί δεν θέλουμε να πιστέψουμε, ότι, σε εποχές που όλες οι αξίες καταρρέουν υπάρχουν, θα υπάρξουν ποτέ πνευματικοί άνθρωποι που θα συναινέσουν στην περαιτέρω κατάρρευσή τους. Γιατί, από υπάρξεως οι πνευματικοί ταγοί υπήρξαν οπαδοί του Απόλλωνα και όχι του Οδυσσέα, του πλουραλισμού, της άμιλλας και όχι της μονωδίας· γιατί: «…εάν το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται;[1]», μα και γιατί, όπως λέει και ο Ηράκλειτος, το ήθος είναι το άπαν και άνευ αυτού ουδέν και οι πνευματικοί άνθρωποι της πόλης και ήθος διαθέτουν και δεοντολογία γνωρίζουν.

Προηγούμενο Άρθρο

Η ΕΕ ανοίγει την πόρτα σε 50 εκατομμύρια πολίτες – Ποιοι δεν θα χρειάζονται πλέον βίζα;

Επόμενο Άρθρο

Ξεκινάει η Διαδικασία Χορήγησης και Ανανέωσης των Δελτίων Μετακίνησης ΑμEΑ

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ