Ένα ομορφόπαιδο από το Ντολτσό. Νουβέλα (Γράφει ο Σπύρος Νίτσας)

Προσωρινά στο λιανοσκόταδο ο Άλιμος σταμάτησε να διαβάζει. Πέταξε το βιβλίο της Σιεραμουά σε μια καρέκλα από μπαμπού. Είδε το εξώφυλλο που ήταν  αποτυπωμένη μια όμορφη γυναικεία μορφή με φαντασμαγορικά δόντια. Ήταν  ίδια η συγγραφέας του βιβλίου και του φάνηκε να τον κοιτάζει ζωντανή, με πειστική γαλήνη. Ήταν ένα μυθιστόρημα γεμάτο με κατανόηση και ερωτικό αίσθημα. Ο τίτλος του βιβλίου,  (Ποτέ δεν είναι αρκετά.) Η γυναίκα αυτή του είχε αναστατώσει τα κοιμισμένα του αισθήματα, γιατί ήταν ένα κομψοτέχνημα γυναίκας.  Έσφιξε την γροθιά του και έδωσε έναν όρκο. «Θα  έρθει η ώρα και θα  σε κάνω δική μου, κυρία Σιεραμουά.»

Έριξε μια λοξή ματιά έξω, και  ένας μικρός ανεμοστρόβιλος έκανε τα δέντρα να προσκυνήσουν και τα πτηνά να τρομάξουν. Έριξε μια ματιά στο το ρολόι του τοίχου και μάλλον είχε αργήσει. Βγήκε ανασκουμπωμένος. Κοίταξε της σκιές από τα κτήρια δίπλα που είχαν μεγαλώσει σε όλο τον χώρο του Ντολτσό, με τους νοτισμένους πλακόστρωτους δρόμους. Ο καιρός, όμως τραβούσε ακόμη κρύο και επέμενε. Μπορούσες βέβαια να ντυθείς άνετα, να φορέσεις ένα πουκάμισο η ακόμη να δοκιμάσεις, ένα παγωτό από το περίπτερο. Μέσα και πάνω στις σκονισμένες  εσοχές  είχαν μερικές επιπόλαιες  λάμπες που κούρνιαζαν ψηλά στον ουρανό. Μα ο φωτισμός ήταν λειψός και γεμάτα κουνούπια.

Δίπλα ήταν διάφορα πουλάκια σαστισμένα στεκόταν στις εσοχές των κτιρίων κοντά στα λούκια, και όλο τιτίβιζαν. Είχε βρέξει ελάχιστα από νωρίς, και  όλοι οι δρόμο ήταν υγροί και ο κόσμος ταμπουρωμένος πίσω από της κουρτίνες κοίταζαν επιφυλακτικοί. Οι περισσότεροι τοίχοι ήταν νοτισμένοι και πέρασαν μαλακά –  μαλακά μπρος από τα ανθρακί μάτια του Άλιμου, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ιεροτελεστία.

Ανέβηκε πάνω στο τρίκυκλο του που έγραφε ο (Προφήτης Ηλίας μεταφοραί). Τίναξε τον μουσαμά να διώξει τα νερά. Άναψε τα φώτα. Μάρσαρε δυνατά τα γκάζια. Έπειτα το τρίκυκλο πήρε μια ανοδική κλίση για αρκετή ώρα στην ανηφόρα. Καβάλησε για λίγο το σκαμμένο ανάχωμα. Πέρασε  κοντά στις φτωχογειτονιές του αϊ Μηνά,  που βγάζει μέσα στα στενά σοκάκια, προς την πλατεία ομονοίας. Βγαίνοντας ξαφνικά στο φως, στην οδό μητροπολίτη Νικηφόρου ταράχτηκε. Ένας  πυροσβεστικός κρουνός ήταν σπασμένος, και το νερό είχε πλημμυρίσει όλο τον τόπο. Μερικά παιδάκια με τα εσώρουχά τους βρέχανε τα κορμάκια τους, ξέγνοιαστα. Μα μερικές άγριες φωνές τα τρόμαξαν. Έφυγαν άρον – άρον μισόγυμνα βήχοντας και βρίζοντας μέσα στην παραφροσύνη τους..( Να μην αφήσουν κανέναν άνθρωπο να προοδεύσει. Αμάν ποια με της παρατηρήσεις.)

Ο Άλιμος ήταν γιος της κυρά  Αριστέας της  περιπτερούς, δηλαδή  φτωχαδάκι. Τον μεγάλωσε με την μπουκιά στο στόμα σαν τα πουλάκια. Έκανε πάμπολλες μεταφορές με  το τρίκυκλο που του άφησε  αμανάτι ο πατέρας του, λίγο πριν φύγει από τον μίζερο τούτο κόσμο. Έκανε διάφορες μεταφορές, κουβάλαγε ακόμη και  αμμοχάλικο. Τώρα είχε παρατήσει το τρίκυκλο σε μια γωνιά στην πλακόστρωτη πλατεία Ντολτσό, και κόντευε να σκουριάσει.

Η ιστορία ήταν πως είχε  γνωρίσει τοις προάλλες μια ντελικάτη γυναίκα. Είχε ένα πικάντικο γαλλικό όνομα (Σιαραμουά.) Νόμιζε, τι νόμιζε, ήταν  σχεδόν σίγουρος σαν να  την ήξερε από τα παλιά, μα δεν θυμόταν από πού. Η γνωριμία τους ήταν μια σύμπτωση της μοίρας όταν ο άξονας της τύχης ευθυγραμμίστηκε με τον αστερισμό του και σε συγκαλεί.«Εδώ είμαι σου φωνάζει.» Ήταν ένα βράδυ που έβρεχε μονότονα. Και ακριβώς στην στάση στην  ομόνοια βλέπει μια κυρία. Είχε ανοιχτή ομπρέλα με σταχτοπράσσινα μάτια να του κάνει νόημα με το χέρι, να σταματήσει.

Μιλούσε χαριτωμένα με μια ελαφριά ξενική προφορά. Βέβαια ήταν κάπως επιφυλακτική. Μα αυτά ήταν ψηλά γράμματα για τον Άλιμο και αναπτύξανε μια γερή σχέση. Του αγόρασε τα ακριβότερα ρούχα και μια  μηχανή μεγάλου κυβισμού. Τον φώναζε (Αλ-Μος.) Απόψε άργησε. Έτρεξε στο μπάνιο ξυρίστηκε με κάθε επισημότητα. Βούρτσισε τα μαλλιά του έριξε μπόλικο λακ έγινε  ωραίος εραστής. Αλλά παρέμενε  απολύτως  σοβαρός. Γιατί η μόδα  των νέων σήμερα του φαινόταν αρκετά γελοία. Αυτά τα φλωράλ χρώματα και τα περιττά τατουάζ όταν τα έβλεπε, τον έβγαζαν από τα ρούχα του. Αναμφίβολα η κοπέλα που γνώρισε τοις προάλλες έδειχνε  προσγειωμένη με αφροσύνη. Προερχόμενη από το Παρίσι. Είχε καστοριανό πατέρα γουναρά και μητέρα γαλλίδα. Μα του Άλιμου είχε  κλέψει την καρδιά με  την πρώτη ματιά.  Τώρα  θα έβαζε τα δυνατά του, να κάνει μια εξίσωση με υποθήκη την σεμνότητα και την περηφάνια του. Έτσι, ίσως να έπαιζε και το τελευταίο του χαρτί για  πάρτη της. Ήξερε πως ήταν ένα καμένο χαρτί για τέτοιες γυναίκες, μα θα το έφτανε  στα άκρα. Κοίταξε για λίγο το περιποιημένο του λερουά μουστάκι στον καθρέφτη το έστριψε στις γωνίες και του φάνηκε απολιθωμένο μα σωστό. Χαμογέλασε ειρωνικά μπροστά στον καθρέφτη και είπε μέσα από τα δόντια

«Μπράβο ρε συ μάνα, είσαι άξια φιλοφρόνησης που γέννησες έναν  ομορφονιό.» Ήταν σίγουρος ποια, πως  καμιά δεινή κοπέλα δεν θα τολμούσε να του αντισταθεί στην γοητεία του. Μα να που είτε το θες, είτε όχι, όλες  οι  σημερινές γυναίκες λαχταρούσαν κάτι τέτοιους νέους, με δυνατούς μυς και προσαγωγούς να πέσουν σαν ώριμα φρούτα στην αγκαλιά του Ήταν  κομψός  ψηλός μα όχι άχαρος, με το νέο του φανταχτερό κουστούμι. Είχε φαρδύ πρόσωπο και ασυνήθιστα μπλε μάτια, γεμάτα πάθος για ζωή.  Είχε δέσει στον λαιμό ένα κόκκινο φουλάρι για το κρύο. Πλούσιο μαλλί, που έπεφτε πάνω από το φουλάρι Γνώριζε την αξία του, και  πολλά για το ντύσιμο του.

Φημιζόταν για  την γοητεία του τώρα τελευταία. Ο Άλιμος είχε ξεχάσει πως πριν λίγο καιρό  ήταν ο χαμάλης με το τρίκυκλο. Τώρα βέβαια είχε την μηχανή μα αυτά τα όφειλε όλα  στην Σιάραμουα. Είχε βέβαια την γοητεία και τον  ευθύ  του λόγω που έριχνε στις κοπέλες και πέφτανε σαν μύγες  με κάθε επισημότητα και γινόταν λιώμα. Με λίγα λόγια ήταν ένας τζέντλεμαν. Η Παριζιάνα μια νέα γυναίκα  με το κολακευτικό όνομα Σιεραμουά τον είχε τουμπάρει. Ήταν από εύπορη οικογένεια που ζούσαν στο Παρίσι. Αλλά  κανείς δεν γνώριζε από που ξεφύτρωσε. Σίγουρα εμφανίστηκε  από το πουθενά, και από  της τάξεις μιας πλούσιας  αγέλης,  με πανάκριβα σύνολα μεγάλων  οίκων  μόδας.  Τώρα ο Αλ-Μος ήταν το υποχείριο της και κινούσε όλα τα νήματα στην ζωή του. Κανένας δεν γνώριζε τίποτε για την ολοκληρωτική εμφάνιση του Άλιμου.

Και  το ποιο περίεργο, πως αναρριχήθηκε και είχε  γίνει  είδωλο ομορφιάς. Το πρόσωπο της Σιεραμουά ήταν ροζέ σαν γαρίφαλο. Αλλά  η ψυχή της λειτουργούσε κατά κάποιον τρόπο, με την μέγιστη ικανοποίηση της αναστολής. Τα φλογερά μάτια της έκαιγαν στο χρώμα της στερλίνας, και τα καστανά μαλλιά της άναβε με το πρώτο πυρκαγιές, στις καρδιές των αγοριών. Ξέρεις η ευθύτητα του κόσμου στην Καστοριά αλλάζει κάθε τρεις και λίγο νοοτροπίες  και κατεύθυνση. Ο Αλ-Μος καβάλησε την μηχανή μισομεθυσμένος. Του είπαν κάτι φίλοι χαμάληδες πως εκείνη η γυναίκα είναι σατανική και μόλις τον στύψη σαν  λεμόνι, θα τον πετάξει στον κάδο απορριμμάτων. Μόλις κατάλαβε και ο ίδιος πως έγινε το υποχείριο της. Λίγο έξω από την πόλη στουκάρει την μηχανή και τραυματίζετε σοβαρά. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο η Σιεραμουά είχε εξαφανιστεί. Ο Αλ-Μος λαφροκούτσενε λίγο, με  μια ωμή πληγή στο μάγουλο να του θυμίζει την Σιέραμουά και το ατύχημα. Η μηχανή του έγινε κομμάτια όπως και η καρδιά του. Τώρα πίστεψε πως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση και ένα κακό όνειρο που πέρασε.

Ο Άλιμος έμεινε για πάντα ανάπηρος με στραπατσαρισμένο πόδι γεμάτο λάμες. Είχε περάσει την τελευταία νύχτα του θανάτου έξω από το σπίτι της Σιέραμουα κολλημένος σε έναν κορμό δέντρου. Ήταν μουσκεμένος από την υγρασία βουβός και ασάλευτος. Μετά χτυπάει το κεφάλι στον κορμό και γεμίζει αίματα. Φώναξε δυο φορές απελπισμένα. «Ψεύτρα-ψεύτρα.» Μα ένα πύρινο σφυρί του σακάτεψε την καρδιά. Έφυγε σαν δαρμένο σκυλί. Τώρα το πήρε απόφαση και  βγήκε  πάλι στο μεϊντάνι, για μεροκάματο. Φόρεσε τα παλιά ρούχα της δουλειάς και πέταξε τα φουλάρια. Πήγε στην πλατεία Ντολτσό κοντά στο περίπτερο της μητέρας του. Εκείνη μόλις τον είδε σε τι μαύρο  χάλι ήταν, έβαλε τα κλάματα. Ο Άλιμος ξεσκόνισε το τρίκυκλο που τον τάιζε τόσα χρόνια Τότε έκανε πέτρα την καρδιά και πάτησε την μανιβέλα του με το καλό πόδι. Το έβαλε μπρος. Το τρίκυκλο κλότσησε κάνα δυο φορές και πήρε μπροστά.

Έκανε έναν μεγαλοπρεπή  κύκλο στην πλατεία Ντολτσό ενώ το τρίκυκλο σκούνταγε ακόμη. Τώρα ήταν ανάπηρος, μα κυρίως ελεύθερος. Η πλατεία γέμισε καυσαέρια από το τρίκυκλο του, μα τα αγαπούσε. Γέμισαν τα πάντα κάπνα, μα ήταν γλυκός ο καπνός. Όλη η κάπνα ήταν σημάδι και καλός οιωνός. Ανέβαινε ασταμάτητα την ανηφόρα και ανυπόμονα. Πέρασε επίτηδες  μέσα από τους καπνούς για να κάμψει την ματαιοδοξία του. Τότε αντίκρισε την αλήθεια μέσα από το γαλήνιο και ντελικάτο γαλάζιο ουρανό της Καστοριάς.

Προηγούμενο Άρθρο

“Οι λιχουδιές της Όλγας”: Δείτε το σημερινό μενού 09/3

Επόμενο Άρθρο

Συνελήφθησαν δύο ημεδαποί στην πόλη της Καστοριάς για κατοχή ναρκωτικών ουσιών

Τελευταία από ΑΠΟΨΕΙΣ