«Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία…» (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

‘Οσα χρόνια και νάχουνε περάσει από τότε που είμασταν μικρά παιδιά, παραμένουνε οι εικόνες εκείνες οι οποίες μας ακολουθούσαν μετά το πλούσιο γιορτινό δωδεκαήμερο, με τα Χριστούγεννα, τη νέα χρονιά, το γιορτασμό των φώτων.

Καστοριά 1956

΄Ηταν η πρώτη χρονιά όταν με την απόφαση του Δημοτικού συμβουλίου επι θητείας του δημάρχου Μιχάλη Παπαμαντζάρη, πάρθηκε η απόφαση να γίνεται στην οδό Μητροπόλεως, παρέλαση των μεταμφιεσμένων…

Είμασταν οκτάχρονα παιδιά και παρακολουθούσαμε τους τότε πρωταγωνιστές των ημερών που βρεθήκανε μαζί μ΄ άλλους ραγκουτσάρηδες στην πρώτη παρέλαση.

Μια παρέα έμεινε άφθαρτη στα παιδικά μας μάτια, μια παρέα που έμοιαζε με καλλικαντζαρέους. Είχαν βάψει τα πρόσωπά τους με μαύρη μπογιά κι έμοιαζαν με τα κακά πνεύματα που τρομάζανε τους άκακους ανθρώπους.Άλλοι σέρνονταν στα γόνατα κι άλλοι καμπουριασμένοι κι όρθιοι ήταν δεμένοι με χοντρές βαριές αλυσίδες. Τα ρούχα τους ήταν σκούρα κι αυτά, ή μουντζουρωμένα με στάχτη. Πρόσωπα που μας τρόμαζαν κι αν δεν ήταν καλλικάντζαροι κι ήταν κάτι άλλο είναι αδύνατον ύστερα από τόσα χρόνια να βρείς άλλη εξήγηση. Νάχαν άραγε δραπετεύσει από τα κάτεργα; Ποιος να το ξέρει…

Μια ή δυό χρονιές μετά, παρακολουθούσαμε με τον παιδικό μας φωτογραφικό φακό την Κύπρο αιχμάλωτη. ΄Ενας συμπολίτης μας ο Τάκης ο Βίσκος ντυμένος με μακρύ λευκό φόρεμα με ωραίες ξανθές και μακριές κοτσίδες, έφερνε κοντά μας στα ραγκουτσάρια την μεγαλόνησο «το χρυσοπράσινο φύλλο» όπως το ονόμασε αργότερα ο μουσουργός Μάριος Τόκας…

Τα χρόνια εκείνα συνέβαιναν τραγικά πράγματα εκεί, κι έτσι η αιχμάλωτη Κύπρος με τα χέρια δεμένα έδιναε ένα ηχηρό μήνυμα – ένα πολιτικό μήνυμα – για να ελευθερωθεί από την Βρετανική κυριαρχία μέσα από μια πανάρχαια γιορτή με το όνομα Ραγκουτσάρια, κι άγνωστη για πολύ κόσμο.

Μα… τα παιδιά είναι πάντα παιδιά. Πόσα μα πόσα αγόρια μικρά ή μεγαλύτερα εκείνα τα χρόνια αμέτρητα θα λέγαμε, ντύνονταν καουμπόϋδες. ΄Ολοι αυτοί οι μικροί γελαδάρηδες βρίσκανε τα απαραίτητα αξεσουάρ από τον Τζίμη και από τον Καραμπατάκη. Ο πρώτος είχε το μικρομάγαζό του στην οδό Μητροπόλεως ο δεύτερος βρίσκονταν δίπλα στο δεύτερο τότε δημοτικό σχολείο.

Καπέλα, πιστόλια, καψούλια, μαντήλι για το λαιμό (σίγουρα σπιτικό), γιλεκάκι, πουκάμισο καρώ (κι αυτά του σπιτιού) ίσως και κάποιο μεταλικό αστέρι ραμμένο στο γιλέκο για να παριστάνουν το σερίφη. ΄Αφθονη η σερμπαντίνα και τα κομφετί και τα μολύβια κάθε μαμάς που έβαφε τα φρύδια της ήταν ότι έπρεπε για να σχεδιαστεί το μουστάκι και μια υποτυπώδης γενειάδα…

΄Οσο για το θηλυκό γένος βολευόμασταν με χίλιες δύο λύσεις , με φορεσιές παιδικές των χρόνων του Μακεδονικού Αγώνα, μέχρι βασιλοπούλες. Κι αν δεν είχαμε ακριβά γούστα βρίσκαμε ότι υπήρχε στο σπίτι, μια ξυλόσκουπα, μια ποδιά, ένα μαντήλι στο κεφάλι ή μια τραγιάσκα, πυτζάμες γαμπριάτικες που βρίσκονταν πάντα στη συλλογή, μαζί με τα αμερικάνικα ρούχα που μας έστελναν οι συγγενείς μας από την ευημερούσα πρώτη δύναμη του πλανήτη.

΄Ολοι εμείς μικροί και μεγάλοι , σημαντικοί και ασήμαντοι, όμορφοι και άσχημοι, μικρομεσαίοι ή με αρχοντική καταγωγή, λογικοί ή ακροβάτες, βρισκόμασταν σ΄ αυτό το δρόμο, στο Τσαρσί μας, για να χορέψουμε με τ΄  άργανα, τις γκάϊντες, τα τύμπανα, που μπούτσιαζαν από το απόγευμα της 6ης Γεναρίου ως ότου να παίζουνε σε ώρες Παταρίτσας κάτω στην πλατεία Ντολτσού.

Εκεί ο αποχαιρετισμός κι εκεί η υπόσχεση πως η πανάρχαια γιορτή, μετά 365 μέρες, θάρθει στη ζωή μας, ξαναφέρνοντας γέλιο και χαρά, κέφι και με την αίσθηση πως όλα θα πάνε καλά…

Τα βράδια της 6ης και της 7ης Γεναρίου, τα κοσμικά κέντρα Βυζάντιο, Αίγλη, Μακρυγιάννη και αλλού ήταν γεμάτα από οικογένειες μετά των τέκνων, που διασκέδαζαν εκεί στην οδό Μητροπόλεως στο Τσαρσί, ένα εμπορικό δρόμο, ο οποίος μέχρι το 1940 είχε του κόσμου τα καλά, μα με εβραϊκά μα με χριστιανικά μαγαζιά.

Μελαγχολεί κανείς όταν ανεβαίνει «στο δρόμο που έχει τη δική του ιστορία» βλέποντάς τον μεσ΄ στην ερημιά. Κάποια από τα υπάρχοντα άδεια καταστήματα έχουν τα χάλια τους, ενώ σε κάποια άλλα οι βιτρίνες σουλουπώθηκαν αρκετά…. Και θάπρεπε κάθε ιδιοκτήτης να καλωπίσει κάπως τον έρημο και σιωπηλό χώρο αφού λύσεις υπάρχουν.

Ο πολιτισμός και ο τουρισμός καθώς η πόλη μας στηρίζει εκεί τις ελπίδες της πια, έχουν να κάνουν και με το δρόμο αυτό που ΄χει τη δική του ιστορία.

Αν ήταν στο χέρι των απλών ανθρώπων που βρίσκονται μέσα σε συλλόγους και νοιάζονται για το προφίλ της πόλης μεταξύ άλλων, σίγουρα θα μπορούσε να γίνει και μια υπαίθρια κάθε φορά έκθεση με  φωτογραφικό υλικό (που δε λείπει από κανένα σπιτικό) για να θυμίζει σε επισκέπτες και σε εμάς τους ίδιους, το πέρασμά μας από εκεί… όπου στις 6-7-8 του Γεναρίου πολλές γενιές Καστοριανών γιορτάσανε μέσα στον 20ο αιώνα με τον τρόπο τους το κορυφαίο τριήμερο, είτε γνωρίζοντας είτε μη τη σχέση της γιορτής με το παρελθόν εκεί στην πλατεία Ομονοίας και στο Ντολτσό. Προς τιμήν του τοπικού μας πολιτισμού και προς τιμήν των απόντων.

Και του χρόνου οπωσδήποτε νάμαστε παρόντες.

Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση

Υ.Γ. Τα τροχοφόρα της παρέλασης είναι μια παρωχημένη συνήθεια … που βλάπτει…

(Η φωτογραφία από το φωτογραφικό λεύκωμα του Παν. Εφόπουλου “Η ΚΑΣΤΟΡΙΑ 1949-1971”)

Προηγούμενο Άρθρο

“Οι λιχουδιές της Όλγας”: Δείτε το σημερινό μενού 20/1

Επόμενο Άρθρο

Σύσκεψη του Δημάρχου Καστοριάς με τους Προέδρους των Δημοτικών Κοινοτήτων (φωτο)

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ