Μαραμένο γαρύφαλλο (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

΄Εκλεινε τα δεκαοκτώ της χρόνια η Λουκία. Γεννημένη στα 1926. Οι μαύρες ώρες του πολέμου είχαν σημαδέψει μικρούς και μεγάλους τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Η καθημερινότητα δύσκολη, με στέρηση και πένθη, κλάμα και απόγνωση… μα όπως όλοι γνωρίζανε κι από παλιότερες περιπτώσεις, όλα θα περνούσαν αργά αργά, και θα επέστρεφαν ξανά οι μικροχαρές στα ρωμαϊκά σπιτικά, όσο κι αν τα βάρη και οι απουσίες των αγαπημένων βαστούσαν τον κόσμο σε μια θλίψη όπου τα δάκρια εξακολουθούσαν να κυλούν πίσω από τις κλειστές πόρτες.

Στα 1944 στη μικρή πόλη της Καστοριάς, καθημερινά με το κέντημα στα χέρια και μέσα από τις δαντελένιες κουρτινίτσες του καθημερινού, τον παρακολουθούσε κρυφά δίχως να την παίρνουν είδηση οι δικοί της- τον ιταλό στρατιώτη που κατηφόριζε τις πρωϊνές ώρες για το φρουραρχείο που βρίσκονταν λίγα βήματα πιο κάτω από το πατρικό τους διώροφο σπίτι. Σ΄ αυτά τα λίγα μέτρα απόστασης που χώριζε τις δυο κατοικίες τον πρωτοείδε την άνοιξη του 1943, καθώς εκείνος επέστρεφε κουβαλώντας μια γλάστρα ανθισμένη με κατακόκκινα γαρύφαλλα. Λέγανε πως οι ιταλοί ήταν λαός που αγαπούσε πολύ τα λουλούδια κι ότι οι ίδιοι όσο ήταν εδώ περιποιούνταν τον κήπο του φρουραρχείου και στόλιζαν τα παράθυρα με γλάστρες πότε με πρασινάδες κι άλλοτε πάλι με λουλούδια εποχής…

΄Αφησε το κέντημα κι έπιασε τη σκούπα, βγαίνοντας στο κατώφυλλο να σκουπίσει τάχα τον έξω δρόμο. Καθώς εκείνος πλησίαζε προς την πόρτα της, στάθηκε, τη χαιρέτησε βιαστικά μ΄ ένα «τσιάο» κι έκοψε ένα μπουμπούκι απ΄ τα γαρύφαλλα. Το άφησε απαλά στην παλάμη της κι εκείνη μπήκε βιαστικά στο σπίτι κι όταν την ρώτησαν που το βρήκε είπε πως ήταν πεταμένο στο δρόμο. Ξυπνούσε και κοιμόταν μέρες μαζί του, στο ποτήρι γεμάτο νερό το κράτησε ζωντανό , μα όταν άρχισε να μαρένεται η Λουκία τόβαλε μέσα στο βιβλίο των Νέων Ελληνικών του γυμνασίου ανάμεσα σε δυο σελίδες όπου έτυχε νάναι γραμμένο ένα από τα ποιήματα του Κώστα Ουράνη.

«τις νέες συλλογίζουμαι στις απομακρυσμένες τις επαρχίες, τα χλωμά και κρύα δειλινά όταν πίσω απ το τζάμι τους κοιτούν κατά το δρόμο κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά…»

Ο Κάρλο ντε Μάρκ, βρέθηκε με τον πόλεμο εδώ εικοσιπέντε χρονών, καστανός, λεπτός και αντιφασίστας. Μια δυο φορές την είδε που άπλωνε ρούχα στον κήπο και της έστελνε από τότε φιλί στον αέρα.

Μια άλλη φορά λίγο πιο πάνω από το σχολείο της γειτονιάς τον είδε να διαβάζει ένα γράμμα σιγοψιθυρίζοντας «μάμα μία»… μα δεν στάθηκε τότε να της πει κάτι, γιατί εκείνη συνοδευόταν από την εξαδέρφη της την Ντόλη. Ωστόσο το πέρασμα αυτό από πλάϊ της «ξύπνησε» τα αισθήματα των νέων πλασμάτων, που κι αν η ζωή τους γίνηκε τόσο θλιβερή, λες πως από μια σπίθα άναψε ένα κεράκι στη νεανική ψυχή. Το όνομά του τόμαθε τυχαία και πέρα από μια κλεφτή ματιά τίποτε άλλο. Τυλιγμένη μέσα στη σιωπή και το φόβο, γιατί η γιαγιά της τόλεγε συχνά «το νερό κοιμάται ο εχθρός δεν κοιμάται…». Τους καιρούς εκείνους οι σπιτικοί καιροφυλακτούσαν μην τυχόν τα κορίτσια τους «μπλέξουν» με τον «εχθρό» διότι σε κάποια σπίτια ο ανήξερος έρωτας άφησε μαύρη κηλίδα, όταν δυο κι άλλα δυο μάτια αγαπηθήκανε στο άψε σβήσε και οι σπιτιάτες τότε «έθαβαν» τα νεανικά όνειρα σε καιρούς που μόνο τα μίση κυβερνούσαν και μόνον αυτά….

Οι ιταλοί στα 1944 φύγανε από τη μικρή πόλη, με προορισμό την Κεφαλονιά, ανάμεσά τους κι ο Κάρλο ντε Μάρκ. Πολλούς μήνες μετά μάθανε, τόμαθε κι εκείνη, πως οι Γερμανοί τους είχαν εξοντώσει τους περισσότερους από τους πρώην συμμάχους τους. Πρόλαβε να την αποχαιρετήσει την ώρα που πότιζε τις ντάλιες , κι απ΄το απέναντι παράθυρο της έστειλε το φιλί και το « adio amore mio”.

Το ξεραμένο  γαρύφαλλο έμεινε στις σελίδες του βιβλίου σαν αντίδοτο, αφού συνεχίζονταν οι εχθροπραξίες, εξακολουθούσαν κι ανοίγονταν λακκούβες ξανά και ξανά για τα νιάτα των νικητών και των ηττημένων.

1950… είχαν περάσει ήδη 6 χρόνια από τότε και σε κανένα προξενιό δεν είχε πει το ναι… Είχε συμπληρώσει τα 24, οι ξαδέρφες και οι κοντινές φιλενάδες είχαν δεχθεί τις προξενήτρες, βρήκανε το τυχερό τους, ενώ εκείνη κόντευαν να την κατατάξουνε ως νεοφερμένη γεροντοκόρη.

Στα 1952, οι δικοί της την ξεπροβόδησαν για τη Νέα Υόρκη. ΄Ένα από τα μεγάλα της αδέρφια, γουναράς στα μικρομάγαζα του Μανχάτταν, την πήρε μαζί του κι έτσι η σγουρομάλλα Λουκία βρήκε μια χαραμάδα ελπίδας για να μη μαραζώσει στην πόλη της, ενώ τα προξενιά σπάνιζαν πια.

Πρωτοβρήκε δουλειά σαν λαντζέρισσα , τα απογεύματα όμως παρακολουθούσε μαζί με άλλους μετανάστες μαθήματα για την αγγλική γλώσσα για τη νέα ζωή που ανοίγονταν.

Μπήκε σε άλλους ρυθμούς, ξυπνούσε νωρίς για να φθάσει στο τραίνο και ύστερα να βρεθεί στα ξενόγλωσσα μαθήματα, επιστρέφοντας σούρουπο στο μικρό διάρι στην Αστόρια. Τα Σαββατοκύριακα όμως ήταν ελεύθερα κι έτσι μπορούσε να εκκλησιαστεί στον ορθόδοξο ναό και να αντααμώσει με άλλους συμπολίτες.

Στα 1954 βρήκε νέα δουλειά. ΄Ηδη είχε μάθει καλά τη γλώσσα οπότε «προχώρησε» και βρήκε θέση σε ένα πολυκατάστημα κοντά στο κέντρο, όπου θα γευμάτιζε για μεσημέρι στο εστιατόριό του, δύο ορόφους ψηλότερα. Αρχικά επέμενε να παίρνει ότι υπήρχε στο ψυγείο του σπιτιού της για να εξοικονομεί περισσότερα πράσινα δολάρια να κάνει το δικό της κουμάντο ν΄ ανοίξει λογαριασμό στην τράπεζα.

΄Όλα αυτά τα καινούρια βήματα στο νέο κόσμο την οπλίσανε με δύναμη, αποφασιστικότητα και περηφάνεια, πως αυτό το κορίτσι κατόρθωσε ν΄ αλλάξει και να ξεφύγει από το «ράφι» που την είχε τάξει η μικρή της κοινωνία.

Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του μήνα μαζί με την Κέϊτυ, συνάδελφό της, πήρανε την απόφαση να δοκιμάσουν τα φαγητά του εστιατορίου. Ανέβηκαν ως εκεί , βρήκαν τραπέζι, όλα ήταν στολισμένα με μικρά βαζάκια γεμάτα γαρύφαλλα λευκά, κοκκινωπά, ροζέ και σκούρα προς το βυσσινί.

Σ΄ ένα περιβάλλον όπου ακούγονταν οι «φωνές» των τραγουδιστών Νατ κινγκ Κόουλ, Ντην Μάρτιν, Ντόρις Νταίη, Φρανκ Σινάτρα, νιώθανε ευχάριστα κουβεντιάζοντας έως ότου φθάσει το φαγητό.

Ο υπεύθυνος του ιταλικού εστιατορίου παρακολουθώντας με το διακριτικό βλέμμα του τους πελάτες του μεσημεριού , στάθηκε στις δυο γυναίκες που δείχνανε ικανοποιημένες από την ωραία ατμόσφαιρα του χώρου.

Ξαναπερνώντας αργότερα , τις ρώτησε στα ιταλικά για το φαγητό που παραγγείλανε κι όταν η Λουκία γύρισε προς το μέρος του, ξανααντάμωσε με τα καστανά μάτια του αντιφασίστα ιταλού στρατιώτη, ένα βλέμμα που το κράτησε τόσα χρόνια στις δύσκολες ώρες… όπου χάνονταν ζωές από νικητές και ηττημένους.

1954… ήταν άνοιξη και οι δυο τους πια, χωρίς εμπόδια, χωρίς μίση, ξαναβρίσκονταν μετά από δέκα χρόνια, σε μια άλλη χώρα όπου βρήκαν νέους δρόμους και προοπτικές.

Πάνω στο νυφικό φόρεμα στολισμένο με λευκά γαρύφαλλα, πρόσθεσε το δικό της το μαραμένο μαζί με τα άλλα τα φρέσικα, τα μυρωδάτα της ανθοδέσμης που σκορπούσανε το υπέροχο λεπτό άρωμά τους μαζί με εκείνο το πρώτο… που τάχα είχε βρεί πεταμένο στο δρόμο της γειτονιάς της.

Προηγούμενο Άρθρο

Α.Σ. Καστοριάς: Η ομάδα Παίδων στον τελικό του πρωταθλήματος Ε.ΚΑ.Σ.ΔΥ.Μ. (φωτογραφίες)

Επόμενο Άρθρο

Α.Σ. Καστοριάς: Συγχαρητήρια στον κόουτς Νίκο Καραγιάννη

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ