Τα Μαντέματα – Για τον Κλήδονα (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Καθισμένη στο μπάσι, με το πλεχτό στο χέρι, η κυρά Τσιουτσιούλα του Νατζή σαν είδεν την αγγουνή της να συγυρίζει τον καθημερινό οντά, την είπεν…

  • Ιχτές του βράδυ τσιούπω μου τηρούσα ένα όνειρο αμ τι όνειρο ήταν αυτό… Φουρούσες ένα φουστάνι, αμ τι φουστάνι, άσπρο σαν του χιόνι κι απάνου στου κεφάλι είχες ένα στεφάνι με διαμαντικά και πέτρες άσουτες απού στραφτάλιζαν…

    Ισύ είχες πάνει στουν ηλιακό και τηρούσες κατά την       αβγατή σας και τότες έφτακεν ένα καράβι γιουμάτο λουλουδικά και τότες ου βαρκάρης ένα όμαρφο παλληκάρι τα πήρεν και τα ήφερεν, σε φώναξεν κι ισύ κατέφκες άνοιξες την πόρτα και τα πήρες…

  • Σάματι καλό με φάνηκεν… άμα ύσταρνα ξύπνησα- τι ήταν να ξυπνήσω μπέτσκα μου… είπεν η γιαγιά.
  • Εμ γιαγιά κι ισύ ήταν ανάγκη στο καλύτερο να ανοίξεις τα μάτια σου;… είπε η Πουλχερία και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
  • -Μην με βασανίζεις κουρίτσι μου, μόνε τράβα ως την εκκλησιά του ΄Αη- Γιάννη του Προδρόμου ν΄ ανάψεις γιε τη γιουρτή του ένα κερί. Ξημερώνει 24 του μήνα, άϊντε και καλόν δρόμον…
  • -Καλά γιαγιά θα πάνω αφού το θέλεις ή μήπως θέλεις να πααίνουμε μαζί;
  • Δεν βαστούν κόρη μου τα ρημάδια , τα πούστα τα πουδάρια. ΄Αν ήταν θάρχουμουν, αμά πάνε ισύ, πάρε και τουν Νούμη απού παίζει τριόρι, κυνηγάει μπουμπαναίους , μπέλκι τουν φουτίσει ου άγιος… Τράνεψεν και μνελό δεν βάνει…

Καστοριά στα 1925… σε μήνα Ιούνιο, όπου τα φρούτα αρχεύουν να ωριμάζουν σε μια πόλη που φωτίζεται ακόμα από τις λαμπούσκες. Το ηλεκτρικό φως σε μια δυο χρονιές θα φτάκει μέχρι εδώ, όπως και το νερό στα σπιτικά διότι είναι μια σπουδαία περίοδος δυο σημαντικών έργων.

Η νεαρή Πουλχερία κίνησε απ΄ τα Πετσιά για τον Ντουλτσό, κι από σοκάκι σοκάκι ανηφόρισε ως την Παναγιά την Εβραϊδα. Ο κήπος της μοσχοβολούσε από τα τριαντάφυλλα, τις μαργαρίτες, τα ταπεινά χαμομήλια και τ΄ άφθονο τριφύλλι που φύτρωνε παντού. ΄Εσπρωξε τη βαριά σκουριασμένη, σιδερένια πόρτα και προχώρησε προς το ναό. Ανοίγοντας την πόρτα είδε έναν νεαρό άνδρα που προσεύχονταν γονατιστός. Πλάϊ του είχε αφήσει ένα μπουκέτο μαργαρίτες. ΄Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της  εκείνος σηκώθηκε και της πρόσφερε τα λουλούδια δίχως να μιλήσουνε.΄Ολα γίνονταν στα βουβά χωρίς να υπάρχει λόγος…

Εκείνη έμεινε λίγο ακόμα έως ότου ο περίεργος επισκέπτης κατηφορίσει ως τον Ντουλτσό.

Η Πουλχερία σκέφτονταν πως το μπουκέτο αυτό προορίζονταν για τα εικονίσματα της εκκλησίας γι αυτό και θεώρησε καλό να τ΄ αφήσει τα μισά εκεί. Βρήκε ένα ποτήρι το γέμισε νερό από τη βρύση της αυλής και τ΄ άφησε πλάϊ στην Παναγιά. Βέβαια αυτό που συνέβει λίγο πριν ήταν αναπάντεχο και ευχάριστο…

Συνέχισε την ανηφόρα για το Τσαρσί, ανταμώνοντας με δυο τρεις γυναίκες που φεύγανε, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή μέχρι το μεσημέρι. Η Πουλχερία άναψε τα κεριά της, φίλησε ευλαβικά τα εικονίσματα κι άφησε τα άλλα μισά λουλούδια στον ΄Αη Γιάννη τον Πρόδρομο.

Κατεβαίνοντας από τα εβραϊκά σοκάκια βρήκε την Γκίτα και την Εσθήρ. Είχαν τελειώσει μαζί το γυμνάσιο και ήταν όλες τους από τις πρώτες μαθήτριές του μέσα στα πολλά αγόρια που φοιτούσαν τότε. Αντάλλαξαν τις καλημέρες τους και τα σύντομα λόγια που λέει κανείς σε τέτοιες περιστάσεις. Από κει και ύστερα άλλαξε διαδρομή. Κατέβηκε από άλλα μονοπάτια, πλησίαζε προς τη μεριά της λίμνης περνώντας από τα αρχοντικά των αδελφών Εμμανουήλ και του κυρ Γιαννάκη του Νατζή, κι όσο πλησίαζε άκουγε τις κοριτσίστικες φωνές που τραγουδούσαν…

Στολίζουμε τον Κλήδονα

και τώρα και του χρόνου

κατμαρί και καρυοφύλλι

στην κορφή απ το γιοφύρι

όπου πέσει κι όπου λάχει

τα καλά του Ντράσκα νάχει…

΄Εριξε μια ματιά από το ντουβάρι και είδε μια συντροφιά από σχεδόν συνομίληκα κορίτσια από γειτονοπούλες κι από εξαδέλφες που γιορτάζανε τη μέρα του Κλήδονα… ΄Όλα τους ήταν ντυμένα με τα καλά τους φορέμετα, με τα καλοχτενισμένα μακρυά σε κοτσίδα μαλλιά και την φρεσκάδα της νιότης.

Χαιρέτησε και κείνες ανταπόδωσαν τον χαιρετισμό. Κι όλα αυτά ανάμεσα στον τοίχο και σε κείνη, έως ότου η κυρά Θεοδότα η νοικοκυρά του σπιτιού την προσκάλεσε στον κήπο.

  • Δεν θα μείνω πολύ είπε, οι δικοί μου δεν ξέρουνε πως βρέθηκα εδώ.
  • Μη νοιάζεσαι θα στείλουμε άνθρωπο να τους ειπεί ότι είσαι στη γιορτή μας. Κι έστειλε τον Φίλιππο άρτι αφιχθέντα από τη Νέα Υόρκη.

Στο τραπέζι είχαν κιόλας αραδιαστεί οι πίττες,  κολοκυθόπιττες, αρμιόπιττες, και γλυκιά με ρύζι, το ραϊσκόφυ και το κέικ κάϊζερ.

Από τα χαράματα σχεδόν, ξεκινούσε ο Κλήδονας, με πρώτο πρόσταγμα ένα κορίτσι να φέρει από τη λίμνη το αμίλητο νερό. Θάλεγε κανείς το μόνο εύκολο. ΄Όμως υπήρχαν τα αγόρια που φανερώνονταν ξαφνικά μπρος στο κορίτσι, το τρόμαζαν και το ανάγκαζαν να βγάλει μια φωνίτσα. ΄Ετσι και της ξέφευγε ένα «αχ» , τότε έπρεπε να χύσει το βουβό νερό που κουβαλούσε στο γκιούμι και να το γεμίσει με νέο φρέσκο νερό κι αμίλητο.

1925, 24 Ιουνίου, στο αρχοντικό του Νατζή.

Ακολουθούσε το στόλισμα του Κλήδονα. Μέσα σ΄ ένα τενεκέ, ή τσίγκινο κουβά, υπήρχε χώμα. Εκεί μέσα τοποθετούσαν ένα- δυο κλαδιά και το στόλιζαν με φρούτα της εποχής… έστω κι άγουρα και με τα λουλούδια που είχαν στον κήπο.

Μέσα στο γκιούμι , το χάλκινο σκεύος με το αμίλητο νερό, έπρεπε όλα τα κορίτσια να αφήσουν ένα δικό τους κόσμημα (δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, βραχιόλι, κολιέ). Παραδίπλα σ΄ ένα καλαθάκι βρίσκονταν οι «χρησμοί», δηλαδή τα στιχάκια που θα διαβάζονταν στο τέλος της γιορτής.

«Κληδώνουμε τον κλήδονα, με τ΄ ΄Αη Γιαννιού τη χάρη, κι όποια έχει καλό ριζικό να δώσει να το πάρει»

Εκείνη την ώρα φάνηκε κι ο Φίλιππος αφού ήταν εκείνος- ο περίεργος επισκέπτης και εκείνος που πήγε να ενημερώσει τους δικούς της πως βρίσκονταν η κόρη τους στην αυλή τους για τη γιορτή του Κλήδονα.

Στην Πουλχερία… έτυχε το παρακάτω στιχάκι…

«Κι αν θάλασσες περάσω και ποταμούς διαβώ εσένα αγάπη μου χρυσή ποτέ δε σε ξεχνώ».

Ο ήλιος είχε δύσει. Τα τραγούδια για την Ρουσούλαινα, την Νέτα του Φασιούλα, το παντεσπάντι, την Ανθηνά, την Εβραιοπούλα, τ΄ άσπρο τριαντάφυλλο, το νυφιάτικο, κι ο χορός χόρτασε τις καρδιές των κοριτσιών που μπόρεσαν να ξεφύγουν από την κλειστή και αυστηρή ζωή τους.

Το αρχοντικό της οικογένειας Νατζή, στέκει όρθιο ακόμα από το 1796… Μάλλον θα ξεκινήσουν σύντομα εργασίες για την συντήρησή του. Στο δοξάτο του αρχοντικού υπάρχει η ζωγραφική παράσταση με την Κωνσταντινούπολη , από λαϊκό καλλιτέχνη, που φανερώνει το μεγαλείο της Πόλης με τα ιστιοφόρα της, τις βάρκες που βρίσκονται στον Κεράτιο κόλπο, ενώ στο λιμάνι υπάρχουν δυο λιοντάρια που θεωρούνται πως είναι φύλακες της όμορφης Πόλης και Οικουμενικής σκέπης όλων των ελλήνων.

΄Ας κάνουμε μια ευχή. ΄Όταν τακτοποιηθούν όλα αυτά, να γιορτάσουμε τον Κλήδονα μια παραδοσιακή νεανική γιορτή που… απέμεινε μόνον το άρωμά της… εδώ στον κήπο του αρχοντικού κυρ Γιαννάκη Νατζή.

Προηγούμενο Άρθρο

Χαμόγελα, παιχνίδι και πολλές δράσεις στη γιορτή των παιδιών του Τμήματος Προσχολικής Αγωγής του Δήμου Άργους Ορεστικού (φωτο)

Επόμενο Άρθρο

Στη Δ/νση Αστυνομίας Καστοριάς προσφέρθηκαν από γυναίκα ιδιώτη ένας αυτόματος εξωτερικός απινιδωτής και δύο πλήρως εξοπλισμένα φαρμακεία (φωτο)

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ