Δύο αγαπημένες ξαδερφούλες (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Ενας τοίχος χώριζε τα δύο σπίτια. Τοίχος τρόπος του λέγειν, επειδή ότι γίνονταν στο ένα σπιτικό τ΄ άκουγαν οι διπλανοί, είτε ήταν κουβέντα της καθημερινότητας, είτε κανάς ψιλοκαβγάς, έως το τι θα φάμε, τι θα πιούμε και ποιος έχει σειρά να σέβει στο χαλέ ή αν ήταν η ώρα για γκαβονούμη, οπότε επικρατούσε η απόλυτη ησυχία, έως ότου σηκωθούν οι μανάδες από την χαραή για τα πρώτα καθήκοντα της ημέρας.

Πολυμελείς οικογένειες, έξη παιδιά η μια, έξη παιδιά η άλλη. Ο Κάλης-Θεοχάρης κι ο Βαγγέλης αδέλφια και οι συνιφάδες Τσιουτσιούλα και Αφροδίτη ζούσαν αγαπημένες  εξόν από κάποιες ασήμαντες αφορμές που αρπάζονταν για ψύλλου πήδημα, αλλά γρήγορα ξεχνούσανε τα σιανιάσματα και φιλιώνανε στο πι και φι.

Δύο κορίτσια, η μια κόρη της Τσιουτσιούλας και η άλλη της Αφροδίτης, η Τρυγωνίτσα και η Βασιλικούλα, δέθηκαν από μικρές κι έτσι γεννήθηκε η φιλία και η συγγενική σχέση αναμεταξύ τους καθώς έφταναν πια για να μάθουνε τα πρώτα γράμματα στο πρώτο δημοτικό σχολείο, απέναντι από τον τρισυπόστατο ναό της Ιεράς Μητρόπολης Καστοριάς.

΄Εγραφαν και διάβαζαν μαζί κι έλεγε η μια στην άλλη το μάθημα απ΄ έξω κι ανακατωτά κι όταν θέλανε να πούνε κάτι κι οι άλλοι να μην το καταλάβουνε, χρησιμοποιούσαν έναν κώδικα που γνωρίζανε μικροί κυρίως και μπέρδευε τους τρανούς, τους περίεργους και τα άλλα παιδιά που δεν νουγούσαν. ΄Ας πούμε πως θέλανε να πούνε π.χ. καλημέρα, τότε προσθέτανε τις δύο περίεργες συλλαβές εν και τζι και λέγανε  έντζι Κα- έντζι λη- έντζι με- έντζι ρα.

Σ΄ όλη την πόλη γίνονταν αυτά τα παιχνίδια αλλά για τα κορίτσια ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο σε σχέση με τα αγόρια που νοιάζονταν για άλλα κι άλλα.

Δεκάχρονα κοριτσάκια η Βασιλικούλα και η Τρυγωνίτσα, τέλειωναν την Πέμπτη τάξη του δημοτικού στα 1929-1930. Τα καλοκαίρια κεντούσανε δίπλα δίπλα και το κέντημα γέμιζε από χρωματιστά σταυρουδάκια από λουλούδια και σειρές διαφόρων χρωμάτων.

Το τσουβάλι ήταν συνήθως το φθηνό ύφασμα όπου πειραματίζονταν μέχρι να μάθουνε τα βασικά. Μα όταν έφθανε ο καιρός της καλοκαιρίας είχαν αρκετό χρόνο για παιχνίδια και η γειτονιά γέμιζε από κοριτσόπουλα που παίζανε ακούραστα σχοινάκι.

Βοηθούσανε όμως και στις δουλειές του σπιτιού. Απλώνοντας στα σχοινιά τα πλυμένα ρούχα ή αλλάζοντας πάνες στα μικρά της οικογένειας. Ωστόσο δεν έπαυαν να είναι παιδιά και να θέλουνε πράγματα στο πι και φι.

Μια μέρα η Βασιλικούλα ήθελε ντε και καλά να φάει πεπόνι.΄Όμως την ώρα εκείνη η μάνα της «καίγονταν από τις δουλειές που είχε και  κοιτούσε πώς να τις τελειώσει.

Πεπόνι μια πεπόνι δυο, πεπόνι τρείς και πέντε δεν άντεξε η κουρασμένη μάνα το παίρνει το πεπόνι και το πετάει σαν μπάλα στην Βασιλικούλα και την πετυχαίνει στην κοιλιά και την ήλθε αχαμνά κι ένιωσε να λιποθυμάει. Την Αφροδίτη την πήραν τα κλιάματα «σκότωσα του κουρίτσι μου»  έλεγε και μαδιούνταν. Λίγο το λίγο η Βασιλικούλα συνήλθε από το χτύπημα με το πεπόνι και η ανάμνηση αυτή πέρασε σε μας τα παιδιά της κι έμεινε για να τη θυμόμαστε και να την διηγούμαστε ως τώρα.

1930 στην Καστοριά των περασμένων χρόνων.

Οι δυο ξαδερφούλες κατακαλόκαιρο χέρι-χέρι παίρνανε τα σοκάκια και σαν «τουρίστριες» φεύγανε από τη γειτονιά τους, το σχολείο , την Μητρόπολη και την μικρή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, για να γυρίσουνε τις άλλες γειτονιές της πόλης, το Απόζαρι, το Ντουλτσό, την Τούμπα, τις γειτονιές του βουνού, την Ντόμπλιτσα, τους Μύλους…

Μια μέρα βρήκαν ένα παιδί με το παρατσούκλι «παλιάτσος» κι αρχίσανε να το πειράζουνε, επαναλαμβάνοντας το παλιάτσο πολλές φορές έως ότου εκείνο φουρκίστηκε κι άρχισε να τις κυνηγάει. Βάλανε τότε εκείνες μια τρεχάλα και σαν τα ελαφάκια ξέφυγαν πριν τις πιάσει. Λαχανιασμένες έφτασαν στα όρια της γειτονιάς τους, σέφκαν στην αυλή και σφάλισαν την πόρτα.

Τα χρόνια περνούσαν κι όλα αλλάζανε στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, η Κούλα- Βασιλικούλα κοπέλα πια σε συνεννόηση με τον μικρότερο αδερφό της τον Γιάγκο και σε ώρες χιονιά, στέκονταν στην Τούμπα, παρακολουθώντας τον να περνάει με τη Σάνια του από την παγωμένη λίμνη, να φθάνει μέχρι την Πέτρα, για να μαζέψει ξερόκλαδα και να τα φέρει δεμένα με σκοινί πάνω στη Σάνια, για να… ζεσταθούν… Τον έβλεπε να γυρίζει και του φώναζε…

-«Γιάγκο του νου σου στα ρουκάνια…»

-«΄Ερχομαι» της απαντούσε σέρνοντας στον Γυαλοπάη τα ξερόκλαδα, προσπερνώντας το ραγισμένο πάγο, που ήταν παγίδα για όσους δεν το γνώριζαν…

Την Τρυγωνίτσα δεν την γνωρίσαμε. Είχε φύγει για την Αμερική.΄Εμεινε όμως το άρωμά της, η ζωηράδα, η αγάπη για την εξαδέρφη της και οι παιδικές τους μικροζαβολιές.

Κάθε σπίτι είχε τις δικές του συνήθειες. Λίγο πιο κάτω στην κατηφόρα ζούσαν οι Τσαπάδες με τα τρία αγόρια και τα δυο τους κορίτσια. Τότε όλη η γειτονιά άκουγε τη μάνα τους να φωνάζει δυνατά… «Μίμη, Κάλη,Μπότη , γίνκεν του φαϊ».

Με αυτές τις περιγραφές και τον απλό τρόπο ζωής βαστήξαμε τις δικές τους αναμνήσεις. Και να! Τις μοιραζόμαστε ευχάριστα μέσα από την εφημερίδα «ΦΩΝΗ» μαζί με τον μυστικό τους κώδικα:

Έντζι-σας, έντζι-ευ,έντζι-χα, έντζι-ρι, έντζι-στού, έντζι-με…..

Προηγούμενο Άρθρο

“Ματιές στο Παρελθόν”: Γυμναστικές επιδείξεις στο Εθνικό Γυμναστήριο της πόλης τον Μάιο του 1964

Επόμενο Άρθρο

Πρόσκληση στην Τακτική Γενική Συνέλευση του Α.Σ. Καστοριάς

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ