Απρόσκλητη … στο FORUM (Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Γεμάτη ήταν η αίθουσα από τους ακροατές-τριες, που παρευρέθηκαν για να παρακολουθήσουν, να αφουγκρασθούν όλα όσα είχανε σχέση με τα ιστορικά της πόλης μας. Ο καθένας και η κάθε μια από τους συμμετέχοντες στο forum, που διοργανώθηκε από την εκκλησία, την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και τον Δήμο της πόλης μας, είχε ένα ξεχωριστό τρόπο, για να μας αναλύσουνε από πολλές πλευρές το προφίλ της, όπου ζούμε καθημερινά… και αγνοούμε τα κρυφά ή τα φανερά της κάλλη και όχι μόνον. Σταθήκαμε τυχεροί με το που μοιρασθήκαμε τις απόψεις του επιστημονικού και ερευνητικού κόσμου, που σπούδασε, έψαξε και κατέληξε σε συμπεράσματα άξια προσοχής. Με τα εφόδια αυτά  οι ομιλητές-τριες, μας ενημέρωσαν για όλα εκείνα που μπορούν να «ανεβάσουνε» τον τόπο μας, ύστερα από  εμπόδια και δυσκολίες που πέρασε … και περνά. Σχηματίσαμε έτσι μια εικόνα πως αν όλα αυτά γίνουνε με μεθοδικότητα και συνεχές ενδιαφέρον θα την φέρουν σε ένα επίπεδο που από πολύ παλιά ονειρεύτηκαν οι ελάχιστοι,  συνειδητά αγαπώντας την.

Νιώθαμε κιόλας πως φύσηξε ούριος άνεμος και πως όλες οι στενοχώριες και οι πικρίες, η λησμονιά, ακόμα μαζί με το δήθεν ενδιαφέρον «σβήσανε» με μιας,  ακόμα και τα μελανά σημάδια χαθήκανε από το πρόσωπό της.

Ανάμεσα στα σπουδαία και μορφωμένα πρόσωπα του ακροατηρίου παρευρέθηκε και η κυρά Τσιουτσιούλα η οποία συνοδευόμενη από τις εγγονές της Αγνή και Αναστασία και τη φιλενάδα της τη Λένκω, άκουσε προσεκτικά τις θέσεις των ομιλούντων και θέλησε αν και ακάλεστη να πει δυο λόγια.

Ως ένα ηλικιωμένο άτομο έγινε δεκτή η συμμετοχή της και ήταν η τελευταία στη λίστα.

«Κύριοι και κυράδες, είπεν, αν είσουστουν σπίτι μου τέτοιαν ώρα θα σας έκαμνα καφέν και θα σας ρουτούσα αν θέτε και κανά μαξουλάρι γιε τη μέση. Αμά είστε νιοί και δε χράζεστε τέτοια μασλάτια. Μην με απουπάρετε και μην με παραμάσετε απού σέφκα στου πρόγραμμά σας. Με έδουκάτε όμως με τα δικά σας μαμπέτια να ιδώ πως κι ηγώ – ένα μπαμπί- μπορώ να δώκω γνώμην αφού νουγώ, του μνελό μου είναι σουστό, τόσα χρόνια δεν αστόησα τα σουβαρά και τα όμαρφα.

Ημείς μπέτσκες μου μεγάλουσάμε αλλιώς κι ισείς του ίδιο, τράνεψάτε αλλιώς… και δεν καταλαβαίνουμέστε… Οι αγγουνές μου με είπαν ότι αυτό είναι «το χάσμα των γενεών». Αμά ήρθε η ώρα να μας ρουτήσετε γιε την Καστουριά απού την έζησάμε διαφουρετικά. ΄Ένα παράδειγμα θα σας δώκω… κι ύσταρνα θα μουλώξω. Ισείς άμα έρθει του Πάσχα, καϊπιώνεστε, φεύγετε από τα σπιτικά σας, ημείς όμως καρτερούμε τους ξενιτεμένους μας. Τώρα άλλαξάνε τα πράματα, γιτί καρτερούμε κι ησάς, να ιδείτε του Κάστρο μας.

Καλώς να ουρίσετε, κι ελάτε να κάμουμε Καστοριανή Πασχαλιά. Ιγώ θα ειπώ ότι παλιά στου Ντουλτσό, στου Απόζαρι, στου Τσιαρσί, στου βουνό , στην κάτου αγουρά την τρανή, την μεγάλη εβδουμάδα είχανε οι άνθρουποι να κάμουν πολλά άσουτα πράματα…

-΄Ερμη Τσιουτσιούλα, ιδώ ακόμα στου χειμώνα είμεστε, κι ισύ τηράς την Πασχαλιά, την είπεν στ΄ αυτί η Λένκω απού κάθουνταν δίπλα της.

-Σώπαινε ισύ, την είπεν στ΄ αυτί, μη γκαβίζεις και θα ιδείς , και πήρε ξανά το λόγο.

΄Εκαμάμε παρμάκια, έβγανάμε κόκκινα πατάκια και φλουκάτες στα παραθύρια μας την Μ. Πέφτη, έψηνάμε λαδερές σπανακόπιτες.

Αγαπητοί συμπουλίτες απού αστόησάτε τα αντέτια μας και η πόλη μας χράζεται τουν τουρισμό- αφού όλοι συμφουνάτε- ανασκουμπουθείτε γιε να την κάμουμε όμαρφη, άμα σέβουν οι μουσαφίρηδες, με ρουδάνες και τα παραπάνου απού είπα.

Αμ τις μπέτσκες; Απού θα θαμάξουν οι κόσμοι; Να κάμετε πρώτα ισείς του Δήμου ένα τσούτσκανο κήπο με τρουγιούρω ξύλινα κάγκελα και να απουλήκετε καμμιά δεκαρά αρνιά, να βόσκουν χασούλι, ικεί στην λεουφόρο των κύκνων. Απ΄ ικεί θα απεράσουν τσιούτσκανα με τους μπουμπάδες και τις μάνες τους να τα ταϊσουν ψα ψουμί…

Ιδώ σας θέλω, αγαπητοί δημουτικοί σύμβουλοι κα να ειπείτε τους δασκάλους και τις δασκάλες να μάθουν στα παιδόπλα τα «κόλιεντα του Λαζάρου» απού μαζώνουν αυγά άσπρα κι άβραστα όπου τραγουδούν. ΄Υσταρνα να τα πααίνουν στην ενουρία τους να τα χαρίζουνε στους φτουχούς και στην τράπεζα της αγάπης.

Να με σκουρέσετε απού «έκλεψα» κάτι απού τουν χρόνο σας, αμά κάτι μ΄ έτρουγεν και δεν βάσταξα. Κι άμα θέτε να ξέρετε ότι ηγώ και σπανακόπιτα φκιάνω και την μοιράζω στη γειτουνιά μου και αυγά χαρίζω σ΄ όποια παιδιά βαρέσουν του τσιουκαλίδι μου.

Ααα και τις μπέτσκες να τις μαζώνετε του βράδυ και σαν έρθει η χαραή να τις βάνετε πάλε να βουσκούν, γιε να μην κάμνουν πασχαλιά κάποιοι τζιάμπα … και τις πάρουν στην πλάτη.

Ευχαριστώ πουλύ απού με άκουσέτε, τηράτε ισείς τα δικά σας κι άμα του θέλει ου Θος θα σεβαίνω στα χουζέλια απού ουμιλάτε γιε να σας καμαρώνω γιε τα ουραία απού ακούγω γιε την Καστουριά μας».

-Σάματι δεν αστόησα τίπουτες…

«Ώρα καλή…»

Τσιουτσιούλα

Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση  

Προηγούμενο Άρθρο

Συνδυασμός ΕΛΠΙΔΑ: Η Τουριστική Ανάπτυξη δεν είναι ζήτημα μόνο καλών προθέσεων

Επόμενο Άρθρο

Καστοριά: Νότια παραλία (περπατώντας στην παγωμένη λίμνη): Από το φωτογραφικό λεύκωμα του Παναγιώτη Εφόπουλου “Η Καστοριά 1949-1971”

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Καστοριά, στα χρόνια της επανάστασης 1821 (Πληροφορίες από το βιβλίο του γυμνασιάρχη Παντελή Τσαμίση, «Η Καστοριά και τα μνημεία της») [Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση]

«Μας επρόσταξε ο Άγιος Καστορίας κύριος Νεόφυτος, ότι εις την Μητρόπολιν κατά την συνήθειαν όπου πήγαιναν