Το λιώσιμο του βουτύρου , ήταν μια από τις απαραίτητες φροντίδες που τακτοποιούσαν οι νοικοκυρές προς το τέλος του καλοκαιριού. Κρατούσε ως τα μέσα του Σεπτέμβρη, κι όπου υπήρχε κήπος υπήρχε η ανάλογη προετοιμασία.
Στον απλό κήπο της οδού ΄Αρτη, κοντά στα Ψαράδικα, κατέφθαναν οι θείες με τον τενεκέ τους γεμάτο ως το χείλος του με αγελαδινό ή πρόβειο βούτυρο. Μαζί με τον τενεκέ έφθαναν πήλινα ή γυάλινα βάζα μικρά και μεγαλύτερα. Δυο τρεις γλάστρες με φουντωτό πλατύφυλλο βασιλικό ευωδίαζαν δίπλα στα σκαλοπάτια ,μόλις τον ποτίζαμε σκόρπιζε το άρωμά του.
Ήταν ακόμη καλοκαίρι, με μέρες δροσερές και τίποτα δεν θύμιζε την επερχόμενη εποχιακή αλλαγή, αφού και τα τζιτζίκια μέσα από τα πλατανόφυλλα συνεχίζανε ανέμελα τη συναυλία τους.
Το χαρανί από τις 3μμ είχε κιόλας μπει στην πυροστιά, τα ξύλα είχαν ξεκινήσει να καίνε από μια ώρα αρχίτερα, η πρώτη δόση βούτυρου έλιωνε. Σε λίγο το τσιουκαλίδι άρχιζε να κτυπά, και μια μια οι θείες έφθαναν για να συνεργασθούν, στην κοινή οικογενειακή προετοιμασία. Ανάμεσά του και η εξαδέλφη η Μαίρη που έπαιρνε ήδη από την θεία Ντότα τα μαθήματα νοικοκυροσύνης «μια νεαρή Λωξάντρα στα χρόνια των προξενιών και των παντρολογημάτων».
Ο κήπος είχε τα ξύλινα κασόνια για καθίσματα και δυο-τρεις καρέκλες. Οι θειές καθίσανε ολόγυρα, πολεμίστριες σε θέση μάχης… μα με άκρως ειρηνικά μέσα, τις κουτάλες, τον τέντζερη, τα δοχεία φύλαξης… Κάθε μια με τη σειρά της, άδειαζε μεσ΄στο γανωμένο χαρανί το βούτυρο – για μιας χρονιάς χρήση- κι ύστερα έριχνε το ανάλογο χοντρό αλάτι, για τη διατήρησή του (σε δροσερό μέρος). Για αρκετή ώρα εκείνο κόχλαζε, μοσχομυρίζοντας σ΄ όλο τον κήπο. ΄Υστερα αποσύρονταν από τη φωτιά, και απ΄το χαραχί κατέληγε σε μεγάλες κατσαρόλες. Σαν κρύωνε μοιράζονταν στα βαζάκια, ενώ στον πάτο του τέντζερη έμενε ένα εξαίσιο γευστικό κατακάθι, που τ΄ όνομάζαμε νταρτί, ότι πρέπει για πρωϊνό ή απογευματινό μικρόγευμα αλειμένο σε φέτα ψωμιού… μπουκιά και συγχώριο που λέμε… Που μας έχανες , που μας έβρισκες, ψάχναμε στη παγωνιέρα όπου ήταν φυλαγμένο σ΄ ένα πήλινο κεσέ σκεπασμένο με μια καθαρή πετσέτα. Τέλειωνε πολύ γρήγορα λόγω της νοστιμιάς του και της δικής μας παιδικής λαιμαργίας, ήταν περιζήτητο , πικάντικο κι αν για τους μεγάλους υπήρχαν απαγορευτικά λόγω αλμυρότητας κι όχι μόνον, εμείς περνούσαμε άνετα – τότε- ακόμη και με κόκκινο φως…
- ΄Αντε και του χρόνου, και σε άλλα με υγεία, εύχονταν οι θειές. ΄Ηταν ξεκάθαρο πως αυτή η κοινή φροντίδα που γίνονταν στον κήπο, σήμαινε και τέλος εποχής – σ΄ ένα κομμάτι γης- όπου σήμερα είναι μια καφετέρια κολλητή με το πάρκο των Μακεδονομάχων. Περνάς από κει, κι όλα όσα ζήσαμε ζωντανεύουνε με μιας, σ΄ αυτά τα λίγα τετραγωνικά όπου παίρναμε φρέσκα αυγά απ΄ το κοτέτσι του, φέρναμε προσανάματα για τη σόμπα, ενώ κάτω από το υπόστεγο συνεχίζαμε όλα εμείς τα παιδιά της γειτονιάς να παίζουμε τις τελευταίες παραστάσεις του Καραγκιόζη του άφραγκου και νηστικού συμπατριώτη που βρίσκει τρόπους να λαδώσει τ΄ άντερό του.
Ο Αντρέας- Ντούλης, η Τζένη, η Αννούλα, ο Νίκος, ο Γιωργάκης, κι η Κατίνα, ο Νονόκας , ο Μπαρμπαλιάς,ο Τάσος, ο Τάκης κι η ΄Αννα,η ΄Εβη, ο Κωστάκης, κι ο Κουτσιούλης, με τον Γιαννάκη, τον Παντελάκη και τον Βαγγέλη ήταν οι τακτικοί θαμώνες των παραστάσεων, και αρκετά ικανοί να παίξουν και να χειρίζονται πίσω απ΄την σκηνή τις ζωγραφιστές φιγούρες.
Λίγες μέρες μετά, έφθανε και ξεφόρτωσε έξω από τον κήπο το φορτηγό, με τα καυσόξυλα του χειμώνα, μήνυμα πως ήλθε πλέον ο καιρός για την αγορά τους, καθώς οι μεγάλοι θυμούνταν κάθε τόσο την παροιμία «στις 15 του Σταυρού, πυρώσου και μη ντρέπεσαι». Μέσ΄ στο ανήλιο – και σκοτεινό σαν πίσσα- υπόγειο ρίχναμε και αραδιάζαμε σειρές σειρές τα ξύλα της χρονιάς όσο πιο νοικοκυρεμένα μπορούσαμε. Εκείνες τις μέρες τα χέρια μας, γέμιζαν σπίτσες «αγρίευαν», γεμίζανε ρόζους, μα όταν περνούσαν δυο τρεις μέρες, συνέρχονταν, αποκτούσαν τη φυσική τους απαλότητα.
Κι αφού όλα αυτά έφταναν στο αμήν δυο ακόμη φροντίδες περιμένανε τα γυναικεία χέρια. Τα φύλλα (χυλοπίττες) κι ο τραχανάς. Στο παζάρι της Δευτέρας υπήρχαν άφθονα αυγά και φρεσκότατα, στάρι σπασμένο, κι ύστερα περίμενες τον γαλατά να σου φέρει το γάλα της ημέρας πρωϊ πρωϊ με το γκιούμι, ως την πόρτα σου.
Θάταν 8 η ώρα το πρωϊ σαν άκουσα φωνή μέσα απ΄ τα στρώματα…
-Κατέβα, ήρθε ο κυρ Κώστας, πάρε την τρανή κατσαρόλα, κατέβα σε λέω, και ειπέ τον να την γεμίσει –λιούστα- ως απάνου…
΄Ολη την εβδομάδα μετά το πλάσιμο των φύλλων, και την Παρασκευή του τραχανά, σ΄ όλα τα σπίτια υπήρχανε λευκά σεντόνια απλωμένα στο πάτωμα, όπου στέγνωναν όλα αυτά, και σαν στράγγιζαν για τα καλά, τα σπάναμε φύλλα, κι έπειτα τα αδειάζαμε , όπως και τον τραχανά, σε τενεκέδες, που τους αραδιάζαμε στην πουλίτσα του κελλαριού μας. Τέλος εποχής. Κάπου εκεί η παγωνιέρα τέλειωνε την αποστολή της – λίγα ήταν τα ψωμιά της-… έφθαναν τα πρώτα ψυγεία Siemens… – ο ισχυρός ανταγωνιστής- κι έτσι σε λίγα καλοκαίρια… έβαλε στη μπάντα δια μιας, τις παγωνιέρες της πατρίδας και τις παγοκολώνες που παίρναμε απ΄τους Δανδήδες…
…Σεπτέμβρης του 1958
Στο μικρό αμερικάνικο ραδιόφωνο… ακούγονταν η Ντόρις Ντέη να τραγουδά με την κελαριστή φωνή της το κε σε ρα- σε ρα .. ενώ κατά το σούρουπο έδιναν τα δικά τους κονσέρτα – για λίγο ακόμη- τα τριζόνια κρυμμένα στις φυλλωσιές.
Υ.Γ. Κάτι τέτοιες μέρες, όταν μυρίζει κανείς βασιλικό, έρχονται με μιας στη θύμηση εικόνες σαν κι αυτές, διανθισμένες με τζιτζίκια, τριζόνια, το κε σε ρα-σε ρα μαζί με τη γεύση του λιωμένου βούτυρου, τον φρέσκο τραχανά και τις σπιτικές λαχταριστές χυλόπιττες που περιμέναμε στα πρώτα κρύα.
Μ. Βέργου Γκαμπέση