Η Καστοριά δεν δακρύζει – Νουβέλα (Γράφει ο Σπύρος Νίτσας)

  Εκείνο το καλοκαίρι θα μου μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στο μυαλό μου για όλη την υπόλοιπη ζωή μου.. Όχι μόνο για τις ζεματιστές και ηλιόλουστες ημέρες του Αυγούστου, μα και για κάτι άλλο που σημάδεψε  μετέπειτα την ψυχή μου. Τον συνάντησα στην πλατεία Δαβάκη  μετά τόσα χρόνια και έπαθα σοκ. Ο χρόνος ήταν φοβερά αμείλικτος. Ήταν ο ίδιος κοντός Θωμάς, με εκείνο το επίμονα θολωμένο βλέμμα που σε έκοβε σαν λεπίδα ξυραφιού μα τώρα τον φωνάζανε χαϊδευτικά κοντό Τομ. Και από την φθορά του χρόνου έτρεμε λίγο το χέρι του και  λαφροκούτσαινε  υποβασταζόμενος από ένα δεκανίκι και με μια χαρακιά στο πηγούνι.. Ανοίξαμε τις αγκαλιές μας  σαν δαγκάνες και στεκόμασταν αρκετή ώρα έτσι σφιχτά. Η συγκίνηση ήταν  διάχυτη μεγάλη και δεν μίλαγε κανένας μας , τα δάκρυα τα μαρτύραγαν όλα. Αναπολώντας ο Τομ έβγαλε έναν αναστεναγμό να κουνάει επιδεικτικά το καβουράκι ενώ εγώ γέλασα στιγμιαία  με της συστολές και της γκριμάτσες του. Διατηρούσε όμως ακόμη εκείνο το χαριτωμένο  χιούμορ  και το βλέμμα της έπαρσης και του περήφανου μπελά.

Μου έδειξε και μια φωτογραφεία μαζί με την γυναίκα του. Ήταν μια μεγαλόσωμη γυναίκα που ξεπερνούσε τον άντρα της τουλάχιστο δυο πιθαμές. Ήταν μελαψή ξανθή με το χρώμα του αμέθυστου με γαλανά μάτια και μια έκφραση καλοσύνης. «Την λένε Μαρία ντε λός Μερθέντες, ενώ την μικρή μου κόρη Μαρία ντέλα Κονθεπθιόν. Την βάπτισε μια ζωντοχήρα  θεια της που και εκείνη την φωνάζουν Μαρία ντε λα Ροζάριο. Και τον γιόκα μας τον φωνάζουμε Εμμανουήλ, μα τον λέμε χαϊδευτικά Μανόλο.» Μας έδειξε ένα φουσκομάγουλο παιδάκια με κατσαρά μαλλιά με στρόγγυλα μάτια. Επέμενε στο ελιτίστικο βλέμμα και δεν τον αδικώ αφού αργά η γρήγορα  και με κάθε λεπτομέρεια θα μου περιέγραφε της παθήσεις του.

Αλλά παρ όλα αυτά έχανε την ψυχραιμία του καμιά φορά και ήθελε να πυροβολήσει άνθρωπο, που  με το πείσμα του έσκαγε γάιδαρο.

Και όμως έλεγε πως  είχε απελευθερωμένο πνεύμα. Ήταν ντυμένος πολύ εκκεντρικά με τα αμερικάνικα πρότυπα σαν πιερότος σε Βενετσιάνικο σεληνόφως. Κοντοκάβαλο λινό παντελόνι σε χρώμα  της  κίχλης  με τιράντες, βουλεμόρ πουκάμισο με φαρδύ γιακά  και άσπρες κάλτσες. Φορούσε ντάλα καλοκαίρι  ένα καφετί σακάκι με χαμηλό γιακά, και για γραβάτα είχε  έναν κυματιστό φιόγκο σαν γελοιογραφία.   Όλη αυτή η ανούσια  κοινοτυπία στο ντύσιμο σε παρέπεμπε κάπου αλλού. Γιατί και εκείνον τον βάραιναν τόσα χρόνια την ψυχή στο εξωτερικό. Γνώριζε πως  έμοιαζε  σαν  τη μύγα στο γάλα. Απλά ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος με άλλους στοχασμούς και σφοδρά ταραγμένος. «Άφησέ με  λίγο είπε με την στριγκιά  φωνή του να φιλήσω  το άγαλμα του Δαβάκη,  να ξεδώσω, να χορτάσω την πόλη και τα λέμε μετά. Ο κόσμος  μας  κοίταζε περίεργα». Όλη  η Καστοριά ήταν ζεστή σήμερα σαν κόρφος μάνας. Καθίσαμε στο ίδιο παγκάκι  που στεκόμασταν τόσα χρόνια πριν. Τότε που κάθε πρωί τρώγαμε πριν την δουλειά από ένα σουσαμένιο κουλούρι από έναν κουλουρά που δεν ζούσε ποια.

Εκείνη την εποχή δουλεύαμε στην γούνα σαν μηχανικοί. Ολόκληρη η πόλη τότε  δούλευε σε γρήγορους ρυθμούς, ασταμάτητα μέρα νύχτα και αναστέναζαν οι μηχανές . Τα διαπιστευτήρια στην γούνα μας  όμως τα έδινε η οδός Μητροπόλεως. Άκουγες τους μυστήριους μουσικούς ήχους σαν μαγικοί αυλοί που βγάζανε οι μηχανές γουναρικής σε έναν περίεργο τόνο. Τότε πλάνταζε η καρδιά σου χαρούμενη έτοιμη να σκάσει από ευτυχία. Κατηφορίζαμε  με τον Τομ το μεσημέρι από την Ομόνοια όπως και τόσοι  άλλοι γουνεργάτες σαν να κυλιόμενες  πέτρες από το βουνό την κατηφόρα. Και όλοι  μας φώναζαν από τα μπαλκόνια. «Τώρα περνάνε οι «Ρόλιγκς Στόουν». Κατέβαιναν μπουλούκια για το μεσημεριανό φαγητό φωνάζοντας και χειρονομώντας.

Πήγαιναν για τα  εστιατόρια που ήταν όλα αραδιασμένα στην κάτω πόλη. Ολάκερη η πόλη τότε  στεκόταν επί ποδός. Όλα τα γκαρσόνια ήταν σε επιφυλακή ούρλιαζαν σαν ανθρωποφάγοι γύρο από την λεία τους  με της γρυπές φωνές .«Φασουλάδες εννέα γιουβέτσι μια, πιλάφια έντεκα, με σάλτσα ψητού…» Αυτός μετά από πρόσκληση αναχώρησε για την Αμερική σε έναν θείο του  που είχε πάθει κατάθλιψη από τη  μοναξιά. Στην αρχή αλληλογραφούσαμε τακτικά μα μετά λίγα χρόνια αραιά και πού. Αργότερα στην δίνη της ζωής   ξεχασθήκαμε τελείως προδομένοι από έναν αβυσσαλέο και ανιαρό μικρόκοσμο που μας είχε περιβάλει.. Γυναίκα οικογένεια παιδιά. Τώρα μετά δεκαετίες τον συναντώ όλως τυχαίως. Γνωρισθήκαμε υπό παράξενες συνθήκες, όταν πήγα να μάθω μηχανικός και αυτός ήταν είδη πεπειραμένος  γρήγορος και σβέλτος. Δεν τον είχα δει ποτέ όρθιο και ξαφνιάστηκα με το κοντό του μπόι. Ήταν ζήτημα αν ξεπερνούσε το ένα εξήντα δυο.

Εγώ έπρεπε να αρχίσω πρώτα από νερουλάς και μετά να με βαπτίσουν «μηχανικό». Για να γίνεις νερουλάς  δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις. Απλά έδινες ένα ποτήρι νερό σε όποιον διψούσε με ένα μπότι στα χέρια. Αποκτήσαμε δεσμούς φιλίας έμαθα μετά όλα τα μυστικά πάνω στο ράψιμο. Μα πρώτα πέρασα σταυρωτά κάτω από το τεζάκι της μηχανής για να δίνω  θετική ενέργεια στο αφεντικό  πάνω στην δουλειά. Έσμιξαν τα χνώτα μας που λένε. Μα μόλις έφυγε στην Αμερική τελείωσαν όλα. «Θέλω να με πας στην Μαυριώτισσα μου είπε, λαχταρώ να φιλήσω την εικόνα της Παναγιάς.» Διψούσε και βιαζόταν να τα προλάβει όλα  όσα είχε  στερηθεί  τόσα χρόνια στην ξενιτιά. Ανεβήκαμε σιγά-σιγά στο Τσαρσί εκεί που γινόταν τα προξενιά στην μεγάλη βόλτα και το νυφοπάζαρο. Μετά κατέληγαν στον σινεμά. Τότε η πόλη είχε μπόλικους.. Το Ρέξ το Παλλάς, Παλλάδιο Όσκαρ και Ορφέας. Όλη  πόλη τότε ήταν ένα ατελείωτο  πανηγύρι. Είχε και τους θερινούς σινεμά.

Ήταν το Άστυ, και το Ρίο με τα καουμπόικα έργα. Εκεί συναντούσαμε τον Τάκη τον Μανέκα καλή του ώρα.  «Θυμάσαι μου είπε τι τραβήξαμε όταν κάναμε κομπλιμέντο σε  μια κοπέλα στο Ρίο ένα βράδυ που έβρεχε μονότονα και γίναμε παπί από την βροχή.  Μα δεν εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας για χάρη της  κοπελιάς που δούλευε σε μια δημόσια υπηρεσία.» «Πως δεν θυμάμαι του είπα αφού εγώ ήμουν ο πρωτοπόρος στην φασαρία.» Αλλά συνοδευόταν από έναν αρραβωνιαστικό που έτυχε για κακή μας τύχη να είναι παλαιστής μποξέρ. «Μπράβο στην αντοχή σου είπε. Ήταν  λαχανιασμένος από την ανηφοριά,  σου βγάζω το καπέλο και γέλαγε. Και μουλάρι να ήσουν τόσο ξύλο δεν θα άντεχες  μπράβο σου , εγώ με τόσο ξύλο θα είχα σβήσει.» «Μα και εσύ δεν πήγαινες πίσω. Έριξες κάμποσες ξώφαλτσες στα χαμηλά μα και έφαγες  μια δωδεκάδα  μπουνιές και φύγαμε με πρησμένα μάτια. Γελάσαμε όσο μας έπαιρνε και αρχίσαμε να βήχουμε ντουέτο. «Ήταν ωραία εκείνα τα σκληρά χρόνια. Μα ήταν  γνήσια καθαρά  αγνά, δεν ήταν ταραγμένα, χωρίς άγχος και δολοπλοκίες. Ζούσαμε μια πραγματική καθαρή ζωή και ακούγαμε Καζαντζίδη.»

Τώρα πέρασαν αυτές οι αξέχαστες εποχές. Ζεις ανασκουμπωμένος στα ακροδάχτυλα των ποδιών και αφουγκράζεσαι από το ανοιχτό παράθυρο τι κάνει ο διπλανός. Μήπως βγάζει περισσότερα χρήματα από σένα και εκεί σκουντουφλάς. Τότε πέρασε δίπλα μας το πράσινο φορτηγό του Μαλάκη, «Ο τολμών νικά» με τον πράσινο μπερέ. Μας είδε και σταμάτησε καταμεσής στο δρόμο. Φιλήθηκαν, παλιός φίλος μας πήγαμε  στο ζαχαροπλαστείο και φάγαμε πουτίγκα. «Την βάρκα την έχεις ακόμα μου είπε μετά ο Τόμ η τα παράτησες και εσύ και έβγαλε να πιει ένα κόκκινο χάπι για το συκώτι». «Ζω εγώ χωρίς βάρκα του είπα. Χωρίς αυτήν χάνω το οξυγόνο την αναπνοή μου. Πάμε γιατί μας περιμένει ανυπόμονα να την προπονήσω λίγο.» «Και άλογο να ήταν είπε ενώ  κρατσανούσε  της κεραμικές μασέλες του.

Και γελώντας για τη μεγαλοστομία του με φλογερό ενθουσιασμό.» Δεν έλεγε τίποτε πνευματώδη πράγματα μα να, μιλούσε με έμπνευση, ζωηρότητα και η ετοιμολογία του  είχε μια υπεροχή να  μαστιγώνει με την φαντασία.  Είδαμε την Καστοριά από το κέντρο της λίμνης μέσα από της καλαμιές να κρατάει με το ζόρι  τον θυμό της ,που ήταν ένα θαύμα φύσης ύφους και κατανόησης. Την κοιτάζαμε και οι δυο  γαντζωμένη όπως ήταν  πάνω στην αγιασμένη πέτρα  να μας κρυφακούσει υποψιασμένη και να παίζει κρυφτούλι πίσω από τα βυζαντινά κάστρα . Η λίμνη  ήταν λάδι και  εμείς ένα βήμα πριν την αιωνιότητα. Πραγματικά ήταν ένας αληθινός ιμπρεσιονιστικός  πίνακας της Αναγέννησης. Και να θυσιαζόμασταν για  κείνη τούτη τη στιγμή θα την ευγνωμονούσαμε. Κλάψαμε και οι δύο αγκαλιασμένοι και η βάρκα να ταλαντεύεται σαν πιρόγα σε ενυδρείο. «Η Καστοριά δεν πάει πίσω και δεν δακρύζει.»

Προηγούμενο Άρθρο

Πρόσκληση συνεδρίασης Δημοτικής Επιτροπής Διαβούλευσης

Επόμενο Άρθρο

Χριστουγεννιάτικο μπαζάρ του Συλλόγου Γονέων & Κηδεμόνων Νέου Οικισμού Κορεστείων

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ